Κεφάλαιο
Εικοστό Πέμπτο
Η
Κλερ ξύπνησε με τη μυρωδιά του φρέσκου καφέ να την καλεί να σηκωθεί. Άνοιξε τα
μάτια της και τεντώθηκε όσο της επέτρεπε η κουκέτα. Ανακάθισε για να βρει τον
Μιχάλη καθισμένο στην καρέκλα δίπλα της και να διαβάζει πίνοντας μια κούπα
καφέ. Πάνω στο τραπέζι υπήρχε και δεύτερη κούπα καθώς και μια κανάτα. Δίπλα της
ήταν ένα μπολ.
-Καλημέρα,
είπε, τι διαβάζεις;
-Την
προκαταρκτική αναφορά του Ιάσωνα.
-Ποιος
είναι ο Ιάσωνας;
-Δεν
είναι ποιος, είναι τι.
-Τι;
Ο Ιάσωνας είναι πράγμα, δηλαδή;
-Ο
Ιάσωνας είναι ένα αυτόματο ρομποτάκι υποβρύχιας έρευνας. Ψάχνει τον βυθό και
μας στέλνει εικόνα και κάποιες μετρήσεις.
-Κατάλαβα,
και βρήκε κάτι;
-Το
πλοίο, είπε ο Μιχάλης. Έκανε την πρώτη του επίσκεψη και τώρα ετοιμαζόμαστε να
το επισκεφθούμε.
-Α,
γι’ αυτό έπεσες με τα μούτρα στο διάβασμα.
Η
Κλερ σηκώθηκε από το κρεβάτι και παραμέρισε τα χαρτιά που κρατούσε ο αγαπημένος
της. Ύστερα κάθισε στην αγκαλιά του ιππαστί. Τύλιξε τα χέρια της γύρω από το
λαιμό του και τον φίλησε στα χείλη.
-Καταφέρνω
να σου τραβήξω την προσοχή; τον πείραξε.
Ο
Μιχάλης άφησε την αναφορά στο τραπέζι και την αγκάλιασε.
-Και
με το παραπάνω!
Η
Κλερ τον φίλησε ξανά με τη γλώσσα της να παίζει ερωτικά με τη δική του. Πίεσε
το σώμα της στο δικό του και με τους μηρούς της τους γοφούς του. Ένιωσε τον
ανδρισμό του να σκληραίνει και λίκνισε το κορμί της προκαλώντας τον. Είδε μια
σκιά να περνάει από τα μάτια του και ρώτησε ανήσυχη:
-Συμβαίνει
κάτι;
-Την
τελευταία μέρα που ήμουν με την Έφη…
Της
διηγήθηκε πώς άρεσε στην Έφη να παίζει. Η Κλερ τον άκουσε χωρίς να τον
διακόψει.
-Γι’
αυτό μου είπες ότι είχες δέκα χρόνια να κάνεις μια σχέση και έρωτα, εννοούσες
μια σωστή σχέση. Αυτή δεν ήταν σχέση, ήταν παιχνίδι με μια ανάφτρα.
-Μια
τι;
-Μια
που της αρέσει να προκαλεί τους άνδρες και να τους ερεθίζει αλλά δεν κάνει
έρωτα μαζί τους, είπε η Κλερ. Ύστερα τον φίλησε στα χείλη και του ψιθύρισε: Μην
ανησυχείς όμως, αγάπη μου. Δεν σκοπεύω απλά να σε φτιάξω και να σε αφήσω μετά.
Σκοπεύω να σου προσφέρω ολοκληρωμένη την απόλαυση.
Τον
φίλησε και πάλι ενώ ξεκούμπωνε το παντελόνι του και ελευθέρωνε τον ανδρισμό
του. Ο Μιχάλης την φίλησε στα χείλη και μετά κατηφόρισε στον λαιμό της και στα
στήθη της. Έπαιξε με τη γλώσσα του με τις θηλές της και στη συνέχεια τη φίλησε
κάνοντας τη να αφήσει κραυγές ευχαρίστησης που έγιναν ακόμα περισσότερες όταν
τρύπωσε το χέρι του ανάμεσα στα πόδια της και μέσα από το εσώρουχό της και άρχισε
να τη χαϊδεύει στο απαλό κέντρο της ύπαρξής της. Την πήρε και πάλι στην αγκαλιά
του και τη φίλησε στο στόμα χωρίς να σταματήσει το ερωτικό του χάδι. Ρίγη
διαπέρασαν το σώμα της αλλά ο Μιχάλης δεν σταμάτησε. Η Κλερ παραδόθηκε στην
αίσθηση και το σώμα της τεντώθηκε σε ένα τόξο γεμάτο ένταση καθώς έφτανε σε μια
κορύφωση που της έκοψε την ανάσα.
Έμεινε
για λίγο ξέπνοη στην αγκαλιά του Μιχάλη πριν τον φιλήσει και πάλι στο στόμα και
τυλίξει τα δάκτυλά της γύρω από τον ανδρισμό του.
-Σειρά
μου τώρα, είπε και άρχισε να τον χαϊδεύει.
Ο
Μιχάλης την σήκωσε και την κάθισε ιππαστί. Εκείνη τύλιξε τα πόδια της γύρω από
τη μέση του. Τον φίλησε στα χείλη και μετά κατηφόρισε στον λαιμό του, τον
ένιωσε να επιταχύνει το ρυθμό του και κατάλαβε ότι του άρεσε και τον ερέθιζε.
Τα χέρια του έπιασαν τους γοφούς της και την κράτησε γέρα ενώ έφταναν μαζί στην
κορύφωση και εκείνη συνέχιζε να τον φιλάει στο λαιμό.
Έγειρε
στον ώμο του.
-Μιχάλη…
-Ναι,
αγάπη μου;
-Σε
αγαπώ πολύ.
Ο
Μιχάλης την χάιδεψε στη γυμνή πλάτη της και εκείνη ένιωσε ευτυχισμένη και
πλήρης, δεν ήθελε τίποτα άλλο.
-Ναι
σου λέω… Μου το είπε η Χαρίτου…
-Τι
λες;
-Ναι,
ναι!
Η
Φωτεινή μπήκε στην αυλή του σχολείου με τον Ρωμανό και την Ελπίδα. Ο αδερφός
της και η αγαπημένη του κρατούνταν χέρι με χέρι και έλαμπαν από ευτυχία. Είχαν
περάσει μαζί τη νύχτα αλλά δεν ήξερε τι είχε συμβεί και αν είχαν ολοκληρώσει
τις σχέσεις τους ή αν απλά ήταν τα αισθήματα που μοιράζονταν που τους έκαναν
τόσο ευτυχισμένους ή και τα δύο. Δεν ήθελε να ρωτήσει, θα της έλεγαν ίσως.
Σχεδόν
αμέσως πρόσεξε τα ξαναμμένα πρόσωπα στα πηγαδάκια γύρω τους και αναρωτήθηκε τι
συνέβαινε. Το ανέφερε στον Ρωμανό και την Ελπίδα.
-Κάποιο
από τα ηλίθια κουτσομπολιά, είπε η Ελπίδα όχι χωρίς κάποια πικρία στη φωνή της,
αποτέλεσμα των πολλών περιπτώσεων που ήταν η ίδια στόχος τέτοιων σχολίων.
-Λες
να έχουμε συνέχεια από χθες; Να σκάσω κάνα φούσκο πάλι στην Υακίνθου ή να
περιλάβω τον πρόθυμο ακόλουθό της.
-Ρωμανέ,
όχι! είπε η Ελπίδα.
-Καλά
σου λέει, είπε η Φωτεινή, δεν χρειάζεται να πας πάλι στο γραφείο του Αθάνατου.
Μπορείτε να μείνετε και εδώ στην αυλή και να είσαστε οι δύο σας με την Ελπίδα.
Δεν χρειάζεται να είστε στον προθάλαμο του γραφείου του!
Ο
Ρωμανός και η Ελπίδα χαμογέλασαν, τώρα που είχε τελειώσει αυτή η περιπέτειά
τους ένιωθαν ωραία για τον χρόνο που είχαν περάσει αγκαλιασμένοι περιμένοντας,
και η Φωτεινή συνέχισε:
-Φιλενάδα,
κράτησέ τον μακριά από μπελάδες. Πάω να μάθω εγώ τι συμβαίνει.
Ο
Ρωμανός και η Ελπίδα πήγαν στη συνηθισμένη θέση τους και κάθισαν ενώ η Φωτεινή
πήγαινε να μάθει ποιο καινούριο «νέο» που κυκλοφορούσε είχε προκαλέσει τόσες
συζητήσεις. Δεν χρειάστηκε να πάει μακριά. Στην γωνία του σχολικού κτιρίου, η
Νίκη μιλούσε με μερικές φίλες της.
-Ναι,
σας λέω. Τον πέτυχα να αλλάζει στην παλιά αποθήκη και ήταν μόνο με το εσώρουχο.
Εκτός του είναι τρελά γραμμωμένος έχει και ένα «εργαλείο» από τα πιο μεγάλα που
έχω δει. Υγράθηκα και μόνο που τον έβλεπα. Του την έπεσα αμέσως, ήθελα να με
πάρει επί τόπου αλλά εκείνου ούτε καν του σηκώθηκε. Τίποτα, πλήρως αδιάφορος.
-Ρε,
δεν το πιστεύω ότι ο Δελμάρ είναι αδερφή. Μήπως δε γούσταρε εσένα;
-Ναι,
καλά, είπε η Νίκη, δεν είμαι καμιά άβγαλτη. Σου λέω τον χούφτωσα και δεν
αντέδρασε. Αν δεν με πιστεύετε, ρωτήστε τον αν έχει ένα σημάδι κάτω από τον
αφαλό εκεί που ξεκινάει το εσώρουχο.
-Μπορεί
να γουστάρει την Στασινού, είπε μια φίλη της Νίκης, μην ξεχνάς ότι χθες
γυρίσανε μαζί ενώ είχε αρχίσει το μάθημα και ότι την υπερασπίστηκε μετά.
-Ποια,
την ξενέρωτη παρθένα;
-Νικούλα,
ζηλεύουμε; είπε μια κοπέλα. Μήπως έφαγες χυλόπιτα και βγάζεις το άχτι σου;
Η
Φωτεινή είχε ακούσει αρκετά και είχε καταλάβει τι έκανε η Νίκη, προσπαθούσε να
βλάψει τον Αλέξη Δελμάρ διαδίδοντας ότι ήταν ομοφυλόφιλος. Η ίδια ήταν σίγουρη
ότι δεν ήταν αλλά δεν θα την πίστευαν αν μιλούσε. Δεν ήθελε ωστόσο να εξαπλωθεί
αυτή η φήμη και να αμαυρώσει την εικόνα του. Ήξερε ότι πιθανότατα εκείνος θα
αδιαφορούσε αλλά στο σχολείο και στην κλειστή επαρχιακή κοινωνία θα
στιγματιζόταν και θα εξοστρακιζόταν. Δεν το ήθελε αυτό.
Ένιωσε
το θυμό της να φουντώνει, πρώτα η Ελπίδα, μετά η ίδια, τώρα ο Αλέξης; Ποια ήταν
η Νίκη για να ταπεινώνει ανθρώπους; Έπρεπε να μην την αφήσει να κερδίσει.
Αλλά
τι μπορούσε να κάνει; Να μιλήσει και να πει ότι δεν ήταν ανώμαλος; Θα την
ρωτούσαν πώς το ξέρει παρότι είχαν πιστέψει ότι είχε κάνει σχέση μαζί του και
ότι ζήλευε η Νίκη. Αν ισχυριζόταν αυτό; Θα ζητούσαν αποδείξεις.
Είδε
τον Αλέξη να μπαίνει στην αυλή, τα βλέμματά τους συναντήθηκαν και της
χαμογέλασε.
Ήθελαν
αποδείξεις; Θα τους έδινε αποδείξεις! Κινούμενη με την ορμή των σκέψεων της
έκανε κάτι που αν το σκεφτόταν δεύτερη φορά πιθανότατα δεν θα το έκανε.
Πλησίασε τον Αλέξη και χωρίς να πει τίποτα τον αγκάλιασε και τον φίλησε στα
χείλη.
Ήταν
σαν να σταμάτησε ο χρόνος. Δεν είχε συναίσθηση από τίποτα άλλο γύρω της παρά
μόνο από τον Αλέξη Δελμάρ. Την απαλή αίσθηση των χειλιών του, το άρωμα του
άφτερ σέηβ του, το γεροδεμένο σώμα πάνω στο οποίο ακουμπούσε και το κράτημα των
χεριών του που ενστικτωδώς είχε βάλει στη μέση της.
Έκανε
πίσω και συνειδητοποίησε ότι τους κοιτούσαν όλοι και ότι είχαν ακουστεί και
μερικά σφυρίγματα. Ο Αλέξης την κοίταζε στα μάτια, το ίδιο ξαφνιασμένος όσο και
οι περισσότεροι γύρω τους. Τα χέρια του ήταν στη μέση της ακόμα και η Φωτεινή
χαμογέλασε. Η Νίκη θα έσκαγε τώρα.
-Θα
σου εξηγήσω, είπε βιαστικά στον Αλέξη ενώ χτυπούσε το κουδούνι.
-Μάικ;
Ο
Μιχάλης στράφηκε προς την πόρτα της καμπίνας του.
-Ναι;
-Ο
γιατρός είπε ότι η κοπέλα που φέρατε χθες συνήλθε. Σε χρειάζεται γιατί εκείνος δεν μιλάει
Ελληνικά και εκείνη μάλλον δεν μιλάει Αγγλικά εκτός και αν είναι το σοκ.
Ο
Μιχάλης άνοιξε την πόρτα και ακολούθησε τον άνδρα που είχε φέρει το μήνυμα. Η
Κλερ πήγε μαζί του. Μετά το ερωτικό του σμίξιμο, είχαν πιει μαζί καφέ, είχαν
φάει τα κρουασάν σοκολάτα που είχε στείλει ο Μορίς και συζητούσαν όταν ήρθε το
μήνυμα του γιατρού.
Τον
βρήκαν καθισμένο στο γραφείο του στο αναρρωτήριο. Η κοπέλα ήταν ξαπλωμένη σε
ένα κρεβάτι πιο πέρα, είχε τα μάτια της ανοιχτά και κοίταζε τον ουρανό έξω από
το φινιστρίνι που ήταν κοντά της.
-Τι
έχει; ρώτησε ο Μιχάλης.
-Τίποτα
περισσότερο από το κρύο και την εξάντληση που της έφερε. Πρέπει να μάθεις εσύ πώς
βρέθηκε εκεί έξω.
-Τίποτα
άλλο;
-Δεν
έχει κάτι το παθολογικό. Της πήρα αίμα και έκανα εξετάσεις. Βρήκα ίχνη
βαλεριάνας στο αίμα της και κάποιου άλλου φαρμάκου που δεν ήταν αρκετό για να
το εντοπίσω. Αλλά βάζω στοίχημα ότι την νάρκωναν.
-Γιατί
άραγε;
Ο
Μιχάλης και η Κλερ πλησίασαν την κοπέλα που τους είχε ακούσει να μιλούν και
τους κοιτούσε.
-Πώς
αισθάνεσαι; ρώτησε ο Μιχάλης στα Ελληνικά.
-Πολύ
αδύναμη, εξαντλημένη. Πού είμαι;
-Στο
HMS Βίκτορυ.
-Πλοίο;
Βρετανικό;
-Ναι,
είπε ο Μιχάλης.
-Αλλά
εσύ είσαι Έλληνας.
-Σωστό.
-Πώς
βρέθηκα εδώ;
-Σε
βρήκαμε με την Κλερ πεσμένη στο έδαφος και σε φέραμε εδώ γιατί εδώ ήταν ο πιο
κοντινός γιατρός που υπήρχε. Θέλεις να ειδοποιήσουμε κάποιον; Έχεις δικούς σου
εδώ, σωστά;
-Δεν
θέλω κάποιον. Πότε μπορώ να φύγω;
-Μόλις
το επιτρέψει ο γιατρός.
-Η
Κλερ είναι ξένη;
-Βρετανή.
Η
κοπέλα τους κοίταξε.
-Είσαστε
ζευγάρι, είπε απαλά.
-Ναι,
είναι η κοπέλα μου.
Η
Λιζ εμφανίστηκε στην πόρτα του αναρρωτηρίου.
-Μάικ,
να σου πω λίγο;
Ο
Μιχάλης πήγε κοντά της και η Λιζ του έδειξε μια εκτύπωση. Ο Μιχάλης την διάβασε
και είπε:
-Εντάξει,
έχουμε ένα όνομα και έχει και οικογένεια τελικά.
-Πως
το συμπέρανες αυτό;
-Δεν
ξέρω αν το παρατήρησες, ήμουν στην ίδια πτήση. Ξέρω από ποια θέση σηκώθηκε.
-Δεν
το είχα σκεφτεί, ομολόγησε η Λιζ.
-Ευχαριστώ,
Λιζ, τώρα ξέρουμε ποια είναι. Να δούμε και τι έπαθε.
Ο
Μιχάλης επέστρεψε κοντά στην ξαπλωμένη Φοίβη.
-Σε
αγαπάει πολύ, είπε εκείνη κοιτώντας την Κλερ που δεν είχε αφήσει από τα μάτια
της τον αγαπημένο της.
-Ναι,
το ξέρω. Και εγώ.
-Μην
την προδώσεις ποτέ, τότε.
Η
παρατήρηση φάνηκε περίεργη στον Μιχάλη. Τράβηξε μια καρέκλα και κάθισε κοντά
στην κοπέλα. Η Κλερ τον μιμήθηκε.
-Πώς
σε λένε;
-Φοίβη.
-Τι
εννοείς να μην την προδώσω;
-Αυτό
που είπα.
-Πως
να την προδώσω;
-Μην
την πληγώσεις, μην την απατήσεις, μην της πεις ψέματα.
-Δεν
θα έκανα ποτέ τίποτα από όλα αυτά.
Η
Φοίβη κούνησε το κεφάλι της και δάκρυα έτρεξαν στα μάγουλά της.
-Είναι
τυχερή, τότε. Τυχερή…
Έκλεισε
τα μάτια της. Ο Μιχάλης την περίμενε να μιλήσει. Όταν το έκανε, ήταν με μια
αναπάντεχη ερώτηση.
-Γιατί
δεν με άφησες να πεθάνω;
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου