Διαφορετικά Χριστούγεννα - 2

Author: Νυχτερινή Πένα /

2.

 

-Ποιος είναι τέτοια ώρα; είπε η Μάρθα και κοίταξε τον άνδρα της.

-Και γιατί δεν τον γαύγισε ο Λεβέντης; είπε ο γερό βοσκός.

Σηκώθηκε να πάει να ανοίξει. Το έκανε επιφυλακτικά μιας και ο άνεμος απειλούσε να φέρει μέσα όχι μόνο κρύο αλλά και μπόλικο χιόνι. Στο άνοιγμα στεκόταν μια φιγούρα κουκουλωμένη με πολλά ρούχα για το κρύο και με ένα μπογαλάκι στην αγκαλιά.

-Σας παρακαλώ, είπε μια απαλή φωνή που ίσα ακουγόταν πάνω από τη βοή του αέρα. Χρειάζομαι ένα κατάλυμα. Αν μείνω έξω… θα πεθάνουμε από το κρύο.

Ο Μάρκος που παρακολουθούσε την σκηνή νόμιζε ότι ήταν ο μόνος που κατάλαβε την ασυμφωνία στα λόγια της φιγούρας αλλά είδε ότι ο Μιχάλης είχε επίσης συνοφρυωθεί.

-Έλα μέσα, είπε ο Βασίλης.

Η φιγούρα μπήκε μέσα και ο γερό βοσκός έκλεισε την πόρτα. Η φιγούρα κατέβασε το σάλι από τα μαλλιά της και αποκάλυψε το λεπτό πρόσωπο μιας κοπέλας.

-Η κόρη του Τζανή, είπε μια από τις νύφες του μπάρμπα Βασίλη, η αστεφάνωτη. Θα τη βάλουμε μέσα στο σπίτι μας τέτοια μέρα;

-Τασία, είπε αυστηρά εκείνος. Τέτοια μέρα θα την βάλουμε στο σπίτι μας γιατί Εκείνος που αύριο θα γιορτάσουμε τη γέννησή Του, μας άφησε παραγγελία να φιλοξενούμε εκείνους που το χρειάζονται στο όνομά Του.

Η γυναίκα στραβομουτσούνιασε αλλά ο ιερέας είπε:

-Ναι, τέκνον μου, καλά σου λέει, ο Κύριος είπε ξένος ήμουν και με φιλοξενήσατε.

-Ευχαριστώ που μας δεχθήκατε, ξέρω ότι δεν είναι μια νύχτα για να φιλοξενήσει κανείς ξένους, είπε η κοπέλα.

-Ειδικά αυτή είναι η κατάλληλη νύχτα, κορίτσι μου. Έλα μη ντρέπεσαι και απόψε ο Πανάγαθος μας έφερε κι άλλους ξένους.

-Ευχαριστώ πάντως. Δεν ανοίγει κανείς εύκολα την πόρτα του.

-Είσαι καλός άνθρωπος, αφού ο Λεβέντης σε άφησε να περάσεις και δεν ξεσήκωσε τον κόσμο, πάει να πει ότι είσαι εντάξει, δεν αφήνει εύκολα να περάσει κανείς την πόρτα.

Ο Μάρκος δεν πρόσεχε τι έλεγαν. Τον είχαν μαγνητίσει τα όμορφα μαύρα μάτια και το γλυκό πρόσωπο της κοπέλας. Ο Μιχάλης δίπλα του τον κοίταξε και χαμογέλασε. Η Μάρθα οδήγησε την κοπέλα να καθίσει σε μια καρέκλα και της έφερε μετά μια κούπα με γάλα και ψωμί.

Ο Μάρκος στράφηκε στον γέρο βοσκό.

-Νόμιζα ότι δεν κάνει να φάμε σήμερα.

-Εμείς που είμαστε γεροί και δεν έχουμε ανάγκη, παλληκάρι μου. Εκείνη πρέπει να φάει στην κατάστασή της.

Ο Μάρκος πήγε να αναρωτηθεί τι σήμαινε πάλι αυτό όταν το μπογαλάκι στα χέρια της κοπέλας κουνήθηκε και άφησε μια μικρή κραυγή. Είχε στην αγκαλιά της ένα μωρό. Αυτό ήταν λοιπόν το κοινωνικό στίγμα που δεν την έκανε ευπρόσδεκτη, είχε κάνει ένα παιδί εκτός γάμου.

Αρχίσανε να στρώνουν για την νύχτα.

Ο παππούς έλεγε στα εγγόνια του ιστορίες για τα καλικαντζάρια που σαν απόψε ανέβαιναν στον κόσμο να πειράξουν τους ανθρώπους.

-Κάθονται κάτω στα τρίσβαθα της γης και ροκανίζουν το δέντρο που τη στηρίζει μα σαν μυριστούν πως ήρθαν τα Χριστούγεννα βγαίνουν στον απάνω κόσμο και αρχίζουν τις σκανδαλιές. Χαλάνε τη φωτιά, σκορπούν τη στάχτη, χύνουν το γάλα και ξινίζουν το γιαούρτι. Γι’ αυτό δε σβήνουμε τη φωτιά όλες τις μέρες να κρατάει μακριά τα καλικαντζάρια. Μέχρι να φύγουν την παραμονή των Φώτων, πριν χτυπήσουν οι καμπάνες!

-Γιατί φεύγουν παππού τότε;

-Γιατί σαν όλα τα στοιχειά φοβούνται τον αγιασμό. Γι’ αυτό φεύγουν πριν ο ιερέας ραντίσει παντού με τον αγιασμό.

-Και τι γίνεται τότε παππού;

-Πάνε πάλι κάτω αλλά τι να δουν; Το δέντρο είναι και πάλι ολάκερο και αρχίζουν από την αρχή.

Ο Μιχάλης πήγε κοντά στον Σαμουήλ.

-Με την αλλαγή μας στο σχέδιο δεν κάναμε τον εσπερινό.

-Το πρωί, πριν τον όρθρο, είπε ο Σαμουήλ. Αφού φέτος δεν συνοδεύεται από λειτουργία. Θα το κάνουμε όπως στις αγρυπνίες.

Ο Μιχάλης έγνευσε και επέστρεψε στο μέρος που είχαν στρώσει για εκείνον. Μια και ήδη υπολόγιζε να κοιμηθεί στο εκκλησάκι είχε φέρει μαζί του έναν υπνόσακο τον οποίο θα χρησιμοποιούσε σαν σκέπασμα ξαπλωμένος πάνω στο χοντρό χαλί. Ο Μάρκος θα κοιμόταν επίσης εκεί και λίγο πιο πέρα είχε καθίσει η κοπέλα, οι τρεις ξένοι μαζί ενώ ο ιερέας θα κοιμόταν λίγο πιο ξέχωρα, σαν εκδήλωση σεβασμού στο σχήμα που έφερε.

-Από το στρατό είχα να κοιμηθώ στο πάτωμα, είπε ο Μάρκος.

-Δεν παραπονιέμαι, είπε ο Μιχάλης, θα είχα κοιμηθεί στο πάτωμα στο μικρό εκκλησάκι εδώ είναι πιο μαλακά και πιο ζεστά.

Ο Μάρκος στράφηκε στην κοπέλα περιμένοντας από εκείνη μια άλλη απάντηση, πιο κοντά στη δική του νοοτροπία.

-Μην κοιτάς εμένα, είπε εκείνη, είμαι ευτυχής που απόψε έχουμε μια στέγη πάνω από το κεφάλι μας και είμαστε στα ζεστά.

-Που κοιμάσαι συνήθως;

-Όπου βρω. Σε κανένα χάλασμα, σε παρατημένα σπίτια. Απόψε φοβήθηκα ότι θα ήταν το τέλος, δεν έβρισκα πουθενά να κοιμηθώ και αν ήξερα ποιου είναι αυτό το σπίτι δεν θα χτυπούσα γιατί θα έλεγα ότι δεν θα με δεχθούν. Ο πατέρας μου ζήτησε από τους χωριανούς να μην με δεχθούν και έφυγα πιο μακριά.

-Σε έδιωξε από το σπίτι και ζήτησε να μη σε φιλοξενήσει κανένας; είπε ο Μάρκος. Αυτό είναι πολύ σκληρό.

-Και ο πατέρας μου είναι, είπε η κοπέλα με ένα χαμόγελο πικρίας. Έμεινα έγκυος και ο… αγαπημένος μου έφυγε. Ο πατέρας μου με έδιωξε από το σπίτι και έμεινα σε μια φίλη ως που γέννησα. Μετά με ανακάλυψε και είπε σε όλους να μη με φιλοξενούν και να μη με βοηθούν.

Η κοπέλα σταμάτησε να μιλάει. Ο Μάρκος την κοίταζε, ήταν όμορφη κοπέλα, κάτι που φαινόταν παρά τις κακουχίες και τις δυσκολίες που περνούσε.

-Α, έτσι είπε ε; Πρέπει κάποιος να του βάλει λίγη γνώση. Ίσως πρέπει να του πει δυο λογάκια ο Βασίλης άμα κατέβει στο χωριό.

Η Μάρθα έφερε στην κοπέλα ένα πιάτο με ψωμί και τυρί.

-Έλα κόρη μου, είπε, φάε να καρδαμώσεις, θα χρειαστεί να φάει και τούτο δω το πλασματάκι σε λίγο.

Η κοπέλα έκανε να αφήσει το μωρό στο πάτωμα δίπλα της αλλά ο Μιχάλης της είπε:

-Μπορώ;

Εκείνη του το έδωσε και ο Μιχάλης το κράτησε προσεχτικά στα χέρια του. Το μωρό άνοιξε τα μάτια του και τον κοίταξε. Έβγαλε έναν σιγανό ήχο αλλά δεν έκλαψε.

-Τα καταφέρνεις καλά με τα μωρά, είπε ο Μάρκος γελώντας. Έχεις μεγαλώσει κανένα;

-Όχι, δεν είπαμε; Εργένης και χωρίς καμία οικογένεια, απάντησε ο Μιχάλης και στράφηκε στην κοπέλα. Πως τη λένε;

-Δεν την λένε, είπε η κοπέλα. Δεν την έχω βαφτίσει. Αλλά θέλω να της δώσω το όνομα της μάνας μου. Αγγελική.

-Εσένα πως σε λένε; ρώτησε ο Μάρκος.

-Χριστίνα, είπε η κοπέλα και χαμήλωσε το βλέμμα.

Σου αρέσει; είπε η κακή φωνούλα στο μυαλό του. Αυτή δεν είναι για εφήμερη σχέση. Απ’ αυτό χόρτασε. Ζητάει μια σιγουριά στην ζωή της, προσπαθεί να την φτιάξει από την αρχή.

Κάτι μέσα του τον έσπρωχνε να τη βοηθήσει. Και δεν ήταν μόνο η ομορφιά της. Είχε κάτι που τον τραβούσε, κάτι άσχετο με την εμφάνισή της. Το αδάμαστο πνεύμα της ίσως, το ότι δεν είχε αφεθεί στη μοίρα της αλλά πάλευε ενάντια στις αντιξοότητες.

Πέσανε για ύπνο. Ο Μάρκος έμεινε να κοιτάζει τα δοκάρια στο ταβάνι με τα διάφορα σκεύη και τρόφιμα κρεμασμένα από αυτά, το τζάκι που έκαιγε και τελικά αποκοιμήθηκε. Δεν μπορούσε να αρνηθεί ότι λίγες φορές στη ζωή του ήταν τόσο γαλήνιος και ήρεμος.

 

Ξύπνησε από ένα άγγιγμα στον ώμο και όταν σηκώθηκε είδε ότι ήταν πολύ πρωί, είχε ξαστεριά και μπορούσε να δει τον ουρανό γεμάτο αστέρια. Όλοι είχαν σηκωθεί και ετοιμάζονταν. Είδε τον Μιχάλη να είναι καθισμένος στο πάτωμα έχοντας μαζέψει τα πράγματά του. Δίπλα του σε ένα μικρό στρώμα από δέρματα, ήταν το μωρό.

-Που είναι η μητέρα του; ρώτησε ενώ φορούσε το μπουφάν και τα παπούτσια του, τα μόνα πράγματα που είχε βγάλει για να κοιμηθεί.

Ο Μιχάλης του έδειξε την Χριστίνα. Είχε πάει παράμερα και είχε γονατίσει μπροστά στον πατέρα Σαμουήλ. Ο ιερέας είχε βάλει το επιτραχήλιο και είχε ακουμπήσει την άκρη του στο κεφάλι της κοπέλας με το χέρι του επάνω.

-Τι κάνει;

-Εξομολογήθηκε και της διαβάζει την ευχή της αφέσεως.

Ο Μάρκος δεν το σχολίασε, αυτή η ζωή του ήταν ξένη εδώ και πολλά χρόνια.

Εσύ χάνεις, είπε η φωνή στο μυαλό του, αυτή η ζωή τους χαρίζει γαλήνη και ψυχική δύναμη. Το βλέπεις στα πρόσωπά τους. Ακόμα και σε αυτής της κοπέλας που θα είχε κάθε λόγο να είναι απελπισμένη και έτοιμη να αυτοκτονήσει. Τη βλέπεις; Είναι τόσο γαλήνια, και τόσο μαχήτρια.

Ο Μάρκος έπρεπε να παραδεχτεί ότι έτσι ήταν. Η Χριστίνα ήρθε κοντά τους.

-Βοήθειά σου, είπε ο Μιχάλης, θα κοινωνήσεις;

-Ναι, μου είπε ότι η μοιχεία είναι μεγάλο αμάρτημα αλλά έκανα το σωστό με την Αγγελικούλα μου. Μου διάβασε την ευχή και μου είπε να κοινωνήσω τώρα στη λειτουργία. Δεν έχω κοινωνήσει εδώ και πάνω από δεκαοκτώ μήνες.

Ο Μιχάλης ένευσε και της έδωσε το μωρό της. Η κοπέλα τον ευχαρίστησε και πρόσθεσε:

-Ας την θηλάσω τώρα γιατί θα ξεκινήσουμε όπου να’ ναι.

Ο Μιχάλης σηκώθηκε και ο Μάρκος τον μιμήθηκε. Αφήσανε την κοπέλα μόνη της να φροντίσει το μωρό. Ο Μάρκος πήγε κατά την πόρτα και κοίταξε τον καιρό.

-Μη σε ξεγελάει, είπε ο μπάρμπα Μήτσος. Μην κοιτάς που ξαστέρωσε τώρα, θα ρίξει κι άλλο χιόνι.

-Όχι μόνο έχασα το ρεβεγιόν, θα κάνω και πρωτοχρονιά εδώ όπως πάμε, είπε ο Μάρκος αλλά χαμογελούσε.

-Και τι φοβάσαι; Ξύλα για το τζάκι έχουμε και για να φάμε έχουμε από όλα τα καλά.

Ο Μιχάλης πήγε κοντά στον Σαμουήλ που διάβαζε το μεσονυκτικό σαν να ήταν σπίτι του και έπιασε να τον βοηθήσει με τους ύμνους.

Είχαν μόλις τελειώσει όταν πλησίασε ο Βασίλης.

-Πάτερ, είπε, με την ευλογία σου, να ξεκινήσουμε;

-Ναι, πάμε.

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου