Μέρες Του Φθινοπώρου 34

Author: Νυχτερινή Πένα /

Κεφάλαιο Τριακοστό Τέταρτο

 

-Μην βλέπετε την ιστορία σαν ένα νεκρό αντικείμενο, σαν έναν κατάλογο με αχρείαστες πληροφορίες. Δείτε την σαν ένα σύνολο γεγονότων, σαν μια διήγηση με αρχή και τέλος.

Ο Μιχάλης κοιτούσε τους μαθητές καθώς μιλούσε. Παρότι πολλοί δεν συμφωνούσαν με την άποψή του, τον άκουγαν γιατί τους άρεσε ο τρόπος που μιλούσε. Είχε αμεσότητα και δεν τους έβλεπε αφ’ υψηλού όπως οι καθηγητές τους.

-Δείτε την σαν μια αφήγηση σπουδαίων γεγονότων με συνέπειες.

-Εντάξει αλλά δεν είναι και το Game of Τhrones! πετάχτηκε ένας μαθητής.

-Οι Λάνιστερ μπροστά στους αυλικούς του Βυζαντίου ήταν γατάκια, να σε πληροφορήσω, είπε ο Μιχάλης. Για παράδειγμα. Ο Ρωμανός ο Β’ είναι αυτοκράτορας μερικά χρόνια, έχει μια όμορφη γυναίκα και δύο γιους, τον Βασίλειο και τον Κωνσταντίνο. Όλα καλά. Μέχρι που πεθαίνει ξαφνικά στα 24 και έχουμε κενό εξουσίας. Η Θεοφανώ, η γυναίκα του, παντρεύεται τον εραστή της Νικηφόρο Φωκά και ανεβαίνει στο θρόνο. Ο ευνούχος Βασίλειος που κινεί τα νήματα δεν είναι ευχαριστημένος γιατί ο νέος αυτοκράτορας είναι πολύ ανεξάρτητος για να τον επηρεάσει και πολύ δημοφιλής για να τον συκοφαντήσει.

-Δεν τον σκότωσε;

-Φυσικά, μόνο που η Θεοφανώ πρόλαβε και παντρεύτηκε τον Ιωάννη Τσιμισκή, επίσης επιτυχημένο και ικανό στρατηγό.

-Τον δολοφόνησε και αυτόν;

-Ναι, και ο Βασίλειος προσπάθησε να πείσει τον συνονόματό του να επιδοθεί σε μια ζωή ακολασίας και να αφήσει σε αυτόν την διοίκηση αλλά ο Βασίλειος αποφάσισε να διοικήσει και τότε βρέθηκε αντιμέτωπος με ένα άλλο πρόβλημα. Δύο εισβολές, Άραβες από τη μια, Βούλγαροι από την άλλη και ταυτόχρονα δύο στάσεις εναντίον του.

-Τα κατάφερε;

-Ναι, και έμεινε στο θρόνο 49 χρόνια.

-Μια χαρά, δεν γράφετε το βιβλίο της ιστορίας; Σίγουρα θα το κάνετε πιο ενδιαφέρον από αυτούς που το γράψανε τώρα.

Ο Μιχάλης γέλασε.

-Θα το σκεφτώ, στο μεταξύ δείτε την ιστορία με αυτή την προοπτική, και μην νομίζετε ότι είναι μοναδική η περίπτωση που ανέφερα. Η Βυζαντινή ιστορία έχει πολλές τέτοιες.

Το κουδούνι για το διάλειμμα χτύπησε και ο Μιχάλης ευχαρίστησε τους μαθητές. Κατευθύνθηκε προς το γραφείο του διευθυντή. Στον προθάλαμο, βρήκε τον Αθάνατο να συζητάει με έναν κουστουμαρισμένο άνδρα. Δίπλα του στεκόταν μια κοπέλα. Με πουκάμισο και παντελόνι, αμφότερα επίσημα και καθόλου προκλητικά, ο Μιχάλης κόντεψε να μην αναγνωρίσει την Νίκη Υακίνθου. Συμπέρανε ότι ο άνδρας ήταν ο πατέρας της.

-Α, Μιχάλη, είπε ο Αθάνατος με ένα πονηρό παιχνίδισμα στα μάτια, να σου συστήσω τον κύριο Παναγιώτη Υακίνθου, σημαίνοντα επαγγελματία του νησιού.

-Χαίρω πολύ, είπε ο Μιχάλης.

-Διδάσκετε εδώ; είπε ο Υακίνθου ενώ η Νίκη κοίταξε τον Μιχάλη και βλεφάρισε περνώντας τη γλώσσα από τα χείλη της. Ύστερα σταύρωσε τα χέρια της κάτω από τα στήθη της σαν για να τα τονίσει.

-Έκανα κάποια μαθήματα σαν επισκέπτης καθηγητής, είπε ο Μιχάλης.

-Νόμιζα ότι αυτό είναι μια πανεπιστημιακή τακτική.

-Συνήθως ναι, είπε ο Αθάνατος, αλλά μιας και ο Μιχάλης βρέθηκε εδώ… Τον είχα κάποτε καθηγητή και είπα ότι θα έκανε καλό να μιλήσει στους μαθητές για το πάθος που μπορεί να έχει κάποιος για την Ιστορία και να μην την βλέπει σαν βαρετή υποχρέωση.

-Κατάλαβα, είπε ο Υακίνθου. Έχετε διδάξει και στην τάξη της Νίκης;

-Ναι, βέβαια.

-Δεν είσαστε εσείς στο περιστατικό με τη χειροδικία…

Ο Μιχάλης κατάλαβε αλλά αποφάσισε να το χειριστεί αλλιώς.

-Δεν ήμουν εγώ… ήταν μια κυρία Ράλλη.

-Την ξέρω, είναι η υπεύθυνη του τμήματος.

-Αλλά ξέρω το περιστατικό.

-Οπότε μπορείτε να καταθέσετε;

-Να καταθέσω;

-Θα κάνουμε μήνυση σε αυτόν τον αλήτη που τόλμησε να χτυπήσει την κόρη μου.

-Είστε σίγουρος ότι θέλετε να καταθέσω; Γιατί δεν έχω σκοπό να την υπερασπιστώ. Αντίθετα θα είμαι υπέρ του.

-Τι πράγμα;

-Την χαστούκισε σε μια παραφορά αλλά προηγουμένως η κόρη σας είχε κοροϊδέψει για την έλλειψη μαλλιών την κοπέλα του…

-Δεν είναι αυτή…

-… που πάσχει από λευχαιμία, ολοκλήρωσε ο Μιχάλης με έναν τόνο που έκοψε την φόρα του συνομιλητή του.

Ο Υακίνθου έμεινε αμίλητος.

-Νικολέττα, είπε στην κόρη του μετά, έκανες τέτοιο πράγμα;

-Ε… είναι…

-Δεν με νοιάζει τι είναι, θα πας να της ζητήσεις συγγνώμη και θα αλλάξεις σχολείο.

-Μα…

-Αυτό που είπα.

 

«Ο πλοίαρχος διοικητής Μάσσιμο Τζιοβάνι Φερέρα, αποφάσισε να παραπλεύσουμε το βόρειο άκρο του νησιού και να πλεύσουμε για τη Μήθυμνα όπου θα πιάναμε λιμάνια για επισκευές…» διάβασε η Φοίβη το κείμενο στο φύλλο χαρτιού που βρισκόταν πάνω στην ειδική πλάκα.

-Μιλάς Ιταλικά;

Η κοπέλα γύρισε και αντίκρισε τον Ντάνιελ.

-Ναι, ήθελα πάντα να επισκεφθώ τη Φλωρεντία και την Βενετία.

-Και τα μιλάς αρκετά καλά για να μπορείς να διαβάσεις το κείμενο αυτό.

-Μπορεί να μην κατάφερα να πάω στην Ιταλία αλλά την γλώσσα την έκανα κτήμα μου.

-Μπορείς να μας βοηθήσεις σίγουρα, είπε ο Ντάνιελ, αν δεν βιάζεσαι να επιστρέψεις στην Αθήνα.

Η Φοίβη τον κοίταξε και αναρωτήθηκε τι θα έπρεπε να απαντήσει.

Ο Ντάνιελ της είχε δείξει διάφορα μέρη του πλοίου ξεκινώντας από την γέφυρα και το δωμάτιο των ηχοβολιστικών συσκευών που ερευνούσαν τον βυθό, ως το χειρισμό του ρομποτικού τους ερευνητή και το βαθυσκάφος που διέθεταν για βάθη στα οποία δεν μπορούσαν να κατέβουν δύτες.

Της είχε δείξει τα εργαστήρια όπου συντηρούσαν τα ευρήματα που είχαν περισυλλέξει. Μετά από την παραμονή στην θάλασσα για αιώνες χρειάζονταν φροντίδα για να επιστρέψουν στην επιφάνεια και έξω από το νερό. Σε ένα τέτοιο βρίσκονταν και τώρα. Τα έγγραφα που είχαν βρει στο βυθισμένο πλοίο ξεπλένονταν σε ειδικό διάλυμα από το αλατόνερο και μετά στέγνωναν σε κατάλληλες συνθήκες μέσα σε θήκες όπως εκείνη που περιείχε το έγγραφο που είχε διαβάσει.

-Θα χρειαστείτε ίσως το κρεβάτι, είπε.

-Αν αποφασίσεις να μείνεις μαζί μας, θα σου βρούμε καμπίνα, δεν θα σε αφήσουμε στο αναρρωτήριο!

Ο Ντάνιελ γέλασε και εκείνη τον μιμήθηκε. Ένιωθε άνετα μαζί του, την κοιτούσε στα μάτια όταν της μιλούσε, της έδινε την αμέριστη προσοχή του, και ήταν διακριτικός. Δεν είχε κάνει λόγο για τα γεγονότα που την είχαν οδηγήσει στην απόγνωση και την είχαν φέρει στο πλοίο του. Ούτε ήταν επικριτικός απέναντί της όπως έκανε συνέχεια ο Βασίλης. Αντίθετα ήταν ευγενικός, όχι μόνο με εκείνη αλλά και με τα μέλη του πληρώματος και τους συνεργάτες του.

-Δεν βιάζομαι να επιστρέψω στην Αθήνα.

-Τότε είσαι παραπάνω από ευπρόσδεκτη να μείνεις, είπε ο Ντάνιελ, και σίγουρα μπορείς να μας βοηθήσεις.

Θα της άρεσε να είναι μέλος της ομάδας. Είχε γευματίσει μαζί τους και της άρεσε το κλίμα συντροφικότητας που είχαν, τα φιλικά πειράγματα, το ομαδικό πνεύμα.

Γέλασε πάλι νιώθοντας την ψυχή της ξαλαφρωμένη για πρώτη φορά εδώ και πολύ καιρό.

 

Ο Μιχάλης μπήκε στο σπίτι του και κοντοστάθηκε. Παραλίγο να μην το ξανάβλεπε ποτέ αν τα σχέδια της Έφης είχαν πετύχει. Εκείνος θα ήταν στη φυλακή ατιμασμένος και με φριχτές τύψεις και η μικρή Θάλεια νεκρή έχοντας δει από τον κόσμο μόνο τη χειρότερη πλευρά του. Αλλά χάρη στον τραυματισμό που πολλές φορές τον είχε βασανίσει, είχε καταφέρει να ανατρέψει την αρρωστημένη σκέψη της Έφης και να σώσει τη Θάλεια αλλά και τη Χαρά.

Τις είχε συνοδέψει στο αεροδρόμιο για να πάρουν το αεροπλάνο για την Αθήνα. Η Χαρά θα συνόδευε την Θάλεια ως την Αθήνα όπου περίμενε η μητέρα της και μετά θα συνέχιζε για το χωριό της και το πατρικό της σπίτι. Δεν ήθελε να παραμείνει στην Αθήνα.

Το κινητό που χτύπησε τον έβγαλε από τις σκέψεις του.

-Ναι;

-Μιχάλη;

Ήταν η Δωροθέα για να τον καλέσει για δείπνο και εκείνος δέχθηκε. Δεν είχε προλάβει να το αφήσει όταν χτύπησε και πάλι, ο Μιχάλης απάντησε. Ήταν η Κλερ και όλα τα άλλα ξεχάστηκαν.

 

Ο Ρωμανός ξάπλωσε και η Ελπίδα που ήταν ήδη ξαπλωμένη χώθηκε στην αγκαλιά του. Ο Ρωμανός την έσφιξε πάνω του και άκουσε την Ελπίδα να αφήνει έναν απαλό αναστεναγμό.

-Τι είναι, αγαπημένη μου; την ρώτησε χαϊδεύοντάς την τρυφερά στην πλάτη.

-Τίποτα, μην ανησυχείς, είπε η κοπέλα. Απλά είναι ωραία έτσι. Νιώθω ότι είμαι εκεί που πρέπει να είμαι.

Ο Ρωμανός χαμογέλασε και τη φίλησε.

-Είσαι εκεί που πρέπει, αγάπη μου, το ίδιο και εγώ.

-Σε ευχαριστώ που ήρθες να μείνεις μαζί μου αυτές τις μέρες. Μου έδωσες κάτι που μόνο ονειρευόμουν και φοβόμουν ότι δεν θα προλάβω να ζήσω,

-Τι;

-Την απλή καθημερινότητα, να διαβάσουμε μαζί, να μείνουμε μαζί οι δυο μας, να σου μαγειρέψω.

Ο Ρωμανός την φίλησε και πάλι και την κράτησε στην αγκαλιά του προσπαθώντας να διώξει τον φόβο που του έσφιγγε την καρδιά.

Μέρες Του Φθινοπώρου 33

Author: Νυχτερινή Πένα /

Κεφάλαιο Τριακοστό Τρίτο

 

Η Ελπίδα ξύπνησε νιώθοντας ξεκούραστη και χαλαρωμένη. Ανασηκώθηκε και στηρίχθηκε στον αγκώνα της κοιτώντας τον Ρωμανό που ακόμα κοιμόταν. Τον αγαπούσε τόσο πολύ, ήταν τα πάντα για εκείνη, όχι γιατί της είχε σταθεί τόσο πολύ αλλά γιατί όταν τον κοιτούσε στα μάτια έβλεπε την αγάπη, την δύναμη, το μέλλον που μπορούσε να έχει.

Έσκυψε και τον φίλησε στα χείλη και ψιθύρισε:

-Σε αγαπώ τόσο πολύ.

Το άγγιγμά της ήταν ελαφρύ αλλά ο Ρωμανός ξύπνησε. Η Ελπίδα τον φίλησε και πάλι. Το φιλί έγινε πιο βαθύ και η κοπέλα μετακίνησε το σώμα της πιο κοντά στου αγαπημένου της. Εκείνος την αγκάλιασε και χάιδεψε την πλάτη της ανεβάζοντας το χέρι του ως τη βάση του λαιμού της.

-Αυτό είναι το πιο όμορφο ξύπνημα που είχα, είπε ο Ρωμανός.

-Σσς… Δεν τελείωσε ακόμα, ψιθύρισε η Ελπίδα και τον ξαναφίλησε.

Ο Ρωμανός την χάιδεψε.

-Τι λες να μην πάμε σχολείο σήμερα; την πείραξε.

-Ρωμανέ! τον μάλωσε εκείνη αλλά δεν έκανε να αφήσει την αγκαλιά του.

 

Ο Μιχάλης άνοιξε τα μάτια του νιώθοντας ζεστός και ξεκούραστος. Θυμόταν ότι είχε χάσει τις αισθήσεις του ενώ τον ανέβαζαν στο φουσκωτό. Έκανε να ανασηκωθεί και διαπίστωσε ότι ήταν γυμνός. Επίσης δεν ήταν μόνος του στην κουκέτα, στη μέσα πλευρά, με την πλάτη στον τοίχο κοιμόταν η Θάλεια. Το κοριτσάκι ήταν επίσης γυμνό, όπως στο γιοτ του Βλέμμυ.

Αναρωτήθηκε αν ήταν και πάλι στα χέρια του εχθρού και αν το άρρωστο σχέδιο της Έφης συνεχιζόταν. Δεν ένιωθε όμως την επίδραση κανενός φαρμάκου και αισθανόταν ο εαυτός του. Η Θάλεια έδειχνε να είναι καλά και κοιμόταν γαλήνια.

Έριξε μια ματιά γύρω του και χαμογέλασε. Βρισκόταν στην καμπίνα του στο Βίκτορυ. Είχαν δραπετεύσει.

Στην καρέκλα δίπλα του υπήρχαν ρούχα και τα πήρε και ντύθηκε. Βγήκε από την καμπίνα και έπεσε πάνω στη Λιζ.

-Μάικ! Ερχόμουν να δω αν συνήλθες.

Η κοπέλα τον αγκάλιασε.

-Φοβήθηκα για σένα.

-Είμαι καλά. Τι έγινε στο γιοτ;

-Θα σου τα πει ο Ντάνιελ.

-Είναι στη γέφυρα;

-Όχι, ξεναγεί αυτήν την κοπέλα που έφερες με την Κλερ.

-Τη Φοίβη… Είναι εντάξει;

-Ναι, είναι με τον Ντάνιελ, της έδειξε τα εργαστήρια και τα ευρήματα, αν κατάλαβα καλά, την ενδιαφέρει το θέμα.

-Ναι, είχε σπουδάσει κιόλας. Για πες λοιπόν…

-Χθες ο Ντάνιελ σε αναζήτησε και όταν δεν μπόρεσε να σε βρει, έστειλε ανθρώπους σπίτι σου. Το βρήκαν ανοιχτό και εσύ έλειπες χωρίς να έχεις πάρει  ούτε το κινητό ούτε τα κλειδιά σου. Δεν ήταν δύσκολο να καταλάβει τι έγινε και να αποφασίσει την επιδρομή.

Ο Μιχάλης κούνησε το κεφάλι του.

-Τι έγινε στο γιοτ; ρώτησε η Λιζ. Πώς βρέθηκες γυμνός στη θάλασσα με μια γυναίκα και ένα παιδί επίσης γυμνούς;

Ο Μιχάλης της τα διηγήθηκε όλα. Η Λιζ χλόμιασε ακούγοντας τι είχε σχεδιάσει η Έφη για εκείνον και το μικρό κοριτσάκι.

-Τη σκύλα, είπε. Ο θάνατος δεν ήταν αρκετή τιμωρία.

Κοίταξε τον Μιχάλη.

-Πώς αισθάνεσαι;

-Είμαι καλά αλλά θα έλεγα ότι πρέπει να φάω κάτι, κοντεύω ένα εικοσιτετράωρο χωρίς να έχω βάλει τίποτα στο στόμα μου.

-Πάμε στην τραπεζαρία τότε!

Ο Μιχάλης κάθισε να φάει πρωινό και η Λιζ του έκανε παρέα ενημερώνοντάς τον για τα όσα είχαν γίνει ενώ εκείνος δεν είχε τις αισθήσεις του.

-Ο Ντάνιελ έκανε έφοδο με σκοπό να σκοτώσει τον Βλέμμυ, δεν τον έχω δει άλλη φορά τόσο οργισμένο, είπε η Λιζ. Αν σε βρίσκανε νεκρό, δεν ξέρω ποια θα ήταν η μοίρα του. Δραπέτευσες πάνω στην ώρα, οπότε δεν είχε τέτοιο θέμα. Και πάλι σκοτώσανε εννιά άτομα, συλλάβανε έντεκα και τον Βλέμμυ με τη γυναίκα του.

-Πολύ ωραία, είπε ο Μιχάλης, τέλος καλό, όλα καλά.

-Η πρώην φίλη σου είναι νεκρή.

-Αλήθεια; Πως έγινε; ρώτησε ο Μιχάλης.

Διαπίστωνε ότι δεν τον ένοιαζε, δεν μπορούσε καν να λυπηθεί. Μετά τα γεγονότα της προηγούμενης μέρας, η Έφη δεν άξιζε οίκτο. Αν είχε πεθάνει νωρίτερα θα την είχε λυπηθεί σαν μια εγωπαθή που είχε πάρει το λάθος δρόμο και δεν ήξερε να ξεχωρίσει το καλό από το κακό, αλλά αυτό που είχε κάνει την προηγούμενη μέρα περνούσε τα όρια της εκδίκησης, ακόμα και της σκληρότερης φαντασίας. Αποκάλυπτε στον απόλυτο βαθμό το τέρας που έκρυβε μέσα της.

Ευχήθηκε να ελεήσει ο Θεός την ψυχή της τώρα που θα βρισκόταν ενώπιον Του.

-Τη σκότωσε η γυναίκα του Βλέμμυ για να μην αφήσουν ίχνη αλλά ομολόγησε όταν την έπιασαν και ο Γουίλλιαμ της είπε ότι, αν δεν συνέλθεις, θα σε συνοδέψει στον άλλο κόσμο.

-Και μετά;

-Ο γιατρός κατάλαβε ότι εσύ και η γυναίκα είχατε δεχθεί δόσεις από το φάρμακο και ότι απλά χρειαζόταν να ξεκουραστείτε. Πήγα σπίτι σου και έφερα ρούχα για σένα. Πήρα το θάρρος να ενημερώσω την Κλερ ότι κινδύνεψες αλλά είσαι εντάξει. Επίσης μην ανησυχείς για το σπίτι, κλείδωσα και σου έφερα τα κλειδιά αλλά και το κινητό σου.

-Ευχαριστώ για όλα, Λιζ, είσαι θησαυρός.

-Γι’ αυτό είναι οι φίλοι. Η μικρή σου φίλη δεν ήθελε να σε αποχωριστεί και έτσι κοιμήθηκε δίπλα σου ολόγυμνη μιας και δεν είχαμε ρούχα για εκείνη. Θα έβγαινα στην στεριά να της αγοράσω. Επικοινώνησε ωστόσο με την οικογένειά της για να τους πει ότι είναι καλά.

Η Λιζ ανέφερε ότι ανακαλύφθηκε ότι πίσω από την επίθεση στα συμφέροντα της Κλερ ήταν ο Βλέμμυς. Ο Αλέξανδρος τα είχε τακτοποιήσει όλα και η αγαπημένη του θα επέστρεφε από το Λονδίνο την Τρίτη. Η αστυνομία είχε πάρει τον Βλέμμυ και τους δικούς του, όπως και τον Βασίλη.

-Κρίμα που δεν πήρε την Μάρθα επίσης.

-Δεν ήταν μπλεγμένη σε τίποτα, αλλά μην ανησυχείς, δεν είναι καθόλου χαρούμενη, ξέρει ότι δεν είναι πλέον ζάμπλουτη!

 

Η Φωτεινή στάθηκε μπροστά στον καθρέφτη της και κοίταξε το είδωλό της που της χάρισε ένα λαμπερό χαμόγελο ευτυχίας. Ήταν στο δωμάτιό της ντυμένη ακόμα μόνο με τα εσώρουχά της και κοιταζόταν στον καθρέφτη που ήταν στερεωμένος στην μέσα πλευρά του φύλλου της ντουλάπας της.

Είχε εμπιστοσύνη στην εμφάνισή της και η χθεσινή της εμπειρία με τον Αλέξη, παρότι δεν ήταν ολοκληρωμένη, της είχε χαρίσει μια αυτοπεποίθηση και σαν γυναίκα. Σαν μια γυναίκα που ένας άνδρας δεν θα εκτιμούσε μόνο για το χαρακτήρα και την προσωπικότητά της αλλά και για την οποία θα ένιωθε επίσης την ερωτική έλξη.

Παρότι δεν είχε σκοπό να κάνει κάτι με τον Αλέξη είχε φορέσει ένα καινούριο στηθόδεσμο που κολάκευε τη σιλουέτα της, ήθελε να είναι όμορφη αν την έβλεπε μόνο με αυτό, αν πήγαιναν για μπάνιο ξανά. Στη σκέψη αυτή ένα ευχάριστο ρίγος διέγερσης την διέτρεξε.

Το κινητό της κουδούνισε με ένα μήνυμα.

«Είσαι έτοιμη για το σχολείο;»

Η Φωτεινή χαμογέλασε. Ήταν από τον Αλέξη. Γιατί την ρωτούσε; Ανυπομονούσε να τη δει; Ήθελε να τη δει; Απάντησε:

«Είμαι σχεδόν έτοιμη.»

Άφησε το κινητό της και άρχισε να ντύνεται, έβαλε ένα μπλουζάκι και ένα παντελόνι. Έβαζε τα παπούτσια της όταν ήρθε ακόμα ένα μήνυμα:

«Όταν είσαι έτοιμη, βγες, έρχομαι να σε πάρω.»

Χαμογέλασε. Ερχόταν να την πάρει να πάνε μαζί στο σχολείο παρότι δεν ήταν στο δρόμο του. Ένιωσε ευτυχισμένη και ξέσπασε σε ένα δυνατό, κελαρυστό γέλιο.

 

Ο Μιχάλης μπήκε στο αναρρωτήριο. Η Χαρά βρισκόταν εκεί ξαπλωμένη με το βλέμμα της στον ουρανό πέρα από το φινιστρίνι που βρισκόταν δίπλα της. Φαινόταν καλά αν και ταλαιπωρημένη. Την κοίταξε με ένα βλέμμα που φανέρωνε την ενοχή που ένιωθε. Παρότι δεν είχε γίνει με τη θέλησή του και βρισκόταν κάτω από την επήρεια του φαρμάκου, η κοπέλα του είχε προσφέρει στοματικό έρωτα, κάτι που δεν έπρεπε να συμβεί.

Η κοπέλα αισθάνθηκε την παρουσία του και γύρισε και τον κοίταξε.

-Ευχαριστώ, του είπε.

-Εμένα; Γιατί;

-Θυμάμαι όλα όσα έγιναν.

-Δεν θα έπρεπε να με ευχαριστείς τότε, είπε ο Μιχάλης κοκκινίζοντας. Αναγκάστηκες…

-Ήσουν δεμένος, είπε η κοπέλα, και προφανώς γεμάτος με φάρμακα όπως ήμουν και εγώ. Η διαβολογυναίκα εκείνη με είχε αναγκάσει να κάνω και άλλες πράξεις τέτοιες… ανώμαλες…. Και θυμάμαι αυτά που μου ψιθύρισες όταν φοβήθηκες ότι θα αναγκαζόσουν να με βιάσεις παρά φύσιν.

-Ωστόσο έκανες εξαιτίας μου μια αηδιαστική πράξη. Πώς βρέθηκες στο γιοτ του Βλέμμυ;

-Με είχαν προσλάβει σαν καμαριέρα της γυναίκας του αλλά στο γιοτ… έγινα σκλάβα του σεξ.

-Είσαι από την Αθήνα;

-Όχι, είπε η Χαρά. Είμαι από ένα χωριό της Θεσσαλίας, κοντά στα Τρίκαλα. Πήγα στην Αθήνα ελπίζοντας ότι θα βρω μια δουλειά αλλά δεν ήταν εύκολο και δέχτηκα να πάω για καμαριέρα.

-Καταλαβαίνω, θες να επιστρέψεις στην Αθήνα, λογικά.

-Θα ήθελα να πάω σπίτι μου, αλλά δεν έχω χρήματα, ούτε καν ρούχα αυτή τη στιγμή.

Ο Μιχάλης έγνευσε, μετά κάθισε σε μια καρέκλα. Έβγαλε από την τσέπη του ένα χαρτί και το έδωσε στην κοπέλα. Εκείνη το πήρε και το ξεδίπλωσε, το διάβασε και τον κοίταξε με έκπληξη.

-Για να ξεχάσεις αυτά που σου συνέβησαν.

-Μα…

-Δες το σαν μια αποζημίωση και μια συγγνώμη από εμένα.

 

Η Φωτεινή μπήκε στην αυλή του σχολείου, εντόπισε αμέσως τον αδερφό της και την Ελπίδα, τη Νίκη να τους κοιτάζει με τον ίδιο εχθρικό τρόπο όπως πάντα, τα συνηθισμένα πηγαδάκια στην αυλή και τα πολλά βλέμματα που στράφηκαν πάνω της.

Ήξερε και το λόγο, μετά το φιλί που είχε δώσει στον Αλέξη για να αποδείξει ανυπόστατους τους ισχυρισμούς της Νίκης, ήταν πολλοί που την παρακολουθούσαν για να καταλάβουν τι συνέβαινε και αν ήταν πραγματικά ζευγάρι.

Και τώρα έμπαινε στο σχολείο μαζί του λάμποντας από ευτυχία. Δεν άφηνε και πολύ χώρο για αμφιβολίες. Διατήρησε την ψυχραιμία της και συνέχισε να προχωρεί χωρίς να αφήσει τις σκέψεις της να φανούν στο πρόσωπό της. Αλλά ο Αλέξης είχε βαρεθεί τα παιχνίδια και τα μισόλογα των συμμαθητών του και τα αέναα πηγαδάκια.

Την αγκάλιασε και τη φίλησε στα χείλη. Ακολούθησαν σφυρίγματα, ένας δυο συμμαθητές τους σχολίασαν. Εκείνη δεν την ένοιαζε τίποτα από όλα αυτά. Ούτε καν η βρισιά της Νίκης που ακούστηκε ξεκάθαρα σε όλο το προαύλιο.

 

Ο Μιχάλης βγήκε στο κατάστρωμα. Προχώρησε προς τη σκάλα απ’ όπου θα επιβιβαζόταν στο φουσκωτό. Ο Γουίλλιαμ είχε ήδη κατέβει και ο ίδιος κοντοστάθηκε πριν τον μιμηθεί.

Στην πλώρη ο Ντάνιελ μιλούσε με την Φοίβη και της έδειχνε την ανοιχτή θάλασσα. Ο τρόπος τους έδειχνε ότι είχαν αρχίσει να αποκτούν οικειότητα. Ο Μιχάλης χαμογέλασε. Ό,τι ακριβώς χρειαζόταν η πληγωμένη κοπέλα. Έπιασε να κατεβαίνει στο φουσκωτό, είχε ένα μάθημα να κάνει και μερικές ακόμα λεπτομέρειες να τακτοποιήσει.


Μέρες Του Φθινοπώρου 32

Author: Νυχτερινή Πένα /

Κεφάλαιο Τριακοστό Δεύτερο

 

Ο Ντάνιελ άφησε στο πλοίο λίγους από τους άνδρες του και με τους περισσότερους πήρε τρία φουσκωτά για να κάνει έφοδο στο γιοτ του Βλέμμυ. Το ένα πλησίασε από την πλευρά της σκάλας επιβίβασης, τα άλλα δύο από την αντίθετη. Το πρώτο είχε τη μηχανή στο φουλ και πλησίασε με θόρυβο, τα άλλα δύο πλησίασαν με τη δύναμη των κουπιών. Τα κουπιά ήταν φτιαγμένα από ειδικό υλικό και όταν έλαμναν οι άνδρες δεν ακουγόταν τίποτα.

Το φουσκωτό πλησίασε με θόρυβο και σταμάτησε δίπλα στο γιοτ. Δύο άνδρες εμφανίστηκαν αμέσως στην κορυφή της σκάλας επιβίβασης χωρίς να κρύβουν ότι ήταν οπλισμένοι.

-Απομακρυνθείτε αμέσως, είπε ο ένας, αυτό το σκάφος είναι ιδιωτικό.

-Δεν αμφιβάλλω, είπε ένας άνδρας από το φουσκωτό, αλλά ψάχνουμε ένα φίλο μας.

-Δεν είναι εδώ.

-Πού το ξέρεις; ρώτησε ένας άνδρας από το φουσκωτό, που δεν ήταν άλλος από τον Γουίλλιαμ. Δεν ξέρεις ποιος είναι ο φίλος μας.

-Δεν άκουσες τι είπα;

-Μα δεν ξέρεις καν τον φίλο μας, είπε ο Γουίλλιαμ. Είναι ένας μεγαλόσωμος τύπος με φαρδιές πλάτες, φοράει γυαλιά και κουτσαίνει λίγο.

Οι δύο φρουροί αντάλλαξαν μια ανήσυχη ματιά και έκαναν να τραβήξουν τα όπλα τους αλλά ήταν αργά. Ο Γουίλλιαμ πυροβόλησε δύο φορές, τόσο γρήγορα που ακούστηκε σαν μια, και οι δύο τους έπεσαν στο κατάστρωμα ουρλιάζοντας.

-Επίσης είναι πιο έξυπνος από εσάς! πρόσθεσε ο βετεράνος πεζοναύτης και ανέβηκε τη σκάλα.

Έδειξε τους δύο πεσμένους άνδρες σε έναν από τους δικούς του.

-Δέσε τους, Μάιλς, οι υπόλοιποι μαζί μου.

Πυροβολισμοί ακούστηκαν και από άλλα σημεία του πλοίου.

 

Ο Νίκος Βλέμμυς ήταν εξοργισμένος. Η υπόθεση στην οποία τον είχε μπλέξει η Έφη του είχε κοστίσει χρήματα, η επίθεση στα συμφέροντα του πρώην της είχε γυρίσει μπούμερανκ και έχανε εκατομμύρια. Και φαινόταν ότι είχε βάλει τις αρχές στα ίχνη του. Έπρεπε να δεχθεί την ήττα του αυτή τη φορά και να ανασυνταχθεί.

Πληκτρολόγησε στον υπολογιστή μια εντολή που άρχισε να σβήνει τα δεδομένα του σκληρού του. Είχε ήδη διαγράψει τα πάντα από τα ηλεκτρονικά του ταχυδρομεία. Θα έκοβε όλους τους δεσμούς με όσα είχαν γίνει εδώ.

Στράφηκε στην Κατερίνα που τον παρακολουθούσε.

-Ξεφορτώσου την τσουλίτσα.

Η Κατερίνα έγνευσε και βγήκε.

 

Ο Βλέμμυς είχε ένα πλήρωμα που αποτελείτο από ναυτικούς και μπράβους. Όλοι είχαν όπλα και ήξεραν να τα χρησιμοποιούν αλλά δεν ήταν ικανοί να τα βγάλουν πέρα με τους πρώην κομάντο που αποτελούσαν την ομάδα του Ντάνιελ.

Ο Βρετανός είχε σαν πρώτο στόχο να βρει τον Μιχάλη και κατόπιν να τακτοποιήσει τον Βλέμμυ. Η προτεραιότητα αυτή άλλαξε όταν τον ενημέρωσαν οι άνδρες των δύο φουσκωτών ότι είχαν εντοπίσει τον φίλο του στο νερό να παλεύει να κρατήσει τον εαυτό του και μια κοπέλα στην επιφάνεια.

-Περισυλλέξτε τον, είπε ο Ντάνιελ και διέταξε τους υπόλοιπους: Επίθεση! Ώρα για κλείσιμο λογαριασμών.

 

Η Έφη ήταν ακόμα στην καμπίνα από την οποία είχε αποδράσει ο Μιχάλης με την Θάλεια και τη Χαρά. Βαριανάσαινε από ανήμπορη λύσσα ενώ πρόφερε κατάρες και βλαστήμιες για τον άνδρα που είχε τολμήσει να της εναντιωθεί και την είχε νικήσει κατά κράτος.

-Α, εδώ είσαι, είπε η Κατερίνα μπαίνοντας στην καμπίνα. Πρέπει να φύγουμε.

-Τι γίνεται; ρώτησε η Έφη συνειδητοποιώντας ότι έπεφταν πυροβολισμοί και καταλαβαίνοντας γιατί κανείς δεν είχε ενδιαφερθεί για τις φωνές της όταν το έσκαγε ο Μιχάλης.

-Δεχτήκαμε μια επίθεση, γι’ αυτό πρέπει να φύγουμε.

-Πάμε.

Η Έφη ακολούθησε την Κατερίνα στο διάδρομο και μετά σε μια πόρτα που οδηγούσε στο κατάστρωμα. Κοντοστάθηκε και της ένευσε να περάσει πρώτη. Καθώς το έκανε η Κατερίνα την αγκάλιασε και τη φίλησε, η γλώσσα της έπαιξε με της Έφης και εκείνη παραδόθηκε σε αυτό το ερωτικό κάλεσμα.

Δεν ένιωσε σχεδόν το  τσίμπημα στο λαιμό της.

-Τι… έκανε να πει αλλά δεν μπορούσε να μιλήσει. Ένιωθε σαν να είχε γίνει η γλώσσα της διπλή μέσα στο στόμα της και δεν μπορούσε να αρθρώσει λέξη. Πανικός άρχισε να την καταλαμβάνει. Τι της συνέβαινε;

Η Κατερίνα την οδήγησε στην άκρη του καταστρώματος και την έγειρε πάνω από την κουπαστή. Μετά τράβηξε τα πόδια της, και η Έφη έπεσε στο νερό. Η Κατερίνα έσκυψε και την κοίταξε:

-Λυπάμαι, είπε, ήσουν υπέροχη στο κρεβάτι αλλά δεν πρέπει να αφήσουμε ίχνη.

Της έσπρωξε το κεφάλι κάτω από την επιφάνεια του νερού. Η Έφη δεν μπορούσε να αντισταθεί. Άρχισε να καταπίνει νερό.

Κατάλαβε ότι θα πέθαινε. Τα πνευμόνια της άρχισαν να καίνε από την έλλειψη οξυγόνου. Πόσο λάθος είχε κάνει! Στις επιλογές της, στο ότι είχε πετάξει την ευκαιρία για κάτι όμορφο με έναν ευγενικό άνδρα που είχε κάνει εχθρό της και την είχε καταστρέψει.

Θα μπορούσε να μην είχε παίξει και να ήταν δική του ερωμένη αντί για του Βλέμμυ. Τώρα θα ζούσε… Αλλά είχαν πάει όλα στραβά. Γιατί; Από μια ζητιάνα.

«Γαμημένο αλητάκι,» σκέφτηκε και μετά το σκοτάδι την τύλιξε για πάντα.

 

Η Ελπίδα ξάπλωσε στο κρεβάτι της και περίμενε τον Ρωμανό να την ακολουθήσει. Μόλις εκείνος ξάπλωσε χώθηκε στην αγκαλιά του. Ο αγαπημένος της πέρασε το χέρι του γύρω από τους ώμους της και εκείνη ακούμπησε το κεφάλι της στο στέρνο του. Άκουγε την καρδιά του που χτυπούσε. Χαμογέλασε και έκλεισε τα μάτια της.

-Είναι ωραία, είπε απαλά.

Ο Ρωμανός χάιδεψε την πλάτη της και την ένιωσε να ριγεί.

-Τι είναι, αγάπη μου;

-Σαν να κρύωσα ξαφνικά. Δεν είναι τίποτα.

-Σίγουρα;

-Ναι, δεν είναι τίποτα, είπε η κοπέλα. Απλά κράτησέ με.

Ο Ρωμανός την χάιδεψε ως που την ένιωσε να χαλαρώνει και να αποκοιμιέται.

 

Ο Γουίλλιαμ στάθηκε μπροστά στον Ντάνιελ και χαιρέτησε στρατιωτικά.

-Αποστολή εξετελέσθη!

-Απώλειες;

-Μερικοί μικροτραυματισμοί. Τίποτα σοβαρό.

-Ο εχθρός;

-Σκοτώσαμε εννιά, μαζέψαμε άλλους δώδεκα συν τον κύριο από’ δω.

Ο Βλέμμυς ήταν πεσμένος στο κατάστρωμα δεμένος χειροπόδαρα. Πρόφερε μια βλαστήμια.

-Καλά που δεν είναι ο Μάικ εδώ να σ’ ακούσει, είπε ο Γουίλλιαμ ειρωνικά, γιατί δεν ξέρω τι θα σου’ κανε, δεν του αρέσουν καθόλου κάτι τέτοιες εκφράσεις!

Ο Βλέμμυς πρόφερε ακόμα μια βλαστήμια αλλά ήταν πλέον αργά και δεν είχε σημασία, είχε χάσει το παιχνίδι.

Μέρες Του Φθινοπώρου 31

Author: Νυχτερινή Πένα /

Κεφάλαιο Τριακοστό Πρώτο

 

-Πάει και αυτή η μέρα, είπε ο Ρωμανός καθώς έβγαινε με την Ελπίδα και την αδερφή του από το σχολείο.

-Και χωρίς άλλους μπελάδες, είπε η Ελπίδα.

-Δεν θα έλεγα ότι δεν φτάνανε όσοι είχαμε σε μια εβδομάδα, είπε η Φωτεινή, ακόμα και αν μας βγήκαν σε καλό.

-Σε καλό; έκανε ο Ρωμανός αλλά η απάντηση ήρθε μόνη της καθώς ο Αλέξης τους πλησίασε.

-Πάμε για ένα μπάνιο μιας και ο καιρός κρατάει; τους πρότεινε.

 

Ο Μιχάλης κοίταξε ατάραχος τον άνδρα που τον σημάδευε.

-Θα έρθεις μαζί μου τώρα, είπε εκείνος.

-Να κλείσω…

-Προχώρα! είπε ο άλλος και ο Μιχάλης περιορίστηκε να τραβήξει την πόρτα πίσω του.

Στο δρόμο βρισκόταν ένα αυτοκίνητο με έναν ακόμα άνδρα που περίμενε στο τιμόνι και με την μηχανή αναμμένη. Ο Μιχάλης κάθισε στη θέση του συνοδηγού και ο άνδρας με το όπλο πίσω του για να τον έχει συνέχεια υπό την απειλή του με την κάννη κολλημένη στην πλάτη του.

Ξεκίνησαν. Ο Μιχάλης αναρωτιόταν αν θα έπρεπε να δοκιμάσει να διαφύγει. Δεν είχε καμία αμφιβολία για το ποιος βρισκόταν πίσω από αυτήν την απαγωγή, αυτό που δεν μπορούσε να καταλάβει ήταν ο λόγος. Αν ο Βλέμμυς ήθελε να ασχοληθεί μαζί του, γιατί δεν τον είχε σκοτώσει αλλά έβαζε να τον απαγάγουν;

Το αυτοκίνητο βγήκε στην επαρχιακή οδό και τώρα θα ήταν αυτοκτονία όποια κίνηση και αν δοκίμαζε.

Δεν πήγανε μακριά, σταματήσανε πριν μπουν στην Πέτρα. Ο Μιχάλης κοίταξε την εκκλησία πάνω στον βράχο. Ίσως δεν θα την ξανάβλεπε. Ίσως δεν έβλεπε άλλη μέρα στη ζωή του. Η σκέψη του πήγε στην Κλερ, καλύτερα που είχε φύγει. «Ας είναι εκείνη ασφαλής,» ευχήθηκε.

Πήγαν στην αμμουδιά και εκεί τους περίμενε ένα φουσκωτό που τους μετέφερε γρήγορα στο γιοτ που βρισκόταν στα ανοιχτά. Ο Μιχάλης οδηγήθηκε γρήγορα σε μια καμπίνα χωρίς να δει κανέναν.

Μόλις μπήκε, άκουσε μια κραυγή:

-Μιχάλη μου!

Μια μικρή φιγούρα έπεσε πάνω του και τον αγκάλιασε. Ο Μιχάλης διαπίστωσε ότι ήταν η Θάλεια. Γονάτισε και την αγκάλιασε και εκείνος. Ένιωσε το μικρό κορμάκι να τρέμει στην αγκαλιά του και την καρδούλα του που χτυπούσε δυνατά από τον φόβο.

-Σε πειράξανε;

Το κοριτσάκι ένευσε αρνητικά.

-Πότε σε πήρανε από το σπίτι σου;

-Χθες.

Ο Μιχάλης δεν πρόλαβε να πει τίποτα. Οι άνδρες επέστρεψαν, τον έπιασαν από τα μπράτσα και τον κάθισαν σε μια καρέκλα. Τον έγδυσαν τελείως και μετά τον έδεσαν στην καρέκλα.

-Θάλεια μου, είπε στο κοριτσάκι, πήγαινε στην πόρτα και δες τη θάλασσα, μην κοιτάζεις εμένα.

Το κοριτσάκι όμως ήταν τρομοκρατημένο. Κοιτούσε χωρίς να καταλαβαίνει τι συνέβαινε. Τα μάτια του άνοιξαν ξαφνικά με φόβο και ο Μιχάλης στράφηκε να δει τι συνέβαινε. Στην καμπίνα είχε μπει η Έφη.

 

Ο Γουίλλιαμ μπήκε στη γέφυρα του Βίκτορυ όπου ο Ντάνιελ κοιτούσε με κιάλια το σκάφος του Βλέμμυ.

-Ο Μιχάλης έχει εξαφανιστεί, δεν απαντάει στις κλήσεις και δεν είναι σπίτι.

-Ετοιμαστείτε για έφοδο.

-Τον εντόπισες;

-Όχι, αλλά η σκάλα επιβίβασης είναι από την άλλη πλευρά του πλοίου, οπότε δεν σημαίνει τίποτα αυτό.

-Κάνουμε έφοδο λοιπόν;

-Ναι, και μετά αν επιζήσει κανένας, θα τον παραδώσουμε στις αρχές.

 

-Εσύ; είπε ο Μιχάλης.

Η Έφη χαμογέλασε.

-Δεν το περίμενες ε;

Ένας άνδρας πλησίασε και έκανε μια ενδοφλέβια ένεση στον Μιχάλη.

-Θα με δηλητηριάσεις;

-Όχι, είπε η Έφη και κάθισε ιππαστί στον Μιχάλη. Κάτι χειρότερο.

Η Έφη λίκνισε το σώμα της πάνω του και ένιωσε τον ανδρισμό του να σκληραίνει.

-Με θες; του είπε με έναν σιροπιαστό, αποπλανητικό τρόπο.

Ο Μιχάλης θα ένιωθε μεγαλύτερη έλξη για ένα άγαλμα παρά για την Έφη εκείνη τη στιγμή αλλά είχε αποκτήσει ήδη μια στύση που ήταν σχεδόν επώδυνη. Η Έφη χαμογέλασε με κακία.

-Δεν έχεις δει ακόμα τίποτα.

Ο Μιχάλης αναρωτήθηκε τι συνέβαινε. Δεν ήταν μόνο η διέγερσή του, ένιωθε σε έντονο βαθμό τη ζέστη ενώ ήταν ολόγυμνος. Μετά κατάλαβε, η ένεση ήταν κάποιο φάρμακο.

-Ξέρεις, είπε η Έφη, θα μπορούσα να σε βάλω να μου ικανοποιήσεις όλες μου τις ορέξεις και δεν θα μπορούσες να σταματήσεις. Θα σε εξευτέλιζα. Αλλά θα κάνω κάτι που θα σε πονέσει ακόμα πιο πολύ.

Σηκώθηκε από την αγκαλιά του. Του έδειξε μια σύριγγα γεμάτη με ένα υπόλευκο υγρό.

-Με αυτό θα κάνεις ό,τι θέλω αλλά πριν από αυτό…

Σταμάτησε και χαμογέλασε με κακία.

-Χαρά!

Η καμαριέρα μπήκε στην καμπίνα. Το βλέμμα της ήταν απλανές και δεν φαινόταν να αντιλαμβάνεται τι συνέβαινε.  Ο Μιχάλης κατάλαβε, το φάρμακο που του είχε δείξει η Έφη είχε ήδη χρησιμοποιηθεί σε αυτήν την άτυχη κοπέλα και θα ακολουθούσε και ο ίδιος. Αυτό το φάρμακο είχε προμηθεύσει ο άχρηστος εραστής της Κόρβου στον Βλέμμυ.

-Γδύσου.

Η κοπέλα γυμνώθηκε τελείως και η Έφη της είπε με πρόστυχη απόλαυση:

-Ο φίλος μου θέλει ένα στοματικό.

Η Χαρά γονάτισε ανάμεσα στα πόδια του Μιχάλη.

-Όχι, είπε εκείνος, όχι κορίτσι μου. Μην το κάνεις αυτό, είπε ο Μιχάλης και στράφηκε στην βασανίστριά του. Σταμάτα, Έφη, δεν σου έφταιξε τίποτα η κοπέλα. Ό,τι έχεις είναι με μένα! Άφησέ την έξω απ’ αυτό.

-Με σένα και το αλητάκι σου. Η Χαρά είναι απλά ένα εργαλείο. Ένα που τελειώνει απόψε μάλιστα η χρήση του.

-Τι θα της κάνεις; ρώτησε ο Μιχάλης και ένα αθέλητο βογγητό ξέφυγε από τα χείλη του καθώς η Χαρά πραγματοποιούσε την εντολή της Έφης με ζήλο.

-Θα δεις, είπε η Έφη. Και δεν θα μπορείς να κάνεις κάτι να το σταματήσεις. Δεν σου έδωσα ακόμα το φάρμακο για να έχεις πλήρη συναίσθηση τι σου κάνει η Χαρά. Ναι, ξέρω πόσο το απεχθάνεσαι και πόσο ταπεινωμένος είσαι τώρα. Αλλά αυτό δεν είναι τίποτα.

Ο Μιχάλης ήξερε ότι δεν μπορούσε να εμποδίσει την κοπέλα που του πρόσφερε αυτήν την πρόστυχη υπηρεσία από το να τον φτάσει στην ολοκλήρωση και της είπε:

-Λυπάμαι πάρα πολύ. Λυπάμαι που γίνομαι η αιτία για να σου συμβεί αυτό και σου υπόσχομαι ότι δεν θα μείνει ατιμώρητη αυτή η κακοποίηση.

-Κακοποίηση; Αυτή δεν είναι κακοποίηση, αυτό που θα πάθει μετά θα είναι.

Ο Μιχάλης έφτασε στην ολοκλήρωση και παρά την ευφορία που κατέλαβε το κορμί του δεν είπε τίποτα για να μη δώσει στην Έφη την ικανοποίηση. Η Χαρά τραβήχτηκε αλλά παρέμεινε γονατιστή μπροστά του. Η Έφη έκανε στον Μιχάλη την δεύτερη ένεση και μετά κάθισε πάλι στην αγκαλιά του ειρωνικά.

-Με θέλεις; ρώτησε. Όχι, ε;

-Λύσε με και θα πάρεις την απάντηση!

-Τόσο σκληρός, τόσο κακός!

Ο Μιχάλης τινάχτηκε προσπαθώντας να την ρίξει και η Έφη γέλασε.

-Μην κουνιέσαι πολύ, του είπε, μπορεί να με πηδήξεις και δεν θες να μου δώσεις την απόλαυση αυτή, έτσι δεν είναι;

Σηκώθηκε από την αγκαλιά του.

-Χαρά, είπε, πρόσφερε στον φίλο μου τα οπίσθιά σου!

Η κοπέλα γύρισε με την πλάτη στον Μιχάλη και έγειρε μπροστά προσφέροντάς του το άνοιγμα των γλουτών της. Η Έφη γέλασε και έσκυψε στο αυτί του:

-Θα την πάρεις από πίσω, αλλά τι να σου κάνει μια γυναίκα; Γιατί όχι και μια δεύτερη; Μια φρέσκια μάλιστα.

Ο Μιχάλης κοίταξε έντρομος την Θάλεια.

-Ναι, είπε με σαδιστική ευχαρίστηση η Έφη, με τα φάρμακα που έχεις πάρει θα το κάνεις και δεν θα μπορέσεις να σταματήσεις. Θα βιάσεις τη Χαρά και μετά το αλητάκι σου, ξανά και ξανά ως που να πεθάνει από αιμορραγία. Μετά θα σας βρουν οι αρχές, αυτές νεκρές και εσύ για πάντα ατιμασμένος και στη φυλακή.

-Αν βλάψεις την Θάλεια, θα σε σκοτώσω!

Η Έφη τον άγγιξε φευγαλέα ενώ τον έλυνε.

-Βίασε τες! Ξέσκισέ τες.

Ο Μιχάλης την κοίταξε με απλανές βλέμμα και η Έφη κραύγασε

-Τώρα…

Έριξε από πάνω της τη ρόμπα που φορούσε, ήταν ερεθισμένη, σαν βρισκόταν από ώρες στο κρεβάτι με εραστή, αλλά στην πραγματικότητα την ηδόνιζε ο πόνος που θα προκαλούσε.

-Πάρε τη με βία, είπε, να πονέσει, να ουρλιάξει.

Ο Μιχάλης σηκώθηκε όρθιος και τρέκλισε. Αργά, σαν να ήταν νευρόσπαστο κινήθηκε και γονάτισε πίσω από την κοπέλα. Έβαλε τα χέρια του στους γοφούς της.

-Πού είναι η περηφάνειά σου τώρα, ε; Πού είναι; Σκίσε τη και μετά το αλητάκι σου.

Ο Μιχάλης τράβηξε την Χαρά στην αγκαλιά του και την χάιδεψε απαλά. Της ψιθύρισε στο αυτί.

-Σου είπα να την ξεσκίσεις!

Η Έφη σήκωσε το χέρι της να χτυπήσει τον Μιχάλη αλλά την περίμενε μια άσχημη έκπληξη. Ο Μιχάλης σήκωσε το χέρι του και άρπαξε το δικό της. Την κοίταξε και το βλέμμα του δεν ήταν πια απλανές.

-Τι;

-Είμαι σακάτης… Το είπες τόσες φορές όσο είχαμε μια σχέση. Αλλά ποτέ δεν σκέφτηκες τι σημαίνει, έτσι δεν είναι;

-Σημαίνει ότι είσαι ένας ανάπηρος.

-Ένας ανάπηρος που πονάει, και έχει πάρει φάρμακα πολλές φορές και πολλά δυνατά φάρμακα. Αυτό που μου έδωσες είναι για εγχειρητικούς σκοπούς κανονικά όχι για να εξυπηρετούνται ανώμαλες ορέξεις. Έχω μια αντοχή στο φάρμακο, μου ζήτησες να κάνω κάτι τελείως έξω από τον χαρακτήρα μου και κατάφερα να πω όχι. Και τώρα είναι η ώρα της ανταπόδοσης!

Η Έφη πισωπάτησε ενώ χλόμιαζε.

-Σε παρακαλώ, μην με πειράξεις.

-Σου είχα πει ότι αν πειράξεις το κορίτσι αυτό, θα σε σκοτώσω.

Η Έφη έπεσε στα γόνατά.

-Ταπείνωσέ με, είπε, μεταχειρίσου με σαν την χειρότερη πόρνη, αλλά άφησέ με να ζήσω. Σε παρακαλώ!

Ο Μιχάλης έβαλε τα χέρια του στο κεφάλι της. Θα μπορούσε να της το στρίψει απότομα και να της σπάσει το λαιμό αλλά δεν ήταν δολοφόνος.

-Μιχάλη μου;

Ο Μιχάλης γύρισε και κοίταξε την Θάλεια.

-Θέλω να φύγω, είπε το κοριτσάκι.

Ο Μιχάλης έριξε μια ματιά γύρω του. Η καμπίνα ήταν άδεια εκτός από την καρέκλα στην οποία είχε καθίσει ο ίδιος. Την πήρε και την έβαλε πίσω από την πόρτα. Πήγε στην μπαλκονόπορτα και την άνοιξε. Βγήκε στο στενό, μικρό μπαλκόνι και κοίταξε τη θάλασσα. Δεν ήταν μακριά η στεριά.

-Θάλεια μου, είπε ο Μιχάλης ήσυχα, ξέρεις κολύμπι;

-Ναι.

-Έλα εδώ.

Το κοριτσάκι έτρεξε κοντά του και ο Μιχάλης το σήκωσε στην αγκαλιά του. Το χαμήλωσε στη θάλασσα και της είπε:

-Κολύμπησε ως την ακτή, της είπε απαλά. Μπορείς; Θα είμαι πίσω σου! Επέστρεψε στο εσωτερικό της καμπίνας για να πάρει την Χαρά. Βλέποντας ότι δεν την προσέχει, η Έφη ούρλιαξε:

-Το σκάνε!

Ο Μιχάλης την κοίταξε. Κούνησε το κεφάλι του και μετά πήδηξε στο νερό μαζί με την κοπέλα που ακόμα δεν είχε συνέλθει από το φάρμακο που της είχαν χορηγήσει.