Κεφάλαιο
Δέκατο Ένατο
Με
το που χτύπησε το κουδούνι, η Φωτεινή όρμησε έξω από την τάξη. Οι υπόλοιποι, έχοντας υπόψιν ότι είχαν κενό
την επόμενη ώρα, δεν βιάζονταν να βγουν έξω. Ο Δελμάρ ήταν ο πρώτος που έφτασε
στην πόρτα. Αντί όμως να βγει στάθηκε και γύρισε να αντικρίσει τους συμμαθητές
του.
-Έχω
μια προειδοποίηση για όλους εδώ μέσα. Όποιος πειράξει την Στασινού θα έχει να
κάνει μαζί μου. Δεν έβλαψε κανέναν και δεν υπάρχει λόγος να υποστεί επιθέσεις.
Αν έχετε την απορία τι θα συμβεί αν το κάνετε, μπορείτε να ρωτήσετε τον κύριο
από’ δω.
Ο
Δελμάρ έδειξε τον Δημήτρη, που έγινε κατακόκκινος τόσο από οργή όσο και από την
ντροπή για τον εξευτελισμό, και μετά είπε:
-Συνεννοηθήκαμε;
Μουρμουρητά
ακούστηκαν αλλά κανένας δεν τολμούσε να του φέρει αντίρρηση. Θυμούνταν όλοι από
την προηγούμενη χρονιά τι είχε συμβεί όταν ένας από τους μαθητές της τότε
τρίτης λυκείου τα είχε βάλει μαζί του.
-Α,
γι’ αυτό αργήσατε να μπείτε στην τάξη; Αγόραζε τις υπηρεσίες σου; είπε η Νίκη
με ένα πρόστυχο χαμόγελο. Με τι πλήρωσε; Σου άνοιξε τα πόδια ή το στόμα;
Ο
Δελμάρ σκοτείνιασε. Την έφτασε με δύο βήματα.
-Ξαναπές
το και θα φας χαστούκι πιο άσχημο από του αδελφού της, και θα σου κάνει ζημιά.
Ξέρω πώς να το δώσω, σε προειδοποιώ.
-Για
τον αδελφό της έπαθε ό,τι έπαθε.
-Δεν
έχω αδέλφια, είπε ο Δελμάρ, και έτσι δεν μπορώ να ξέρω πώς είναι, αλλά ξέρω ότι
αυτό πρέπει να κάνει μια αδελφή, να υποστηρίζει και να ανησυχεί για τον αδελφό
της. Όχι, να πηγαίνει με το αγόρι της αδελφής της γιατί της γυάλισε.
Οι
περισσότεροι δεν ήξεραν σε τι αναφερόταν αλλά η Νίκη έγινε κατακόκκινη.
-Λοιπόν,
συνεννοηθήκαμε, είπε και βγήκε από την τάξη.
Η
Ράλλη μπήκε στον προθάλαμο του γραφείο του διευθυντή και κοίταξε την Ελπίδα που
ήταν ακόμα στην αγκαλιά του Ρωμανού. Άθελά της χαμογέλασε, ήταν προφανές τι
συνέβαινε με αυτούς τους δύο. Και καταλάβαινε γιατί μάνιαζε η Νίκη. Δεν θα είχε
ποτέ τον Ρωμανό, ούτε αυτό που ζούσαν οι δύο έφηβοι μπροστά της.
Αλλά
έπρεπε να τιμωρηθεί ο Ρωμανός, αν δεν τιμωρούνταν θα ήταν σαν να επιτρεπόταν
στον καθένα να χτυπάει τον διπλανό του άσχετα με το αν είχε δίκιο ή όχι. Οι
κανονισμοί ήταν κανονισμοί!
Πέρασε
από μπροστά τους και χτύπησε την πόρτα του διευθυντή.
-Περάστε,
είπε ο Αθάνατος.
Η
Ράλλη μπήκε.
-Κύριε
διευθυντά, είπε η καθηγήτρια, έχω έναν μαθητή προς αποβολή.
-Τον
Στασινό, υποθέτω, είπε ο Αθάνατος. Γι’ αυτό είναι έξω;
-Ναι,
χαστούκισε την Νίκη Υακίνθου.
-Γιατί;
-Η
Υακίνθου εκφράστηκε άσχημα για μια φίλη του, και ο Στασινός την χαστούκισε.
-Όχι,
μια απλή φίλη, είπε ο Μιχάλης, και όχι απλά εκφράστηκε άσχημα.
Η
Ράλλη γύρισε και τον κοίταξε, προφανώς ξαφνιασμένη. Δεν τον είχε προσέξει καν
ως που μίλησε.
-Και
εσείς είσαστε…
-Ο
Μιχάλης ήταν καθηγητής μου, είπε ο Αθάνατος διασκεδάζοντας με την έκπληξη της
συναδέλφου του.
-Μάλιστα,
αλλά τώρα στο θέμα αυτό;
-Μίλησα
μαζί τους όταν ήμουν έξω. Αφήσατε μια λεπτομέρεια εκτός, είπε ο Μιχάλης. Η
δεσποινίς αυτή μίλησε άσχημα για μια κοπέλα άρρωστη με μια ανίατη κατά κανόνα
ασθένεια. Δεν θα έπρεπε αν μη τι άλλο να νιώθει μια συμπάθεια για την κοπέλα
αυτή;
-Αυτό
είναι το θέμα μας, είπε η Ράλλη. Δεν μπορεί να μείνει ατιμώρητος, είχε δεν είχε
δίκιο.
-Αν
επιμένετε, θα πρέπει να συγκαλέσουμε συμβούλιο των καθηγητών.
-Επιμένω.
Ο
Μιχάλης κοίταξε τον Αθάνατο με ένα πονηρό βλέμμα και μετά είπε:
-Θα
παραστώ στο συμβούλιο.
-Είστε
από την δευτεροβάθμια; ρώτησε η Ράλλη κοιτώντας τον πιο προσεχτικά.
-Όχι,
είπε ο Μιχάλης, θα υπερασπιστώ τον Ρωμανό.
-Μα
αυτό δεν προβλέπεται, είπε η Ράλλη. Δεν είναι δίκη ή ακροαματική διαδικασία
κάποιας μορφής για να έχει δικηγόρο! Είναι μια συζήτηση των καθηγητών για να
τιμωρηθεί κάποιος που παραβίασε τους κανονισμούς.
-Φυσικά,
αλλά βάζω και στοίχημα ότι, αν ρωτήσετε κάποιον έγκριτο νομικό, θα σας πει ότι
τα αστικά του δικαιώματα όπως αυτά τίθενται στον Αστικό Κώδικα περιλαμβάνουν
την εκπροσώπησή του με τον καλύτερο τρόπο.
-Κύριε
διευθυντά, ισχύει αυτό;
-Είμαι
φιλόλογος, όχι νομικός, αλλά για να το λέει ο Μιχάλης δεν αμφιβάλλω ότι έτσι θα
είναι.
Η
Ράλλη έμεινε σιωπηλή για λίγο. Μετά κούνησε το κεφάλι της και είπε:
-Ας
αποφύγουμε την τόση φασαρία. Μια επίπληξη στον Στασινό και ας πάει για μάθημα.
-Σοφή
απόφαση, κυρία Ράλλη.
Η
Ράλλη χαιρέτησε και βγήκε. Με ένα χαμόγελο ο Αθάνατος κοίταξε τον Μιχάλη.
-Είσαι
φοβερός, ακόμα καταφέρνεις να αλλάζεις τα δεδομένα για να βοηθήσεις εκείνους
που πρέπει.
Ο
Αθάνατος σηκώθηκε.
-Ας
τους στείλω πίσω στην τάξη τους αν και έχουν κενό αυτήν την ώρα.
Βγήκε
στον προθάλαμο.
-Ρωμανέ,
δεν επιτρέπεται να χτυπάς κάποιον από τους συμμαθητές σου αλλά δεν θα
τιμωρηθείς αυτήν την φορά εξαιτίας των ειδικών συνθηκών. Καταλαβαίνω τι έγινε
και γιατί αντέδρασες. Την επόμενη φορά που θα συμβεί κάτι απευθύνσου στον υπεύθυνο
του τμήματος ή σε εμένα.
-Μάλιστα,
είπε ο Ρωμανός, ευχαριστώ, κύριε διευθυντά.
-Όχι,
εμένα, είπε ο Αθάνατος που δεν έκρυβε ότι το θέμα τον διασκέδαζε, τον φίλο μου.
Ο Μιχάλης έκανε την Ράλλη να αλλάξει γνώμη. Της έδωσε να καταλάβει ότι δεν θα
στεκόταν καλά στο συμβούλιο των καθηγητών η πρόταση να σε αποβάλουν για την
συγκεκριμένη κατάσταση. Εμπρός, πηγαίνετε.
Ο
Ρωμανός και η Ελπίδα βγήκαν από τον προθάλαμο και ο Αθάνατος επέστρεψε στο
γραφείο του. Κάθισε πάλι απέναντι στον Μιχάλη.
-Αυτό
ήταν διασκεδαστικό, είπε ο Μιχάλης. Λέω να δεχτώ και την πρότασή σου.
-Στην
υγειά μας!
Η
Μάρθα τσούγκρισε το ποτήρι της με τον Βασίλη και τη Φοίβη. Έπαιρναν το
μεσημεριανό τους στο εστιατόριο του ξενοδοχείου. Ήταν καθισμένοι σε ένα τραπέζι
οι τρεις τους και απολάμβαναν ένα γκριλ κρεατικών με σαλάτα και άφθονο κόκκινο
κρασί.
Ήπιε
από το κρασί της και παρακολούθησε τον Βασίλη ο οποίος έτρωγε αλλά έριχνε και
ματιές στο ανοιχτό ντεκολτέ της προσέχοντας να μην τον αντιληφθεί η Φοίβη που
έτρωγε κάπως μηχανικά. Φαινόταν κομμένη. Άπλωσε το πόδι της και το έφερε
ανάμεσα στα πόδια του Βασίλη το σήκωσε τόσο ώστε να αγγίξει τον ανδρισμό του
και τον πίεσε με το πέλμα της, τον ένιωσε να σκληραίνει και τον κοίταξε δήθεν
αθώα ενώ έπινε κρασί. Εκείνος έβαλε το χέρι του κάτω από το τραπέζι και άρχισε
να χαϊδεύει το πόδι της.
Η
Φοίβη συνέχιζε να μην έχει καταλάβει και όταν τελείωσαν το φαγητό τους, είπε:
-Θα
πάω για ύπνο.
-Τι
έχεις; ρώτησε η Μάρθα.
-Δεν
ξέρω, είπε η κοπέλα, κάτι έχει αναστατώσει τον ύπνο μου. Κοιμάμαι το απόγευμα,
ξυπνώ μετά από τα χαράματα. Δεν ξέρω τι είναι που φταίει. Λέω να κρατηθώ μέχρι
το βράδυ για να πάω να κοιμηθώ και να μπω σε σειρά αλλά είναι τρομερά δύσκολο.
Τώρα είμαι έτοιμη να πέσω αν δεν ξαπλώσω.
-Εντάξει,
μωρό μου, είπε η Μάρθα, πήγαινε για ύπνο. Δεν πειράζει. Θα περάσει ό,τι είναι,
μην ανησυχείς.
Η
Φοίβη σηκώθηκε και προχώρησε προς το ασανσέρ με ασταθές βήμα. Η Μάρθα κοίταξε
τον Βασίλη.
-Πάμε
και’ μείς;
-Φυσικά,
είπε εκείνος.
Η
Μάρθα τον έπιασε αγκαζέ και του είπε χαμηλόφωνα:
-Δεν
βλέπω την ώρα να σε καβαλήσω!
Ο
Ρωμανός και η Ελπίδα μπήκαν στην τάξη τους και τη βρήκαν άδεια αφού είχαν κενό
και όλοι είχαν προτιμήσει να βγουν στην αυλή για να χαρούν τη μέρα. Μόνο η
Φωτεινή καθόταν στο θρανίο της με το βλέμμα στα διπλωμένα χέρια της. Τους
άκουσε και σήκωσε τα μάτια της. Έτρεξε κοντά τους και αγκάλιασε τον Ρωμανό
σφιχτά. Ύστερα, χωρίς να αφήσει τον αδερφό της, άπλωσε το χέρι της και τράβηξε
στην αγκαλιά της και την Ελπίδα. Ο Ρωμανός τις αγκάλιασε και τις δύο και
έμειναν έτσι, ανακουφισμένοι που ήταν πάλι μαζί και όλα ήταν καλά.
-Δεν
σε τιμώρησαν, ε; ρώτησε η Φωτεινή τον αδερφό της θέλοντας να επιβεβαιώσει αυτό
που ήδη μάντευε από την ηρεμία στην έκφραση τόσο εκείνου όσο και της Ελπίδας.
-Όλα
καλά, μας ξελάσπωσε ο Μιχάλης, έφερε τόσες αντιρρήσεις στη Ράλλη που την έκανε
να τα παρατήσει. Ο Αθάνατος ήταν μάλλον με το μέρος του, οπότε όλα πήγαν καλά.
-Αυτός
ο άνθρωπος μας έχει σώσει, είπε η Φωτεινή.
-Πού
να το ακούσει η γιαγιά, γέλασε ο Ρωμανός.
-Γιατί;
απόρησε η Ελπίδα.
-Γιατί,
αγάπη μου, είπε ο Ρωμανός, η γιαγιά μας τον αντιπαθεί σφόδρα! Δεν ξέρω ακριβώς
γιατί αλλά μάλλον δεν δείχνει να την φοβάται και αυτό την ενοχλεί.
Η
Φωτεινή δεν πρόσεχε την εξήγηση, δεν της είχε διαφύγει η προσφώνηση του Ρωμανού
στην Ελπίδα και μια ματιά στο πρόσωπο της φίλης της, όπου η προσφώνηση είχε
φέρει ένα γλυκό κοκκίνισμα, την έπεισε ότι κάτι είχε αλλάξει μεταξύ των δυο
τους.
-Πάμε
έξω, είπε ο Ρωμανός, είναι χαρά Θεού.
-Πρέπει
να σας πω κάτι πρώτα, είπε η Φωτεινή. Είχα μια περιπέτεια όσο λείπατε.
Τους
διηγήθηκε όσα είχαν συμβεί και ο Ρωμανός έγινε κατάχλομος από το φόβο του τι θα
μπορούσε να έχει συμβεί.
-Άμα
το πιάσω το καθίκι…
-Τον
περιποιήθηκε ο Δελμάρ, αλλά πρέπει να προσέχουμε μ’ αυτόν.
Αν
ο Δημήτρης ήξερε πόσο είχε εξοργίσει τον Ρωμανό θα έφευγε από το νησί με κάθε
τρόπο, ακόμα και κολυμπώντας. Αλλά δεν το ήξερε και έτσι καμάρωνε στην Νίκη για
την πράξη του και το πόσο είχε τρομάξει την Φωτεινή.
-Κατουρήθηκε
από το φόβο της, είπε γελώντας, κυριολεκτώ. Το παντελόνι της μούσκεψε.
-Κρίμα
να μην την βγάλεις μια φωτογραφία, θα τη βασάνιζα με αυτή όλη τη χρονιά.
-Μπήκε
στη μέση ο Δελμάρ, τι τον ένοιαζε αυτόν;
-Φαίνεται
ότι του αρέσει, είπε η Νίκη, είναι λίγο περίεργος τύπος.
-Και
αναθεματισμένα δυνατός.
-Καλά,
κάτσε να βγάλω καμιά φήμη ότι είναι κουνιστός και θα δεις, είπε η Νίκη. Πάντως
εκτέλεσες άριστα την αποστολή σου, και δικαιούσαι την αμοιβή.
Φίλησε
τον Δημήτρη στο στόμα και εκείνος την άρπαξε από τη μέση και την κόλλησε πάνω
του. Μετά σήκωσε τη φούστα της και έβαλε τα χέρια τους στους γυμνούς γλουτούς
της. Η Νίκη ένιωσε τον ανδρισμό του να σκληραίνει και έβαλε το χέρι της ανάμεσά
τους για να κατεβάσει το φερμουάρ του.
-Πόνεσέ
με αγόρι μου, κάνε με να βογκήξω, είπε πνιχτά.
-Πού
τον θες; είπε ο Δημήτρης με ένα μουγκρητό καθώς τον χάιδευε στον γυμνό ανδρισμό
του.
-Και
από πίσω και από μπρος, είπε η Νίκη πρόστυχα.
Και
αυτό ήταν αλήθεια. Είχε έρθει με τον Δημήτρη στην μικρή αποθήκη με τα παλιά
έπιπλα ακριβώς για να απολαύσει το σεξ μαζί του χωρίς να τους ενοχλήσει κανείς.
Έβγαλε την μπλούζα της και εκείνος δεν έχασε χρόνο για να βάλει το χέρι του στα
στήθη της.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου