Ο Ερνέστος έσκυψε και
φίλησε τη Δανάη στο στόμα, τα χείλη της, τόσο απαλά και γλυκά άνοιξαν στο
άγγιγμά του και η γλώσσα του βρήκε τη δική της σε ένα ερεθιστικό σμίξιμο. Ένιωσε
ένα ρίγος ηδονής να τον διατρέχει. Ανέβασε το χέρι χαϊδεύοντας το πλευρό της Δανάης
ως που να φτάσει στο σφιχτό στήθος της. Ο αναστεναγμός που ξέφυγε από τα χείλη της
τον ενθάρρυνε να συνεχίσει. Την ανασήκωσε και εκείνη τύλιξε τα πόδια της στη
μέση του. Είχε έρθει η στιγμή που περίμεναν τόσο πολύ.
Με ένα βογγητό ο Ερνέστος
ξύπνησε. Το όνειρο ήταν τόσο ζωντανό που σχεδόν μπορούσε ακόμα να νιώσει τα
απαλά χείλη της, τη θέρμη του κορμιού της. Δεν ήταν έκπληξη βέβαια ότι είχε μια
στύση τόσο έντονη που να γίνεται επώδυνη. Σηκώθηκε από το κρεβάτι και προχώρησε
στο μπάνιο, ένα κρύο ντουζ ήταν αυτό που χρειαζόταν τώρα.
Γδύθηκε και μπήκε κάτω
από το νερό προσπαθώντας να αγνοήσει το ένστικτο. Φυσικά ήξερε τι έφταιγε, τη
νύχτα είχε για μια στιγμή έρθει τόσο κοντά στην Δανάη. Και μετά είχε κάνει το
αδιανόητο, την είχε φιλήσει. Φαινόταν να το χρειάζεται, και είχε ανταποκριθεί
αλλά αυτό σήμαινε τι; Μπορούσε να ελπίσει; Να περιμένει να γίνει κάτι;
Στην επιστροφή δεν
μπορούσε να μιλήσει με τη Δανάη, είχαν μαζί τον Θανάση και ήταν αργά όταν
επέστρεψαν στο Χριστόφορος Κολόμβος. Και τώρα δεν ήξερε τι θα γινόταν.
Βγήκε από το μπάνιο
βυθισμένος σε σκέψεις σε βαθμό που να μην προσέξει ότι ο Δημήτρης δεν κοιμόταν
μόνος στο κρεβάτι του αλλά ήταν με την Χριστίνα όπως δεν το είχε προσέξει ούτε το
βράδυ αν και τότε ήταν λόγω του σκοταδιού μιας και δεν είχε ανάψει φως για να
μην τον ξυπνήσει.
Αυτή τη φορά ήταν η Μαρία
που ξύπνησε πρώτη και έμεινε να κοιτάζει τον αγαπημένο της που κοιμόταν. Δυο
μέρες πριν δεν θα τολμούσε καν να ονειρευτεί όσα τώρα ζούσε και όλα όσα είχε
χάρη σε εκείνον. Ξάπλωσε ακουμπώντας το κεφάλι της στο στέρνο του και, μέσα
στον ύπνο του, ο Μιχάλης την αγκάλιασε.
-Σε αγαπώ, ψιθύρισε η
Μαρία, μακάρι να έχω πολύ χρόνο μαζί σου αλλά όσο χρόνο έχω είναι δικός σου.
Αναρωτήθηκε αν θα
μπορούσαν να κάνουν οικογένεια και αν θα μπορούσε να του χαρίσει ένα παιδί. Αυτό
που είχε πει το προηγούμενο απόγευμα στην Μαρίνα ήταν η απόλυτη αλήθεια. Είχε
βρει τον άνθρωπό της, εκείνον που μπορούσε να αποκαλέσει άνδρα της. Καθώς
άκουγε τους χτύπους της καρδιάς του, αποκοιμήθηκε και πάλι με ένα γλυκό
χαμόγελο στα χείλη της.
Η Δανάη άνοιξε τα μάτια της
νιώθοντας αφύσικα ζεστή, σαν να είχε πυρετό. Ανακάθισε και μετά σηκώθηκε όρθια
με σκοπό να ρίξει λίγο νερό στο πρόσωπό της, μπήκε στο μπάνιο και κοντοστάθηκε για
να συνηθίσουν τα μάτια της στο φως. Κοίταξε το είδωλό της στον καθρέφτη, ήταν
αναψοκοκκινισμένη, σαν να είχε πυρετό όντως αλλά ήξερε πως δεν ήταν κάτι
τέτοιο. Το σώμα της ήταν ολόκληρο σφιγμένο, οι θηλές του στήθους της τέντωναν
τη φανέλα που φορούσε, και διαπίστωνε πως ήταν υγρή.
Ήξερε φυσικά τι έφταιγε.
Ο Ερνέστος. Τον συμπαθούσε και τον εκτιμούσε και αυτή τη νύχτα είχε νιώσει
ακόμα πιο κοντά του. Ένας άνθρωπος που θα είχε κάθε λόγο να είναι κυνικός και αδιάφορος
νοιαζόταν για τους άλλους και προσπαθούσε πάντα να βοηθήσει. Το ίδιο είχε κάνει
και τη νύχτα, είχε σπεύσει να βοηθήσει τον συμμαθητή του και μετά την ίδια με
το έργο που είχε αναλάβει. Όταν εκείνη έδειξε να λυγίζει, της είχε δώσει
θάρρος. Την είχε αγκαλιάσει και εκεί τα πράγματα είχαν πάει στραβά. Εκείνος
είχε την καλή πρόθεση να την βοηθήσει και το είχε πετύχει αλλά δεν είχε
προβλέψει την επίδραση που αυτό θα είχε πάνω της σαν γυναίκα. Και όταν μάντεψε
τόσο σωστά ότι είχε ανάγκη την εμψύχωση και τη στήριξη και τη φίλησε δεν
σκέφθηκε τι θα πυροδοτούσε αυτό το φιλί.
Ήταν μόνη πολύ καιρό τώρα
και αυτό το φιλί είχε ξεκλειδώσει αισθήματα και ανάγκες που όλον αυτόν τον καιρό
κρατούσε καταχωνιασμένα. Είχε αφεθεί διαπιστώνοντας πόσο το ήθελε η ίδια αλλά και
ο Ερνέστος. Το είχαν διακόψει πριν γίνει κάτι κακό αλλά δεν μπορούσε να αρνηθεί
ότι το ήθελε, ήθελε να δοκιμάσει ξανά την αίσθηση αυτού του φιλιού, την
σιγουριά και την ασφάλεια που είχε νιώσει στην αγκαλιά του.
Γδύθηκε, μπήκε στο ντουζ
και, καθώς το νερό ερχόταν να χαλαρώσει το σώμα της, έπιασε τον εαυτό της να
σκέφτεται πώς θα ήταν ο έρωτάς του.
Ο Ερνέστος χτύπησε σιγανά
την πόρτα του δωματίου 140 και όταν την άνοιξε ο Μιχάλης είπε:
-Καλημέρα, ήμουν σίγουρος
ότι θα έχεις ξυπνήσει αλλά δεν ήθελα να ξυπνήσω την Μαρία.
-Έχει σηκωθεί, κάνει
μπάνιο.
-Ήθελα να σου μιλήσω.
-Εντάξει, μισό λεπτό να
συνεννοηθώ με τη Μαρία.
Ο Μιχάλης χάθηκε στο
εσωτερικό του δωματίου και επέστρεψε μετά από λίγο. Έκλεισε την πόρτα πίσω του
και προχώρησε στη σκάλα με τον Ερνέστο.
-Πάμε να βρούμε λίγο καφέ.
-Να σου πω την αλήθεια, μου
χρειάζεται.
-Τι τρέχει;
-Έκανα κάτι πολύ ανόητο
χθες, είπε ο Ερνέστος και διηγήθηκε στον Μιχάλη τα συμβάντα στο νοσοκομείο.
-Παρορμητικό ναι, ανόητο όχι,
είπε ο Μιχάλης καθώς βγαίνανε στην αυλή. Το μετάνιωσες;
-Όχι, και θα ήθελα να το
κάνω και πάλι. Είμαι σίγουρος ότι έχω αισθήματα για εκείνη. Αλλά είναι
απαγορευμένα!
-Γιατί;
-Είναι καθηγήτρια! Δεν
είναι σωστό.
-Για δύο μήνες ακόμα,
μετά; Και ούτε δύο μήνες εδώ που τα λέμε. Βγάλε αυτό, τι άλλο; Η ηλικία;
-Δεν με απασχόλησε, δεν
είναι και τόσο μεγάλη η διαφορά. Αλλά ξέρεις… Δεν έχω ιδέα αν έχει κάποιον στη
ζωή της… Ούτε καν αν είναι αμοιβαίο…
Μπήκαν στην τραπεζαρία
που είχε ανοίξει για πρωινό και πήγαν στο μπουφέ. Έβαλαν καφέ και κάθισαν σε
ένα τραπέζι.
-Από όσα μου είπες είναι
αμοιβαίο και έκανες αυτό που έπρεπε. Το φιλί ίσως να ήταν κάτι που δεν έπρεπε
αλλά όλα τα άλλα δεν μπορώ να πω ότι δεν χρειάζονταν. Της στάθηκες σε μια
δύσκολη ώρα.
-Τι θα έκανες στη θέση
μου;
-Δύσκολο ερώτημα γιατί
εγώ δεν θα είχα κάνει ποτέ αυτό που έκανες εσύ χθες.
-Είσαι ικανός να τα
βάλεις με δύο ή τρεις για να προστατέψεις κάποιον που σε ενδιαφέρει ή αν
κάποιος προσβάλει τις αρχές σου αλλά φοβάσαι να μιλήσεις πρώτος σε μια κοπέλα! Ώρες
– ώρες είσαι απίστευτος! γέλασε ο Ερνέστος. Δεν θα το είχες κάνει αλλά το
συγγραφικό σου μυαλό έχει πλάσει ήδη σενάρια. Οπότε έχεις άποψη.
-Θα της μιλούσα. Θα
ξεκαθάριζα την κατάσταση. Μπορεί να βοηθήσει και σίγουρα θα εκτιμήσει την
αμεσότητα.
-Πότε λες; Να αφήσω να
γυρίσουμε;
-Όχι, αν δεν βρεθεί η
ευκαιρία σήμερα στη Φλωρεντία, αύριο δύσκολο γιατί θα είμαστε στον δρόμο όλη
την ώρα, να το κάνεις στο πλοίο.
Η Μαρία μπήκε στην
τραπεζαρία και πίσω της η Δανάη με την Αγγελέτου.
Η Δανάη μετά το μπάνιο
ντύθηκε και πήγε στο δωμάτιο της Αγγελέτου. Την βρήκε έτοιμη να πάει για
πρωινό. Αφού την καλημέρισε της είπε:
-Μπορώ να σου μιλήσω για
ένα λεπτό;
-Ναι, είπε η Αγγελέτου. Τι
τρέχει;
-Υποθετικά, αν ένας νεότερος
άνδρας ενδιαφερόταν για σένα, τι θα έκανες;
-Πονηρούλα! Τι έγινε;
Ψώνισες κανέναν νεαρό Λατίνο;
-Ας πούμε.
-Τον θέλεις;
-Ναι… ομολόγησε η Δανάη
και κοκκίνισε.
-Δε μου λες φιλενάδα,
πόσο καιρό έχεις να κάνεις σεξ;
-Κάμποσο.
-Πόσο είναι το κάμποσο;
Δύο μήνες; Τρεις; Όλη τη χρονιά φέτος;
-Όλη τη σχολική και κάτι
παραπάνω, είπε η Δανάη και κοκκίνισε περισσότερο.
-Φρίκη! Ρίξε τον ανάσκελα
και ξεζούμισέ τον, πέρνα μια νύχτα κόλαση απόψε. Αύριο το πρωί θα είσαι μια
χαρά. Έλα, πάμε για πρωινό.
Δεν άργησαν να ξεκινήσουν
για τη Φλωρεντία. Μάζεψαν τα πράγματά τους, τα φόρτωσαν στα πούλμαν και άρχισαν
την επιβίβαση. Ο Μιχάλης άφηνε όπως πάντα τους υπόλοιπους να προηγηθούν. Ενώ περίμενε
για να ανέβει, η Μαρία ήρθε δίπλα του. Του χάρισε ένα χαμόγελο και εκείνος πέρασε
το χέρι του γύρω από τους ώμους της.
-Θέλεις να έρθεις να
καθίσεις μαζί μου; της πρότεινε.
Η Μαρία ένευσε ζωηρά και
τον αντάμειψε με ένα φιλί στο μάγουλο γεμάτο τρυφερότητα.
Ξεκίνησαν για τη
Φλωρεντία και γρήγορα οι περισσότεροι κοιμούνταν μιας και είχαν αργήσει να
κοιμηθούν. Οι εθνικές οδοί της Ιταλίας ήταν περίφημες για την κατασκευή τους. Πήγαιναν
για πολλά χιλιόμετρα όλο ευθεία και το οδόστρωμα ήταν καλοφτιαγμένο χωρίς
μπαλώματα. Έτσι τα πούλμαν είχαν μια σταθερή ταχύτητα και ομαλή κίνηση χωρίς
αναταράξεις, κάτι που βοηθούσε εκείνους που ήθελαν να κοιμηθούν.
Ο Δημήτρης είχε αποκοιμηθεί
ενώ ο Ερνέστος δίπλα του ήταν ακόμα βυθισμένος σε σκέψεις. Στην απέναντι πλευρά
η Χριστίνα καθόταν με την Άντζι, είχαν αποκοιμηθεί και οι δύο.
Κάποια στιγμή η Μαρία έγειρε
στον ώμο του και αποκοιμήθηκε. Ο Μιχάλης
φόρεσε ακουστικά μιας και η μουσική στο πούλμαν δεν ήταν της αρεσκείας του και
έμεινε να κοιτάζει έξω αγναντεύοντας το τοπίο που περνούσαν και μερικά χωριά
που δεν έδειχναν να είχαν αλλάξει καθόλου τα τελευταία 300 χρόνια.
Η Μαρία ξύπνησε λίγο πριν
φτάσουν στην Φλωρεντία. Ανασηκώθηκε και τον φίλησε στο μάγουλο.
-Κοιμήθηκες καλά;
-Ναι, πολύ ωραία, άκουγα
και τη μουσική σου. Πολύ ωραία ήταν.
Φτάσανε στην Φλωρεντία στις
13:00 και αποβιβάστηκαν ανυπόμονοι να ξεπιαστούν και να δουν την πόλη. Η πόλη
των Μεδίκων και πρωτεύουσα της Τοσκάνης, της γενέτειρας του Ντα Βίντσι και του
Μιχαήλ Άγγελου, ήταν μια πόλη γεμάτη τέχνη με κτίρια από την αναγέννηση και υπέροχους,
πλακόστρωτους δρόμους.
Είχε έναν αέρα διαφορετικό
αυτή η πόλη και ο Άρνος με τις πολλές γέφυρες έκανε αυτήν την αίσθηση πιο
έντονη. Επισκέφθηκαν την εκκλησία του Αγίου Σταυρού, όπου βρίσκεται ο τάφος του
Μιχαήλ Άγγελου, και το Πόντε Βέκιο, την παλιά γέφυρα, που ήταν διάσημη για τα
χρυσοχοεία της πόλης που κάποτε στέγαζε. Μετά στάθηκαν στην επόμενη γέφυρα που
ήταν παράλληλη με το Πόντε Βέκιο, και έβγαλαν φωτογραφίες με φόντο αυτό.
Κατόπιν επισκέφθηκαν το
Ντουόμο, τον περιβόητο καθεδρικό ναό της πόλης που δεσπόζει με τον κόκκινο
τρούλο του πάνω από την Φλωρεντία. Μαζί με το βαπτιστήριο του Τζιότο και το καμπαναριό
της εκκλησίας είναι το πιο τουριστικό σημείο και ταυτόχρονα μνημείο παγκόσμιας
πολιτιστικής κληρονομιάς.
«Η Αγία Μαρία του Άνθους,
όπως είναι το επίσημο όνομά του καθεδρικού, άρχισε να κτίζεται το 1296 και ολοκληρώθηκε
το 1436. Το πιο εντυπωσιακό χαρακτηριστικό της είναι το καμπαναριό με 94 μέτρα
ύψος.»
-Στραβολαιμιάζεις και μόνο
για να το δεις, είπε ο Ερνέστος στον Μιχάλη, αλλά η θέα από εκεί πάνω θα είναι
φοβερή.
-Αμφιβάλλω αν θα
επιτρέπεται να ανέβουμε και να πάρουμε και κανέναν να τον σουτάρουμε από εκεί
πάνω.
-Γιατί κάτι μου λέει ότι
ξέρω ποιον σκέφτεσαι; γέλασε ο Ερνέστος και μετά πήρε το βλέμμα του από το
καμπαναριό για να βρεθεί να κοιτάζει κατάματα την Δανάη που τον κοιτούσε
σκεφτική.
Της χαμογέλασε και εκείνη
το ανταπέδωσε.
Άραγε ήταν όλα εντάξει
μεταξύ τους;
Το Ντουόμο ήταν το
τελευταίο από τα αξιοθέατα που είχαν να δουν. Τώρα ήταν ελεύθεροι για τρεις
περίπου ώρες. Σκόρπισαν με κατεύθυνση τα μαγαζιά της πόλης και τις καφετέριες
με τα εστιατόρια μιας και δεν είχαν φάει ακόμα για μεσημέρι.
-Πάμε να φάμε; είπε ο Μιχάλης
στον Ερνέστο.
-Θα περπατήσω λίγο,
πήγαινε με την καλή σου.
-Τι συμβαίνει;
-Ανησυχώ… Θέλω να σκεφθώ…
-Καλά, εσύ ξέρεις. Να
προσέχεις.
Ο Μιχάλης έκανε να πάει
να βρει την Μαρία που ήταν με τη Χριστίνα και την Άντζι αλλά δεν πρόλαβε.
-Μιχάλη, μπορώ να σου πω,
ένα λεπτό.
Ο Μιχάλης στράφηκε και
αντίκρισε την Δανάη.
-Πείτε μου.
-Θέλω να μιλήσουμε μια στιγμή.
-Θα πήγαινα για φαγητό με
την Μαρία, αν θέλατε να μας κάνετε παρέα.
-Θέλω να μιλήσουμε μόνοι
για λίγο.
-Εντάξει. Μια στιγμή να
συνεννοηθώ με την Μαρία.
Ο Μιχάλης πήγε κοντά στην
αγαπημένη του και μίλησε μαζί της, μετά την άφησε με ένα τρυφερό φιλί και επέστρεψε
κοντά στην Δανάη. Εκείνη τον πήρε παράμερα.
-Βασίζομαι στην εχεμύθειά
σου, είπε η Δανάη, και θέλω να μου μιλήσεις σαν να είμαστε φίλοι και όχι σαν να
είμαι καθηγήτριά σου.
-Εντάξει, είπε ο Μιχάλης
σαστισμένος.
-Τότε που παραλίγο να
δαρθείτε με τον Σταύρο και τον Βαγγέλη…
-Που μου επιτρέψατε να
βγω έξω.
-Ναι. Σε εσένα έγινε η πρόκληση
ή στον Ερνέστο;
-Σε εμένα, το συνήθιζε
από χρόνια ο Βαγγέλης και με τον Σταύρο χειροτέρεψε. Θυμάμαι στην πρώτη λυκείου
όταν έγραφα την Διαστημική, μου έβαλε στο χέρι ένα περιοδικό και μου είπε,
ορίστε και η κοπέλα με πυραύλους ασχολείται. Κοιτάζω και τι να δω; Μια γυμνή
κοπέλα ανάμεσα σε δύο γυμνούς άντρες να πιάνει… καταλαβαίνετε τι. Τρομάξανε να
τον βγάλουν από τα χέρια μου.
-Και ο Ερνέστος;
-Θύμωσε γιατί είπαν τέτοια
πράγματα για σας.
Η Δανάη χαμογέλασε. Την
είχε υπερασπιστεί, ήθελε να είναι σίγουρος ότι είναι καλά, τη νοιαζόταν.
-Είναι στενός φίλος σου;
-Ο πιο κοντινός μου.
-Αν μια φίλη σου έλεγε ότι
θέλει κάνει μια σχέση μαζί του, τι θα της έλεγες; Ναι ή όχι;
-Ότι αξίζει… αλλά να
προσέξει. Μην τον πληγώσει. Ο Ερνέστος έχει περάσει δυσκολίες, είναι δυνατός και
δυναμικός αλλά είναι και ευάλωτος.
-Μόνο αυτό;
-Ναι, του αξίζει να είναι
ευτυχισμένος και να μην πληγωθεί. Η κοπέλα που θα είναι μαζί του θα είναι
ευτυχισμένη.
Η Δανάη κοίταξε το Μιχάλη
που μιλούσε απόλυτα σοβαρά και κατάλαβε ότι όσα έλεγε τα εννοούσε. Μήπως είχε
βρει… Δεν τόλμησε να το σκεφθεί καν. Ευχαρίστησε τον Μιχάλη που γύρισε κοντά
στην Μαρία που τον αγκάλιασε.
-Τι σκέφτεσαι;
-Εσένα.
Ο Μιχάλης και η Μαρία
περπατούσαν πιασμένοι χέρι με χέρι. Η όμορφη πόλη είχε επιδράσει στην κοπέλα ταιριάζοντας
με την ευαίσθητη, ρομαντική ψυχή της.
Είχαν μοιραστεί μια πίτσα
με τον Μιχάλη και μετά είχαν βγει για να περπατήσουν. Η Μαρία ακούμπησε το
κεφάλι της στον ώμο του.
-Είμαι τυχερή που σε έχω.
Μου έχεις προσφέρει τόσα και δεν πήρες τίποτα.
-Λάθος, πήρα. Αγάπη, τρυφερότητα,
μια γλυκιά ύπαρξη σαν εσένα.
Η Μαρία γέλασε με την
καρδιά της ξαλαφρωμένη.
-Θα μείνουμε μαζί απόψε;
-Αν το θες.
-Πολύ.
Στάθηκαν σε μια γέφυρα και
ο Μιχάλης αγκάλιασε τη Μαρία που χώθηκε στην αγκαλιά του και έμεινε εκεί.
-Θα μπορούσα να μείνω
έτσι, εδώ, για πάντα, είπε η Μαρία.
Η Δανάη είχε απομακρυνθεί
από όλους και είχε χαθεί στις σκέψεις της. Περπατούσε σε δρομάκια που ήταν λες
και κάποιος τα είχε φτιάξει ακριβώς για να περπατάνε οι ερωτευμένοι, κάτι που
φαινόταν σαν ειρωνεία όπως είχαν τα πράγματα για εκείνη. Οι σκέψεις έρχονταν
ορμητικές και αντικρουόμενες στο μυαλό της.
Ταιριάζετε.
Είναι μικρότερος.
Δεν είναι καμιά τρελή διαφορά.
Είναι μαθητής.
Δεν θα είναι για πολύ.
Είναι όμορφος.
Είναι εμφανίσιμος.
Και τα χέρια του… Τα
χείλη του…
Κόφτο!
Στάθηκε σε μια γέφυρα και
κοίταξε τον Άρνο που κυλούσε τα νερά του αργά και νωχελικά. Ύστερα πήρε την
απόφασή της.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου