Μέρες Του Φθινοπώρου 27

Author: Νυχτερινή Πένα /

Κεφάλαιο Εικοστό Έβδομο

 

Ο Μιχάλης καταλάβαινε την έκδηλη πικρία της Φοίβης και στο μυαλό του είχε ήδη τι θα έπρεπε να κάνει. Αλλά προείχε η κοπέλα μπροστά του.

-Ναι, πιστεύω ότι αξίζει να ζήσεις για σένα, για να μην επιτρέψεις να σε οδηγήσουν στον θάνατο οι συμπεριφορές ανθρώπων που δεν στάθηκαν αντάξιοι της εμπιστοσύνης σου και του ρόλου που είχαν στην ζωή σου.

-Πολύ που θα τους νοιάξει…

-Ζήσε για τον εαυτό σου, γι’ αυτό που μπορεί να γίνεις. Για το όποιο επίτευγμα μπορείς να πετύχεις!

-Τι θα μπορούσα να πετύχω;

-Δεν ξέρεις ποτέ αν δεν προσπαθήσεις.

-Ούτε καν τις σπουδές μου δεν ολοκλήρωσα.

-Δεν σε εμποδίζει κανένας να το κάνεις. Τι σπούδαζες;

-Ιστορική έρευνα και αρχαιολογία. Η μητέρα μου το έβρισκε περιττό και όταν ο Βασίλης με ζήτησε, με μεγάλη χαρά έκανε τους αρραβώνες μας και μετά οι σπουδές πήγαν περίπατο.

-Καταλαβαίνω. Αλλά μπορείς να συνεχίσεις. Και βρίσκεσαι και στο κατάλληλο μέρος πρέπει να πω.

-Γιατί;

-Αυτό το πλοίο είναι ερευνητικό.

-Νόμιζα ότι ήταν πολεμικό.

-Ήταν, όχι πλέον.

-Και κάνετε έρευνα; Εδώ;

-Ψάχνουμε μια καραβέλα του μεσαίωνα.

Η κοπέλα χαμογέλασε.

-Θα ήταν ενδιαφέρον… Σε μια άλλη ζωή.

-Μην τα παρατήσεις. Ξέρω ότι έρχονται στιγμές που φαίνεται ελκυστική αυτή η παραίτηση και η παράδοση αλλά δεν είναι παρά μια απατηλή αίσθηση που φέρνουν οι δυσκολίες.

-Θα μου πεις ότι μπορώ να το ξεπεράσω; Το έχεις κάνει; Να ζήσεις μια τέτοια θλίψη και να καταφέρεις να συνεχίσεις;

 Ο Μιχάλης κοίταξε το πάτωμα και όταν το βλέμμα του ξαναγύρισε στην Φοίβη ήταν σκοτεινιασμένο από τον πόνο του παρελθόντος.

-Η πρώτη κοπέλα που αγάπησα πέθανε στα χέρα μου, άρρωστη από ένα σπάνιο σύνδρομο και όταν αγάπησα ξανά, η κοπέλα αυτή δολοφονήθηκε.

-Λυπάμαι! Λυπάμαι πολύ!

Η Φοίβη ανακάθισε φανερά ταραγμένη.

-Με συγχωρείς, είπε. Δεν ήθελα να στο θυμίσω… Δεν…

-Δεν πειράζει, είπε ο Μιχάλης. Απλά σκέψου το, δεν πρέπει να αφεθείς στην αυτολύπηση. Αν μπόρεσα να συνεχίσω εγώ, μπορείς και εσύ.

Ο Μιχάλης σηκώθηκε.

-Ξεκουράσου τώρα, θα επιστρέψω σύντομα.

Η Φοίβη ξάπλωσε και πάλι:

-Ευχαριστώ.

-Μην με ευχαριστείς, δεν χρειάζεται. Σκέψου τι θέλεις να κάνεις και θα σε βοηθήσουμε.

Ο Μιχάλης βγήκε από το αναρρωτήριο και βρήκε τον Γουίλλιαμ να τον περιμένει.

-Πάμε για μια βόλτα στην στεριά; τον ρώτησε.

 

Ο Ρωμανός διαπίστωσε ότι τον είχαν κρατήσει ο Αλέξης Δελμάρ και ο Θεοδώρου.

-Ρωμανέ, τι έγινε εδώ πέρα; ρώτησε ο καθηγητής. Γιατί αρπαχτήκατε;

-Γιατί το καθίκι αυτό, πήγε να χτυπήσει την Ελπίδα με την πρόκα που είχε στο χέρι του.

-Είναι αλήθεια; ρώτησε ο καθηγητής τον Δημήτρη.

-Δεν θα της την κάρφωνα, είπε εκείνος ξινά, ένα τσιμπιματάκι θα της έκανα. Έτσι για να μην μας το παίζει δεσποινίς Τέλεια.

Ο Θεοδώρου τον κοίταξε.

-Στην κατάστασή της αυτό το τσιμπιματάκι που λες θα μπορούσε να την σκοτώσει. Προχώρα για το γραφείο, το θέμα θα το διευθετήσει ο κύριος διευθυντής αλλά φοβάμαι ότι θα έχεις την τιμή της πρώτης αποβολής της χρονιάς.

Ο Ρωμανός έκανε πίσω και στράφηκε στην Ελπίδα που τώρα έτρεμε έχοντας συνειδητοποιήσει σε ποιον κίνδυνο είχε βρεθεί.

-Γιατί; είπε στον Δημήτρη με τρεμάμενη φωνή, τι σου έκανα; Δεν σε έβλαψα ποτέ.

Ο Θεοδώρου ένευσε στον Δημήτρη να προχωρήσει, ενώ χτυπούσε το κουδούνι, και είπε στον Ρωμανό.

-Καθήστε λίγο να ηρεμήσει και πάτε μετά για μάθημα.

-Εντάξει, ευχαριστώ, κύριε.               

 

-Συγγνώμη, κυρία Κόρβου, σας ζητάει ένας κύριος σχετικά με την κόρη σας.

Η Μάρθα αναρωτήθηκε ποιος μπορεί να την ζητούσε πρωί πρωί. Είχε περάσει μια νύχτα με άγριο σεξ με τον Βασίλη που ήταν τώρα ξαπλωμένος δίπλα της και δεν είχε καν αντιληφθεί μέχρι προ ολίγου ότι η κόρη της δεν είχε επιστρέψει. Χαμένη στην δική της ηδυπάθεια, είχε υποθέσει ότι και η κόρη της κάπου γλεντούσε.

-Θα τον δεχτώ στο δωμάτιό μου, είπε και έκλεισε το τηλέφωνο.

Φόρεσε μια ρόμπα και προχώρησε στο σαλόνι. Κάθισε στο μεγάλο τραπέζι, όπου της είχαν ήδη φέρει πρωινό, και γέμισε μια κούπα με καφέ. Ήπιε λίγο ενώ ο Βασίλης ερχόταν να καθίσει δίπλα της. Ο επισκέπτης δεν άργησε να της χτυπήσει την πόρτα και η Μάρθα του είπε να περάσει. Βιαζόταν να τον ξαποστείλει, ο Βασίλης είχε βάλει το χέρι του στο πόδι της και παραμερίζοντας την ρόμπα χάιδευε το γυμνό μηρό της προχωρώντας προς τη μέσα πλευρά του ποδιού.

Ο Μιχάλης μπήκε και στάθηκε. Η Μάρθα τον κοίταξε εξεταστικά αλλά δεν της θύμισε τίποτα παρότι μια εβδομάδα νωρίτερα είχε προσπαθήσει να του προκαλέσει ένα ατύχημα ελαφρά τη καρδία. Αντίθετα το μυαλό της ήταν στο χέρι του Βασίλη που είχε ανέβει ψηλότερα εξερευνώντας την με πρόστυχη άνεση.

-Λοιπόν; είπε με φωνή βραχνή από την διέγερση που άρχισε να νιώθει, είπατε ότι με θέλετε για την κόρη μου.

-Ξέρετε πού είναι;

-Έξω, κάνει τη ζωή της. Έχουμε έρθει να απολαύσουμε την ζωή μας, δεν της κάνω έλεγχο.

-Η κόρη σας έκανε απόπειρα αυτοκτονίας, είπε ο Μιχάλης και εξήγησε τι είχε συμβεί αφήνοντας έξω την συζήτηση που είχε μαζί της.

-Μάλλον είχε ένα ατύχημα, είπε η Μάρθα. Αλλά δεν ήθελε να το παραδεχτεί.

-Η Φοίβη δραματοποιεί συχνά τα πράγματα.

-Και εσείς είστε…

-Ο μνηστήρας της.

Ο Μιχάλης κούνησε το κεφάλι του, το είχε φανταστεί αλλά ήθελε να είναι σίγουρος.

-Η Φοίβη έκανε απόπειρα αυτοκτονίας. Το ξέρω.

-Σας είπε και το γιατί; ρώτησε η Μάρθα ειρωνικά.

-Ναι, είπε ο Μιχάλης παγερά. Σας έπιασε στο κρεβάτι μαζί. Κάτι που δεν με εκπλήσσει μιας και τώρα έχετε το χέρι σας ανάμεσα στα πόδια της πεθεράς σας.

-Πότε; είπε η Μάρθα ενώ ο Βασίλης τραβούσε το χέρι του από το σώμα της καταρώμενος την αντανάκλαση στην μπαλκονόπορτα που είχε αποκαλύψει στον επισκέπτη τους τι έκανε.

-Έχει σημασία; είπε ο Μιχάλης. Ντυθείτε και πάμε να τη δείτε. Φέρτε της και κάποια ρούχα γιατί αυτά που φορούσε καταστράφηκαν.

Οι δύο τους έφυγαν στα δωμάτιά τους για να ντυθούν και ο Μιχάλης έμεινε στο σημείο που στεκόταν περιμένοντας.

Μόλις ετοιμάστηκαν, τους οδήγησε στο φουσκωτό που τους περίμενε για να πάνε στο πλοίο. Στη σύντομη διαδρομή ούτε η Μάρθα αλλά ούτε και ο εραστής της μίλησαν. Κοίταγαν ανήσυχοι τον Γουίλλιαμ που τους κοιτούσε βλοσυρά αν και η Μάρθα, αν δεν φοβόταν ότι είχε μπλέξει, θα είχε κάνει μια κίνηση για τον Βρετανό. Της άρεσε το γεροδεμένο σώμα του και φαντασιωνόταν ήδη τα χέρια του στους γοφούς της.

Το φουσκωτό έφτασε στο πλοίο και ανέβηκαν στο κατάστρωμα. Προχώρησαν στο εσωτερικό του πλοίου. Μόλις μπήκαν, ο Μιχάλης συνάντησε την Κλερ που τον αγκάλιασε και της το ανταπέδωσε με τρυφερότητα. Είδε την Μάρθα να κάνει μια γκριμάτσα απέχθειας και για την ενοχλήσει ακόμα περισσότερο, φίλησε με πάθος την αγαπημένη του στο στόμα.

-Πήγαινε μαζί της στο αναρρωτήριο, αγαπημένη μου, της ψιθύρισε, και μην την αφήσεις να κάνει οτιδήποτε στην Φοίβη.

-Να είσαι σίγουρος, ματάκια μου.

Ο Μιχάλης στράφηκε στον Βασίλη.

-Η Φοίβη παραπονέθηκε ότι είχε διαταραχθεί ο κύκλος του ύπνου της, και στις εξετάσεις αίματος που της κάνανε βρέθηκαν ίχνη από φάρμακα.

-Ε και;

-Ξέρετε κάτι γι’ αυτό; Μήπως τα χορηγήσατε εσείς για να κοιμηθεί;

-Αυτό είναι… είναι… ανήκουστο… δεν σας επιτρέπω! έκανε ο Βασίλης κόκκινος από θυμό.

-Αλήθεια; Γουίλλιαμ, ψάξτε τον.

-Δεν το δέχομαι, δεν…

Ο Βασίλης στράφηκε στον Βρετανό να διαμαρτυρηθεί αλλά η φωνή πνίγηκε στο λαιμό του καθώς βρήκε ένα πιστόλι να τον σημαδεύει.

-Δεν είμαστε εγκληματίες, είπε η Μάρθα να μας φερόσαστε έτσι. Ακόμα και αν κοιμόμαστε μαζί, είμαστε ενήλικοι άνθρωποι και δεν παραβιάσαμε κανέναν νόμο.

-Κανέναν, είπε ο Μιχάλης. Αλλά δεν μπορούσα στην ακτή να σας κατηγορήσω, χρειαζόμουν εισαγγελέα. Εδώ όμως δεν χρειάζομαι.

-Δεν βγήκαμε από τη χώρα, είπε η Μάρθα.

-Δεν βγήκαμε αλλά ένα πλοίο είναι έδαφος της χώρας της οποίας τη σημαία φέρει. Είσαστε σε Βρετανικό έδαφος. Επίσης σε ένα πλοίο, ο πλοίαρχος μπορεί να πάρει όποια μέτρα κρίνει απαραίτητα για την ασφάλεια του πληρώματος.

Ο Γουίλλιαμ έψαξε τον Βασίλη με γρήγορες κινήσεις και δεν άργησε να βρει δύο μικρά φιαλίδια που τα έδωσε στον Μιχάλη. Εκείνος τα κοίταξε προσεχτικά.

-Όπως το υποψιαζόμουν, είπε κοφτά. Πάρε τον στο αμπάρι ως που να τον πάρει η αστυνομία.

-Τι! Δεν…

-Αν ξαναμιλήσει, πυροβόλησέ τον.

-Δεν έχεις το δικαίωμα! φώναξε ο Βασίλης.

-Αν ξαναμιλήσει, κόψε του τα μπαλάκια, είπε ο Μιχάλης και εισέπραξε ένα χαμόγελο από τον Γουίλλιαμ.

Ο Βασίλης έκανε να διαμαρτυρηθεί αλλά ένα σπρώξιμο από τον Γουίλλιαμ  τον έκανε να το ξανασκεφτεί. Καθώς ο Γουίλλιαμ τον έσπρωχνε ξανά για να προχωρήσει, εκείνος έχασε την ψυχραιμία του. Έπεσε γονατιστός μπροστά στον Μιχάλη ενώ μια κηλίδα απλωνόταν στο παντελόνι του.

-Μη μου κάνετε κακό και θα μιλήσω. Θα τα πω όλα!

Ο Μιχάλης αντάλλαξε ένα απορημένο βλέμμα με τον Γουίλλιαμ και μετά είπε:

-Πάρτε τον και μάθετε τι άλλο έχει να πει, μετά θα δούμε τι θα κάνουμε με τις πληροφορίες.

 

Ο Ρωμανός και η Ελπίδα ήταν μόνοι τους στην αυλή μιας και όλοι είχαν μπει μέσα για μάθημα. Είχαν καθίσει στο συνηθισμένο τους σημείο για να ηρεμήσει η κοπέλα που είχε χωθεί στην αγκαλιά του αγαπημένου της. Εκείνος την κρατούσε πάνω του και την χάιδευε αφήνοντάς την να ηρεμήσει.

Στο τέλος το κατάφερε και η καρδιά της έπαψε να χτυπάει με το φρενιασμένο ρυθμό που είχε όταν συνειδητοποίησε σε ποιον κίνδυνο είχε βρεθεί. Ακούμπησε το κεφάλι της στο στέρνο του Ρωμανού και έμεινε εκεί προστατευμένη και ασφαλής.

-Πριν αυτός ο ηλίθιος μας προκαλέσει για άλλη μια φορά προβλήματα, είπε ο Ρωμανός, ήθελα να σου πω κάτι.

-Τι;

-Το Σάββατο το βράδυ θα κάνουμε μια γιορτή στο σπίτι, ένα δείπνο για να γιορτάσουμε.

-Γιατί; Είναι κάτι;

-Την Κυριακή, είναι η γιορτή της μητέρας μου, και το Σάββατο είπαμε να κάνουμε ένα τραπέζι. Φυσικά είσαι προσκαλεσμένη.

-Ευχαριστώ.

-Ε, τι θα κάναμε γιορτή και δεν θα σε καλούσα;

Ο Ρωμανός τη φίλησε και η Ελπίδα έκλεισε τα μάτια της. Ήταν ευτυχισμένη.

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου