Τα Μονοπάτια Του Έρωτα - 7

Author: Νυχτερινή Πένα /

Ο Μιχάλης κοιτούσε το πρόσωπό της Μαρίας προσπαθώντας να μαντέψει τι έλεγε η κοπέλα με τους γονείς της. Δεν ήθελε να της συμβεί κάτι από τη στενοχώρια ή έστω να λυπηθεί. Και πολύ περισσότερο δεν ήθελε να γίνει αυτό για κάτι στο οποίο είχε και εκείνος μέρος της ευθύνης. Δεν ήταν ότι είχε γίνει κάτι κακό ή ότι ένιωθε ενοχές. Το πώς είχε νιώσει σήμερα το πρωί ξυπνώντας με την Μαρία στην αγκαλιά του ήταν κάτι ασύλληπτο και απερίγραπτο, λίγες φορές είχε βιώσει τέτοια γαλήνη και πληρότητα. Για τον τρόπο και μόνο που τον κοίταζε δεν ήθελε κανένα κακό να συμβεί στην Μαρία.

Η κοπέλα τελείωσε την συνομιλία της και γύρισε να βγει από τον τηλεφωνικό θάλαμο. Τα μάτια της ήταν υγρά, δάκρυα έτρεχαν στα μάγουλά της.

-Μαρία; Τι έγινε; Τι σου είπαν;

Η κοπέλα τον κοίταξε και χαμογέλασε. Ύστερα τον αγκάλιασε και τον φίλησε στα χείλη με πάθος. Μετά από ένα παρατεταμένο, παθιασμένο φιλί, τραβήχτηκε και είπε:

-Με συγχωρούν. Είπαν δεν πειράζει.

Τον ξαναφίλησε.

-Αφού το ήθελα εγώ, είναι όλα εντάξει, να πάρουμε προφυλάξεις την επόμενη φορά μόνο.

Τον φίλησε και πάλι. Ύστερα γέλασε ευτυχισμένη. Το σύννεφο που σκίαζε την ευτυχία της είχε φύγει και μπορούσε να απολαύσει αυτό που ένιωθε.

-Τι θέλεις να κάνουμε; τη ρώτησε ο Μιχάλης χαρούμενος που την έβλεπε έτσι ξένοιαστη.

-Μπορούμε να πάμε να φάμε;

-Ναι, έλα.

Βρήκαν κοντά ένα Μακ Ντόναλντ’ς και κάθισαν με μια παρέα συμμαθητών τους που περιλάμβανε τον Δημήτρη, την Χριστίνα και την Άντζι.

-Τι σας ήλθε και φιληθήκατε εκεί πέρα στη Φοντάνα Ντι Τρέβι; ρώτησε τον Δημήτρη ένας συμμαθητής τους. Μπροστά στον Ρήγα κιόλας.

-Γιατί απαγορεύεται; είπε η Χριστίνα. Δεν είμαστε στο σχολείο.

-Είμαστε με το σχολείο, είπε μια κοπέλα.

-Αν τους τιμωρήσουν γιατί φιλήθηκαν, είπε η Άντζι, τι θα έπρεπε να κάνουν στον Σταύρο;

-Φιλήθηκε κι αυτός;

-Δεν φιλήθηκε απλά, ξεσκίστηκε με την Μαρίνα στο πλοίο.

-Αυτό είναι παλιό, είπε ένας από την παρέα. Χθες το βράδυ ο Σταύρος κοιμήθηκε, με τη Μαρίνα και με εκείνη την κοκκινομάλλα, την Φαίη. Και δεν εννοώ διαδοχικά. Τις πήρε στο δωμάτιό του μαζί.

-Τρίο; Γουστάρω ρε, είπε ένας.

-Σιδέρη, σοβαρέψου, είπε ο Δημήτρης, το σεξ δεν είναι ομαδική δραστηριότητα. Κρίμα για τη Φαίη, γιατί για την Μαρίνα ήξερα τι κουμάσι είναι.

-Ναι;

-Στην Πομπηία μου έκανε κάτι προτάσεις, είπε ο Δημήτρης.

Ο Μιχάλης δεν έδινε πολλή σημασία στη συζήτηση αλλά είδε την Μαρία να κοκκινίζει.

-Τι είναι; τη ρώτησε απαλά.

-Η Μαρίνα μου έκανε κάποιες υποδείξεις για το πώς να σε ευχαριστήσω… Και τώρα καταλαβαίνω…

-Μην το σκέφτεσαι, είπε ο Μιχάλης. Δεν χρειάζεται.

-Απλά μου φάνηκαν κάπως…

Έγειρε στο αυτί του και είπε:

-Μου πρότεινε να πάρω στο στόμα μου… και σκεφτόμουν πώς αντέδρασες χθες στο χάδι και αν θα ήταν κάτι που θα σε ευχαριστούσε.

-Θα την πάρει και θα τη σηκώσει! Όχι, αυτό είναι κάτι που κάνουν οι πόρνες. Μην το ξανασκεφτείς ποτέ. Είπε και άλλο έξυπνο;

-Ναι… Να σε αφήσω να ολοκληρώσεις μέσα μου αλλά από…

Η Μαρία κοκκίνισε και πάλι.

-Θα την περιποιηθώ με την πρώτη ευκαιρία, είπε ο Μιχάλης, τη βρώμα. Δεν μπορεί να μην δηλητηριάζει τα μυαλά του κόσμου.

Η Μαρία ένιωσε μια θέρμη να τη γεμίζει βλέποντάς τον οργισμένο για χάρη της, μια απόδειξη του πόσο τη νοιαζόταν. Τον κοίταξε με λατρεία. Ο Μιχάλης την αγκάλιασε και εκείνη έμεινε με χαρά εκεί.

Μετά το φαγητό ξεκίνησαν πάλι για τα μαγαζιά. Χωρίστηκαν καθώς κάποιος σταματούσε στο ένα μαγαζί, κάποιος στο επόμενο. Ο Μιχάλης δεν ενδιαφερόταν για κάτι τέτοιο οπότε ακολουθούσε την Μαρία που ήθελε να αγοράσει κάποια ρούχα. Ο Δημήτρης και η Χριστίνα είχαν επίσης ξεκινήσει τις αγορές.

-Αυτή η γραβάτα είναι ωραία, είπε ο Δημήτρης καθώς ψώνιζαν σε έναν υπαίθριο πωλητή.

-Μμ… Ναι, σου πάει. Δοκίμασέ τη.

Ο Δημήτρης ξεκίνησε να το κάνει.

-Πού είναι ο Ερνέστος όταν τον χρειάζομαι!

Η Χριστίνα έπιασε τη γραβάτα και άρχισε να την φτιάχνει ενώ ο Δημήτρης παρακολουθούσε. Σήκωσε το βλέμμα του στο πρόσωπο της Χριστίνας και βρέθηκαν σε απόσταση αναπνοής. Την επόμενη στιγμή αυτή η απόσταση έκλεισε καθώς φιλιούνταν με πάθος.

 

Ο Ερνέστος έκανε μια βόλτα στην Αγία Τριάδα του Μόντι με την περίφημη ανθοστόλιστη σκάλα όταν έμεινε ξέχωρα από τους συμμαθητές του. Εκεί τον πλησίασε μια μικρή ανθοπώλισσα με ένα καλάθι λουλούδια. Ήταν έτοιμος να αρνηθεί όταν είδε την Δανάη σε ένα από τα γειτονικά μαγαζιά. Του ήρθε μια ιδέα, πήρε ένα όμορφο λευκό τριαντάφυλλο και μετά πήγε κοντά σε ένα από τα πιτσιρίκια που έπαιζαν στη βάση της σκάλας. Του έβαλε στο χέρι ένα νόμισμα των 2000 λιρών και του είπε;

-Βλέπεις εκείνη την όμορφη κυρία; Θα πας και θα της προσφέρεις το τριαντάφυλλο και θα φύγεις.

Ο μικρός χαμογέλασε ενθουσιασμένος με το χαρτζιλίκι, που θα του επέτρεπε να φάει ένα παγωτό, αλλά και με τη σκανταλιά που θα έκανε. Πήρε το τριαντάφυλλο και έφυγε φουριόζος.

Ο Ερνέστος απομακρύνθηκε επίσης σκεπτόμενος με ευθυμία την έκπληξη της Δανάης και αν θα μάντευε ποιος είναι ο αποστολέας.

 

Η μικρή ανθοπώλισσα θα είχε να λέει για τους Έλληνες ότι είναι οι καλύτεροι τουρίστες καθώς μετά τον Ερνέστο συνάντησε τον Μιχάλη με την Μαρία. Ο Μιχάλης πήρε ένα τριαντάφυλλο από κάθε χρώμα και τα έδωσε στην αγαπημένη του.

-Γιατί τόσα χρώματα; ρώτησε η κοπέλα χαμογελώντας.

-Κόκκινο για την αγάπη σου, λευκό για την ομορφιά σου, ροζ για την τρυφερότητά σου.

Η Μαρία τον φίλησε. Ύστερα ακούμπησε το κεφάλι της στο στέρνο του.

-Είμαι ευτυχισμένη. Και σε ευχαριστώ γι’ αυτό.

-Εγώ σε ευχαριστώ, γιατί μου έδωσες κάτι που δεν είχα και φανταζόμουν ότι δεν θα το αποκτούσα ποτέ.

Συνέχισαν την βόλτα τους και συνάντησαν τον Ερνέστο.

-Καθόμαστε κάπου, τους πρότεινε, να φάμε ένα γλυκό ή να πάρουμε ένα αναψυκτικό; Βαρέθηκα να περιφέρομαι.

-Καθήστε, είπε η Μαρία, θα πάω λίγο σε εκείνο το μαγαζί και μετά θα έρθω να σας κάνω παρέα.

Ήταν ένα κατάστημα ρούχων. Η Μαρία ήθελε να δει για μπλούζες. Έκανε μερικές πρόβες και αποφάσισε τι θα αγόραζε. Βγαίνοντας από ένα δοκιμαστήριο έπεσε πάνω στον τελευταίο άνθρωπο που ήθελε να δει, την Μαρίνα.

-Βρε, βρε, είπε εκείνη. Κάνεις και ψώνια; Άντε μπας και βάλεις και τίποτα καλό, όλο σαν καλόγρια είσαι ντυμένη.

Η ίδια η Μαρίνα φορούσε μια μπλούζα με ένα ντεκολτέ τόσο ανοιχτό που όλο το στήθος της ήταν έξω. Ίσα που κρύβονταν οι θηλές. Κρύβονταν ήταν σχήμα λόγου βέβαια, η Μαρίνα δεν είχε βάλει σουτιέν και έτσι διαγράφονταν ξεκάθαρα κάτω από την μπλούζα της.

-Ναι, εγώ έχω να δώσω κάτι να θυμάται στον άντρα που θα πέσει μαζί μου στο κρεββάτι, εσύ τι να του δώσεις; Γι’ αυτό ντύνεσαι σαν καλόγρια, τι να δείξεις;

-Την αγάπη μου.

-Δεν πηδάει την αγάπη, την κορμάρα πηδάει το αρσενικό.

-Ο άντρας μου, είπε η Μαρία κοφτά με έμφαση στην κτητική αντωνυμία, δεν με πηδάει, μου κάνει έρωτα γιατί με αγαπάει και τον αγαπώ. Και δεν θα ήθελα τίποτα άλλο όσο να του χαρίσω μια οικογένεια με πολλά παιδιά.

Η Μαρίνα πήγε να πει κάτι αλλά τελικά δεν το έκανε. Απλά έφυγε. Η Μαρία πήρε τα ψώνια της και επέστρεψε κοντά στον Μιχάλη και τον Ερνέστο.

Επέστρεψαν στο σημείο του ραντεβού αφού συνάντησαν στον δρόμο μια διαδήλωση μόνο γυναικών.

-Τι να είναι και είναι μόνο γυναίκες; απόρησε η Μαρία.

-Κάτσε να μάθω, είπε ο Ερνέστος.

Πήγε κοντά στις κοπέλες και μίλησε με μια. Μετά από λίγο επέστρεψε.

-Είναι νηπιαγωγοί και διαμαρτύρονται για τις συνθήκες του επαγγέλματος.

-Και’ γω νόμιζα ότι αυτά γίνονται μόνο στην Ελλάδα! γέλασε η Μαρία.

 

Συγκεντρώθηκαν στο καθορισμένο σημείο και επέστρεψαν με τα πούλμαν στο ξενοδοχείο. Πήγαν για το δείπνο, οι συζητήσεις κυμαίνονταν από τις εμπειρίες της ημέρας μέχρι το φλέγον, για τους ποδοσφαιρόφιλους, θέμα του αποψινού τελικού για το Κύπελλο Ελλάδας μεταξύ ΑΕΚ και Παναθηναϊκού. Καθώς δεν ήταν θέμα που θα απασχολούσε την Ιταλική τηλεόραση, επιστρατεύτηκε κάθε ραδιόφωνο που υπήρχε με την ελπίδα να πιάσουν την ΕΡΑ Σπορ.

Μετά το δείπνο άλλοι έπιασαν γωνίες και ήσυχα σημεία προσπαθώντας να μάθουν τι γίνεται με το ματς και άλλοι μαζεύτηκαν σε παρέες, σε δωμάτια και διαδρόμους για να περάσουν την ώρα τους με πειράγματα, ανέκδοτα, ακόμα και τραγούδια.

-Θα κοιμηθούμε μαζί; ρώτησε η Μαρία ενώ άφηναν την τραπεζαρία. Συνειδητοποίησε πώς ακούστηκε αυτό που είπε και κοκκίνισε. Εννοούσα αν θα έρθεις να κοιμηθείς… Δεν θα ήθελα να μείνω μόνη…

-Δεν θα επιστρέψεις στο δωμάτιό σου;

-Έλεγα…

Ο Μιχάλης χαμογέλασε.

-Ναι, θα πάω να πάρω τα πράγματά μου και θα έρθω.

-Ωραία.

Ο Μιχάλης έκανε ακριβώς αυτό που είπε. Πηγαίνοντας για το δωμάτιο της Μαρίας βρήκε μια παρέα συμμαθητών του καθισμένη στο διάδρομο.

-Παίδες, να περάσω;

-Πάτα άφοβα, είπε ένας, το «εργαλείο» τα σηκώνει όλα.

-Ζήση, γέλασε ο Μιχάλης, αν σε πατήσω εγώ, δεν θα σηκώσει ξανά τίποτα.

Γέλασαν όλοι και ο Μιχάλης πέρασε δρασκελίζοντας τα πόδια κάποιων. Έφτασε στο δωμάτιο και χτύπησε την πόρτα. Του άνοιξε με ένα χαμόγελο η Μαρία.

Ο Μιχάλης μπήκε και εκείνη έκλεισε και κλείδωσε. Ήταν έτοιμη για ύπνο και ο Μιχάλης δεν άργησε να ετοιμαστεί. Ξάπλωσε και η Μαρία τον μιμήθηκε, κούρνιασε στην αγκαλιά του.

-Δεν το πίστευα ότι θα συμβεί ποτέ αυτό. Τόσο καιρό…

-Πόσο καιρό;

-Πολύ. Θυμάμαι ότι μου άρεσε ο ευγενικός σου τρόπος, το ότι δεν μιλούσες πολύ. Μετά έγινε κάτι που δεν θα το ξεχάσω και μου έδειξε ακόμα περισσότερο τι άνθρωπος είσαι.

-Τι;

-Θυμάσαι την Αλεξία; Μια κοπέλα που είχαμε μόνο στην πρώτη λυκείου;

-Τη Σταυριανού; Ναι, τη θυμάμαι.

-Ίσως θυμάσαι ότι μια μέρα ο Σταύρος, με την συνηθισμένη του γλυκύτητα, της είπε ότι δεν θα την πήδαγε ακόμα και με μια σακούλα στο κεφάλι. Η κοπέλα δεν τον ήξερε τι είναι και κάθισε παράμερα και έκλαιγε. Θυμάμαι ότι πήγες εκεί με ένα βιβλίο για να τη ρωτήσεις κάτι και κάθισες μαζί της πολλή ώρα.

-Ναι, το θυμάμαι, είπε ο Μιχάλης. Την ρώτησα κάτι για τη γεωμετρία και πιάσαμε κουβέντα.

-Την παρηγόρησες. Και αυτό ήταν που μου έκανε εντύπωση. Είχες το θάρρος να αγνοείς τον Σταύρο και να κάνεις αυτό που σου υπαγόρευε η ευγένεια της ψυχής σου. Δεν μάζεψα ποτέ το θάρρος να σου μιλήσω.

-Μέχρι το πλοίο.

-Όχι, ούτε στο πλοίο. Δεν έπεσα επάνω σου επίτηδες, κατέβαινα τη σκάλα και με έσπρωξαν. Ο Σταύρος και η Μαρίνα ήταν πίσω μου.

-Για να διαφύγει ο φιλαράκος του, έκανε ο Μιχάλης, μπορεί.

-Και μετά όταν βγαίναμε κάποιος με έσπρωξε, δεν ξέρω ποιος.

-Κάποιος που βιαζόταν πιθανότατα.

-Ναι, μπορεί, στην Πομπηία βασίστηκα στην καλοσύνη σου και την ευγένειά σου και δεν είχα άδικο. Ήξερα μετά ότι έχω κάνει την σωστή επιλογή και μαζί με το ποτό αυτό με βοήθησε χθες να σε προσεγγίσω ερωτικά.

-Είχες πιει πολύ;

-Ένα ποτό στη ντίσκο αλλά είχα και νωρίτερα πιει μια σαγκρία όταν ετοιμαζόμουν με τη Μαρίνα.

-Προφανώς κακός συνδυασμός, είπε ο Μιχάλης.

-Αλλά για απόψε δεν χρειάζομαι αλκοόλ, είπε η κοπέλα και ανασηκώθηκε στηριγμένη στον αγκώνα της. Έσκυψε και φίλησε τον Μιχάλη. Το χέρι της ταξίδεψε χαμηλά στη μέση του.

-Αυτό πρέπει να βγει, είπε αναφερόμενη στην φόρμα που φορούσε για τον ύπνο ο αγαπημένος της.

Κάθισε και εκείνη και έκανε να βγάλει το νυχτικό της, ο Μιχάλης τη βοήθησε και την πήρε γυμνή στην αγκαλιά του φιλώντας το λαιμό της και κατηφορίζοντας στα στήθη της.

-Μιχάλη… είπε καθώς εκείνος έδινε ένα ρουφηχτό φιλί στη θηλή της.

-Ναι, ματάκια μου;

-Μην σταματάς… Μου αρέσει αυτή η αίσθηση.

Στο μυαλό της ήρθε απρόσκλητη η Μαρίνα και οι προσβολές της.

-Μιχάλη… Θα είχε σημασία αν είχα πιο μεγάλα στήθη; Θα σου άρεσαν περισσότερο; Θα σου άρεσα εγώ περισσότερο;

-Όχι, είπε ο Μιχάλης κοιτώντας τη στα μάτια. Και όχι επειδή το στήθος σου είναι ήδη τέλειο. Αλλά γιατί εγώ αγαπώ αυτό που έχεις εδώ…

Την άγγιξε κάτω από το στήθος, στο σημείο που χτυπούσε δυνατά η καρδιά της. Ύστερα εναπέθεσε εκεί ένα τρυφερό φιλί. Η Μαρία τον αγκάλιασε και πάλι.

-Μακάρι…μάζεψε το θάρρος της και συνέχισε: μακάρι να είμαστε μαζί. Μακάρι να σου χαρίσω μια οικογένεια.

Ο Μιχάλης την κράτησε στην αγκαλιά του.

-Θα είμαστε, της ψιθύρισε. Και θα κάνουμε τα όνειρά σου αληθινά.

-Κάνε μου έρωτα… ψιθύρισε η κοπέλα. Κάνε μου έρωτα χωρίς την δικαιολογία της μέθης. Μόνο επειδή το θέλουμε.

-Μόνο γιατί αξίζεις να σε αγαπάνε, της ψιθύρισε ο Μιχάλης ενώ γέμιζε το κορμί της χάδια και την οδηγούσε στην απόλαυση του έρωτα δύο ανθρώπων που αγαπιούνται.

 

-Όχι ρε συ! Μετά από παράταση και πέναλτι να χάσουμε έτσι!

Οι οπαδοί της ΑΕΚ είχαν απογοητευθεί, η ομάδα τους είχε φτάσει στην πηγή και δεν είχε πιει νερό. Μετά από έναν αγωνιώδη αγώνα που έληξε τρία – τρία, η ΑΕΚ έχασε στην διαδικασία των πέναλτι.

-Αδικία, αν ήταν…

-Θανάση; Είσαι καλά ρε φίλε; Έχεις γίνει άσπρος σαν πανί.

Η παρέα που τα συζητούσε αυτά ήταν μαζεμένη στην είσοδο του κτιρίου που ήταν τα δωμάτια της Ελληνικής εκδρομής, είχαν πάει στο ένα πούλμαν και είχαν παρακολουθήσει τον αγώνα από το ραδιόφωνο και τώρα επέστρεφαν στα δωμάτιά τους. Ο Θανάσης σωριάστηκε στο πάτωμα και έμεινε ακίνητος.

-Ω να πάρει! είπε ένας και μια κοπέλα ούρλιαξε.

Ο Ερνέστος ήταν από τους πρώτους που έφτασε κοντά στον πεσμένο συμμαθητή τους. Γονάτισε δίπλα του και έβαλε τον δείκτη και τον μέσο στο λαιμό του.

-Έχει σφυγμό αλλά είναι γρήγορος, πρέπει να τον δει γιατρός.

Οι καθηγητές κατέφτασαν και αμέσως ο Ρήγας πήγε να καλέσει ασθενοφόρο από την υποδοχή του ξενοδοχείου.

-Τι έπαθε; ρώτησε η Αγγελέτου.

-Στενοχωρήθηκε που έχασε η ΑΕΚ, είπε κάποιος.

-Σηκώστε του τα πόδια, είπε ο Ερνέστος και φέρτε μια έντονη κολόνια αν έχει κάποιος.

Ενώ προσπαθούσαν να τον συνεφέρουν κατέφτασε το ασθενοφόρο. Ο Ρήγας στράφηκε στη Δανάη.

-Κυρία Δάρα, θα συνοδεύσετε τον μαθητή.

-Ναι, βέβαια, είπε η Δανάη καθώς οι νοσοκόμοι έβαζαν τον ακόμα αναίσθητο μαθητή σε ένα φορείο και τον μετέφεραν στο νοσοκομειακό όχημα.

Ο Ερνέστος σηκώθηκε όρθιος.

-Κυρία, να έλθω μαζί σας; Μιλάω Ιταλικά.

Η Δανάη τον κοίταξε με ευγνωμοσύνη.

-Ναι, έλα.

Ανέβηκαν και εκείνοι στο ασθενοφόρο.

 

-Κρίμα, να το πάθει αυτό για έναν αγώνα. Εντάξει και εμένα δε μου άρεσε που χάσαμε έτσι, είπε ο Δημήτρης, αλλά όχι και να πέσω στα πατώματα.

-Στενοχωρήθηκες για την ήττα; Τον πείραξε η Χριστίνα ενώ ανέβαιναν για τον όροφο που βρίσκονταν τα δωμάτιά τους.

-Όσο να’ ναι, είπε ο Δημήτρης.

-Να σε κάνω να το ξεχάσεις; είπε η Χριστίνα και τον αγκάλιασε. Τον φίλησε με πάθος.

-Έχω μια ιδέα, είπε ο Δημήτρης μετά από μερικά λεπτά περιπτύξεων. Ο Μιχάλης έχει δικό του δωμάτιο και ο Ερνέστος λείπει, το δωμάτιό μου είναι όλο δικό μας. Τι λες;

-Φοβόμουν ότι δε θα το πρότεινες ποτέ!

 

Το ασθενοφόρο σταμάτησε στην είσοδο των επειγόντων και οι νοσοκόμοι μετέφεραν τον Θανάση στο εξεταστήριο. Ο Ερνέστος και η Δανάη έμειναν να περιμένουν στην αίθουσα αναμονής.

-Δεν ωφελεί να στεκόμαστε, είπε ο Ερνέστος, ας καθίσουμε.

Έπιασε ένα πλαστικό κάθισμα σε μια σειρά θέσεων δίπλα στην πόρτα που οδηγούσε στο εσωτερικό των επειγόντων και η Δανάη κάθισε δίπλα του.

-Ελπίζω ότι θα είναι καλά, είπε η Δανάη.

-Θα είναι, αλλά δεν μπορούσε να είναι στη θέση του ο Βαγγέλης ή ο Σταύρος; Να μη με νοιάζει καθόλου!

Παρά τη σοβαρότητα της κατάστασης, η Δανάη δεν μπόρεσε να μη χαμογελάσει.

-Τους έχεις μέσα στην καρδιά σου και τους δύο.

-Ω ναι, και τους δύο.

-Από τότε που παίξατε ξύλο;

-Από νωρίτερα αλλά δεν βοήθησε αυτό να τους συμπαθήσω. Και εγώ δεν μπορώ να τους βάλω σε μια ιστορία να δεινοπαθήσουν, όπως κάνει ο Μιχάλης.

-Τους έβαλε σε ιστορία; Βάσισε κάποιους χαρακτήρες δηλαδή σε αυτούς;

-Ναι, αν και κράτησε τα ονόματά τους. Το περιστατικό εκείνο το έχει μεταφέρει αυτούσιο αν και έχει αλλάξει το όνομά σου και την προσβολή…

Ο Ερνέστος δαγκώθηκε. Δεν έπρεπε να του ξεφύγει αυτό.

-Η προσβολή; Θες να πεις ότι δεν ήταν για κάποια κοπέλα αλλά για’ μένα.

-Ναι, είπε ο Ερνέστος αναρωτώμενος πώς θα αντιδράσει η Δανάη στην αποκάλυψη.

-Δεν θα έπρεπε να ενθαρρύνω έναν καυγά αλλά ομολογώ ότι νιώθω κολακευμένη από την ιπποτική σας συμπεριφορά. Ευγενικό και γενναίο εκ μέρους σας.

-Ο Μιχάλης είναι πρώτα από όλα συγγραφέας και πιστεύει ότι ως συγγραφέας πρέπει να έχει άλλες αρχές και ιδεώδη, εμένα πάλι δεν μου αρέσουν τέτοιες συμπεριφορές και ειδικά όταν πρόκειται για άτομα που συμπαθώ.

Συνειδητοποίησε τι είχε πει όταν ήταν πια αργά. Μα τι τον είχε πιάσει απόψε;

Η Δανάη χαμογέλασε ωστόσο και κοίταξε το ρολόι της. Μετά κοίταξε την κλειστή πόρτα του θαλάμου όπου είχαν τον μαθητή.

-Γιατί αργούν; Λες να μην πηγαίνουν καλά τα πράγματα; Να μην τα καταφέρει;

-Θα τα καταφέρει, είπε ο Ερνέστος, από τον δρόμο είχε αρχίσει να σταθεροποιείται άκουσα που λέγανε οι νοσοκόμοι.

-Δεν θα άντεχα να μην τα καταφέρει. Δεν είναι οι ευθύνες που θα αποδοθούν, είναι ότι δεν θα ησυχάσω ποτέ από τις τύψεις. Πάντα θα λέω, μπορούσα να το είχα προλάβει, να είχα κάνει κάτι διαφορετικό; Να είχα καταλάβει κάτι;

Η αγωνία στη φωνή της ήταν οδυνηρά εμφανής. Ο Ερνέστος έβαλε τα χέρια του στους ώμους της.

-Θα τα καταφέρει. Μην φοβάσαι. Θα είναι μια χαρά.

Η Δανάη σήκωσε το κεφάλι της και τον κοίταξε.

-Το ελπίζω, είπε με σβησμένη φωνή.

Ο Ερνέστος δεν μπορούσε να τη βλέπει έτσι. Την αγκάλιασε.

-Θα πάνε όλα καλά, της είπε χαϊδεύοντας την πλάτη της.

-Μακάρι…

Την κοίταξε και προσπάθησε να χαμογελάσει για να της δώσει θάρρος. Εκείνη του το ανταπέδωσε με ένα αχνό χαμόγελο. Έδειχνε τόσο ευάλωτη, ξαφνικά. Τόσο μόνη. Και ο Ερνέστος τη φίλησε.

Είχε χείλη απαλά και γλυκά, και ανταποκρίθηκε σε αυτό το φιλί. Τον αγκάλιασε και τον χάιδεψε στην πίσω πλευρά του λαιμού. Το φιλί βάθυνε, η γλώσσα της άγγιξε τη δική του.

Την επόμενη στιγμή αλαφιασμένοι τραβήχτηκαν ο ένας από τον άλλο. Δεν πρόλαβαν να πουν τίποτα γιατί τους πλησίασε ένας γιατρός.

-Μην ανησυχείτε, δεν ήταν τίποτα, μια ταραχή από την αγωνία του για την ομάδα του. Μια καλή ξεκούραση τη νύχτα και αύριο θα είναι περδίκι. Μπορείτε να τον πάρετε στο ξενοδοχείο.

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου