Κεφάλαιο
Εικοστό Δεύτερο
Ο
Ρωμανός κοντοστάθηκε φτάνοντας στην πόρτα της Ελπίδας. Στο σπίτι υπήρχε ησυχία
καθώς οι γονείς της έλειπαν. Μόνο κάπου μακριά, στο κτήμα πίσω από το σπίτι της,
ακούγονταν θόρυβοι από τα ζώα που διατηρούσαν.
-Θα
έρθεις μέσα; πρότεινε η κοπέλα.
Ο
Ρωμανός ένευσε και εκείνη άνοιξε την πόρτα. Μέσα στο σπίτι είχε δροσιά και
ημίφως. Η Ελπίδα ακούμπησε την τσάντα με τα πράγματα για τη θάλασσα σε ένα
τραπεζάκι, δίπλα στην πόρτα, και προχώρησε στο εσωτερικό του σπιτιού με τον
Ρωμανό να την ακολουθεί. Έκανε να λύσει το μαντήλι της αλλά σταμάτησε.
-Η
συνήθεια, είπε, μέσα στο σπίτι δεν το φοράω, με ζεσταίνει.
-Βγάλε
το.
-Δεν
θέλω να με βλέπεις έτσι, Ρωμανέ.
Ο
Ρωμανός πήγε κοντά της.
-Το
είπα και πριν και θέλω να με πιστέψεις. Είσαι η πιο όμορφη γυναίκα που υπάρχει,
δεν θα αλλάξει αυτό για μένα ποτέ.
Άπλωσε
το χέρι του και έλυσε το μαντήλι. Το άφησε στην πλάτη μια κοντινής καρέκλας και
χάιδεψε απαλά το γυμνό δέρμα. Η Ελπίδα έκλεισε τα μάτια της και έγειρε το
κεφάλι της στο χέρι του. Ο Ρωμανός την αγκάλιασε και εκείνη μαζεύτηκε εκεί. Ο
Ρωμανός την χάιδεψε στην πλάτη και ένιωσε τα χέρια της να τυλίγονται γύρω από
το λαιμό του. Η Ελπίδα είχε ανοίξει τα μάτια της, έδειχναν τόσο μεγάλα και
λαμπερά στο σκοτάδι, και τον κοιτούσε κατάματα. Τα χείλη της ήταν μισάνοιχτα,
τον καλούσαν να τα φιλήσει.
Αυτό
ακριβώς έκανε, έγειρε προς το μέρος της και άγγιξε τα χείλη της με τα δικά του.
Ένιωσε την Ελπίδα να ριγεί στην αγκαλιά του αλλά η κοπέλα δεν τραβήχτηκε. Αντίθετα
ένιωσε το σώμα της να πιέζει το δικό του και το χέρι της να χαϊδεύει τον λαιμό
του όπως τον είχε αγκαλιάσει.
Όταν
τελικά τραβήχτηκε, λίγο, ίσα να τον βλέπει στα μάτια και χωρίς να φύγει από την
αγκαλιά του, της είπε:
-Σε
αγαπώ, Ελπίδα.
-Είμαι
δική σου για πάντα, σε αγαπώ, Ρωμανέ, του απάντησε και μετά πρόσθεσε απαλά:
Φίλησέ με πάλι, σε παρακαλώ.
Ο
Ρωμανός δεν θα της χάλαγε χατίρι ακόμα και αν θα του ζητούσε να τα βάλει με τον
κόσμο ολόκληρο, πόσο δε που ζητούσε κάτι που τόσο ήθελε και ο ίδιος. Την φίλησε
πάλι, ένιωσε τα χείλη της να ανοίγουν και τη γλώσσα της να τον αγγίζει δειλά.
Της ανταπέδωσε το άγγιγμα, απαλά, διερευνητικά και ένιωσε την αντίδραση της
κοπέλας όπως την είχε στην αγκαλιά του.
Όταν
τελείωσε το φιλί αυτό και πάλι έμειναν αγκαλιασμένοι.
-Πίστευα
ότι δεν θα γίνει ποτέ αυτό, είπε η κοπέλα. Ότι μια μέρα θα με φιλήσεις. Σε
ευχαριστώ που το ζω αυτό μαζί σου.
Ο
Ρωμανός την φίλησε πάλι απαλά, ένιωσε τα χείλη της να ανοίγουν και τη γλώσσα
της να αγγίζει λίγο πιο τολμηρά τη δική του. Η Ελπίδα τον έσφιξε πάνω της. Εκείνος
ένιωσε τον ανδρισμό του να σκληραίνει και μετατόπισε ελαφρά το σώμα του, δεν
ήθελε να το καταλάβει η κοπέλα. Ένιωθε λίγο αμήχανα με αυτό παρότι δεν ήξερε το
γιατί ακριβώς. Ίσως ήταν το ότι δεν ήθελε να νομίζει ότι την πίεζε για κάτι
περισσότερο.
Ο
Ρωμανός έκανε πίσω μετά από λίγο και κοίταξε την Ελπίδα, τα μάτια της κοπέλας
ήταν στα δικά του. Τα μάγουλά της είχαν πάρει ένα γλυκό ροδαλό χρώμα και τα
χείλη της τον καλούσαν να την φιλήσει ξανά. Τη χάιδεψε απαλά στο μάγουλο.
-Είσαι
ό,τι πιο γλυκό και όμορφο έχει να μου προσφέρει ο κόσμος, της ψιθύρισε με τη
φωνή του να έχει βαθύνει από τη συναισθηματική φόρτιση.
-Μακάρι
να είμαι πάντα, είπε η κοπέλα.
-Πού
θέλεις να πάμε βόλτα;
-Όπου
θέλεις, μάτια μου.
Ο
Μιχάλης και η Κλερ είχαν μόλις αφήσει το σπίτι του για να κάνουν έναν περίπατο
μετά από έναν απογευματινό καφέ που είχαν πιει καθισμένοι στο τραπέζι έξω. Όπως
της είχε πει το μεσημέρι, μετά από λίγη ξεκούραση ήταν και πάλι σε θέση να
περπατήσει και αυτό έκανε κρατώντας την Κλερ από το χέρι.
-Μπορούμε
να πάμε στο ύψωμα να δούμε τη θέα;
-Ναι,
πάμε.
Το
ύψωμα έκλεινε τον όρμο από τα νοτιοδυτικά και ήταν γυμνό από ιδιαίτερη
βλάστηση. Αυτό οφειλόταν τόσο στα ζώα που το είχαν σαν βοσκότοπο αλλά και στο
γεγονός ότι το πετρώδες έδαφος δεν ευνοούσε την επιβίωση πολλών φυτών. Δεν ήταν
ψηλό αλλά δεν χρειαζόταν να ανέβουν στην κορυφή, πήραν ένα μονοπάτι που τους
έφερε αρκετά ψηλά ώστε να βλέπουν απλωμένο μπροστά τους όλον τον οικισμό μέχρι
την άλλη άκρη του όρμου.
Ήταν
σαν ένας ζωντανός πίνακας καθώς ο ήλιος είχε δύσει και τα πρώτα φώτα είχαν
αρχίσει να ανάβουν σε διάφορα σημεία. Φαίνονταν να τρεμοπαίζουν όπως τα έβλεπαν
από απόσταση και λίγοι ήχοι έφταναν ως εκείνους. Κάπου παιδιά έπαιζαν και
ακούγονταν γέλια και φωνές, μουσική από κάποια καφετέρια, το παραπονεμένο
βέλασμα ενός μικρού προβάτου.
-Είναι
πολύ όμορφα εδώ, έχει υπέροχη θέα, είπε η Κλερ.
-Ναι,
πανοραμική.
Η
Κλερ κοίταξε στο βάθος τον Μόλυβο. Εκεί φαίνονταν πιο πολλά φώτα να
λαμπυρίζουν.
-Δεν
έχω πάει ακόμα στο Μόλυβο. Είναι ωραία πόλη;
-Γραφική.
-Θα
ήθελα να πάμε ένα βραδάκι.
-Εντάξει.
Η
Κλερ κοίταξε γύρω της.
-Τι
είναι πέρα από το ύψωμα αυτό;
-Αν
περάσεις στο πλάι και πας πίσω, είναι η παραλία που κάναμε μπάνιο προχθές το
βράδυ.
-Ήταν
ωραίο κολύμπι αυτό, είπε η Κλερ.
Ο
Μιχάλης την κοίταξε χαμογελώντας και εκείνη ξέσπασε σε γέλια.
-Όχι
γιατί κολυμπήσαμε γυμνοί, είπε και μετά χαμήλωσε τη φωνή της αν και ήταν μόνοι
τους, ούτε γιατί κάναμε έρωτα σαν να είμασταν έφηβοι. Γιατί το επόμενο πρωί
πήρες από πάνω μου ένα μεγάλο βάρος. Ένα βάρος που με πλάκωνε από όταν άρχισα
να σκέφτομαι τις προοπτικές μου μαζί σου.
Η
Κλερ σταμάτησε για μια στιγμή και μετά συνέχισε κοιτώντας τον Μιχάλη στα μάτια.
-Το
όνειρο που σε ξύπνησε το μεσημέρι ήταν για μένα. Φάνηκε ότι δεν ήταν απλά ένα
όνειρο. Σε τάραξε.
Ο
Μιχάλης κοίταξε κάτω και το πρόσωπό του συννέφιασε.
-Αυτό
δεν είναι; είπε η Κλερ. Δεν μπορούμε να το αποφεύγουμε, αγάπη μου. Πες μου τι
ήταν, μη με κρατάς έξω από τις σκέψεις σου. Το να είμαι μαζί σου σημαίνει να
μοιράζομαι τις στενοχώριες σου, όχι μόνο εσύ τις δικές μου.
-Ναι,
είπε ο Μιχάλης, αυτό σημαίνει αλλά δεν ήθελα να σε λυπήσω.
-Μιχάλη,
σε αγαπώ. Αυτό σημαίνει να μοιράζομαι μαζί σου όλα όσα σε βαραίνουν. Ειδικά
όταν το βάρος αυτό το επωμίστηκες εξαιτίας μου.
Ο
Μιχάλης την κοίταξε στα μάτια.
-Μην
το ξαναπείς αυτό! Σε αγαπώ…
-Και
νομίζεις ότι εγώ σε αγαπώ λιγότερο; τον έκοψε η Κλερ. Τόσο λίγο ώστε να μην
θέλω να σηκώσω το βάρος που σηκώνεις;
Ο
Μιχάλης έβαλε τα χέρια του στους ώμους της.
-Ξέρω
πόσο με αγαπάς, Κλερ και εγώ το ίδιο, γι’ αυτό και το όνειρο ήταν τόσο
τρομακτικό.
-Τι
είδες;
-Την
Μαρία να πεθαίνει και μετά… μετά ήσουν εσύ, είπε ο Μιχάλης και η Κλερ τον
αγκάλιασε και τον έσφιξε πάνω της.
-Δεν
με νοιάζει να πεθάνω, είπε, αρκεί να ζήσω μαζί σου ως εκείνη τη στιγμή.
Ο
Μιχάλης την έκλεισε στην αγκαλιά του και η Κλερ ακούμπησε το κεφάλι της στο
στέρνο του.
-Σε
αγαπώ πολύ, της είπε, δεν ήθελα να σε ταράξω.
-Ζω
με αυτό, αγάπη μου, δεν θα με ταράξει το ότι είναι και στο δικό σου μυαλό. Αλλά
είπαμε ότι θα κάνουμε κάθε στιγμή να μετράει ως που να έρθει εκείνη η ώρα.
Η
Κλερ τον φίλησε απαλά.
-Δεν
με προστατεύεις με το να μη μου λες τι είναι στο μυαλό σου, με ανησυχεί
περισσότερο όταν καταλαβαίνω ότι κάτι μου κρύβεις. Έχουμε ανοίξει τα μύχια της
ψυχής μας, έχουμε κάνει έρωτα… Είμαστε ένα, αγάπη μου, και έτσι θα
αντιμετωπίσουμε όλα όσα έρθουν.
-Δεν
έχεις άδικο, απλά δεν ήθελα να σε φοβίσω.
-Καταλαβαίνω,
είπε η Κλερ, όπως και καταλαβαίνω τον πόνο που έχει αφήσει πίσω της η απώλεια
της Μαρίας.
-Μετά
από τόσα χρόνια έχει χαθεί ο πόνος, αλλά με άλλαξε σε πολλά πράγματα. Όχι η
απώλεια, η Μαρία και η παρουσία της στη ζωή μου.
-Ο
πρώτος έρωτας, ε;
-Ήταν
η πρώτη κοπέλα που αγάπησα, η πρώτη που φίλησα και έκανα έρωτα μαζί της. Η
πρώτη που… εκείνη άλλαξε ακόμα και τον τρόπο ζωής μου.
-Τι
εννοείς; Δεν μπορώ να σε φανταστώ να είχες έναν άλλο τρόπο ζωής.
-Όχι,
δεν είχα αλλά η Μαρία το έκανε εφικτό να ζήσω όπως θέλω.
-Πώς;
-Μερικούς
μήνες μετά τον θάνατο της Μαρίας πέθανε και η μητέρα της. Ο πατέρας της έμεινε
μόνος στον κόσμο και αποφάσισε να αποσυρθεί σε μοναστήρι. Πούλησε τα υπάρχοντά
του, έδωσε μέρος της περιουσίας του σε κοινωφελείς σκοπούς και ένα άλλο το
δώρισε στην μονή όπου πήγε, άφησε ποσά σε διάφορες αγαθοεργίες και ανακάλυψε
ότι όσα ήταν πρώτα στο όνομα της Μαρίας μου ανήκαν. Χωρίς να το πει σε κανέναν,
με είχε κάνει γενικό κληρονόμο της με διαθήκη που έφτιαξε κάποια στιγμή χωρίς
να μας το πει.
-Γι’
αυτό έχεις χρήματα;
-Με
τη συνετή διαχείριση του Αλέξανδρου στο χαρτοφυλάκιό μου έγιναν και
περισσότερα.
-Κατάλαβα,
είπε η Κλερ.
Φίλησε
το Μιχάλη απαλά και θέλοντας να τον απομακρύνει από τις δυσάρεστες σκέψεις, τον
τράβηξε από το χέρι και είπε παιχνιδιάρικα:
-Λοιπόν,
αρκετά μείναμε εδώ. Που πάμε τώρα;
-Έχω
κάτι ακόμα να σου δείξω εδώ. Ακολουθούμε αυτό το μονοπάτι.
Ο
Νίκος Βλέμμυς άφησε ένα βογκητό ευχαρίστησης καθώς ολοκλήρωνε βυθισμένος στα
καπούλια της πάντα πρόθυμης να τον ευχαριστήσει Έφης. Έριξε ένα χτύπημα στο
γυμνό γλουτό της και είπε:
-Είσαι
ωραία τσουλίτσα τελικά.
-Για
σένα είμαι ό,τι θέλεις, απάντησε η Έφη, με έναν τρόπο που ήξερε ότι τον
ερέθιζε.
-Αύριο
θα ξεκινήσουμε την εφαρμογή του σχεδίου, είπε ο Βλέμμυς. Πρώτο βήμα, να
απομακρύνουμε την αγαπημένη του από το πλάι του. Μετά θα πάμε στο επόμενο.
-Ναι,
είπε με μια έκφραση απόλυτου μίσους η Έφη, και θα υποφέρει και αυτός και το
σιχαμένο αλητάκι. Ξέσκισέ με όσο θα μου εξηγείς.
Ο
Βλέμμυς δεν χρειαζόταν άλλη παρότρυνση.
Μόλις
έφυγε ο Ρωμανός, η Ελπίδα μπήκε στο δωμάτιό της και άρχισε να γδύνεται. Ήθελε
να κάνει ένα μπάνιο για να φύγει από πάνω της το αλάτι της θάλασσας και μετά να
ξαπλώσει. Η μέρα ήταν γεμάτη με συγκινήσεις που θα την εξαντλούσαν ακόμα και αν
δεν ήταν άρρωστη, πόσο δε τώρα.
Μόλις
έβγαλε την μπλούζα της, ευχαρίστησε τον Θεό που τη φορούσε και δεν ήταν μόνο με
τη φανέλα τόση ώρα. Η φανέλα της ήταν εφαρμοστή και οι θηλές του στήθους της
διαγράφονταν ξεκάθαρα καθώς είχαν φουσκώσει ερεθισμένες. Έβγαλε και τη φανέλα
και κοίταξε τα στήθη της, φυσικά και ήταν ερεθισμένη. Είχε φιληθεί ξανά με τον
άνδρα που αγαπούσε και που την αγαπούσε. Αλλά δεν ήθελε ακόμα να το δει αυτό,
δεν ήταν έτοιμη για το επόμενο βήμα. Όχι ακόμα.
Άγγιξε
με τα χέρια της τα στήθη της και ένιωσε ένα ρίγος να την διαπερνά. Η σκέψη ότι
θα την άγγιζε έτσι ο Ρωμανός τής έφερε ακόμα ένα ρίγος που δεν είχε καμία σχέση
με αυτό του πυρετού, ήταν γλυκό και ευχάριστο.
Μπήκε
κάτω από το ζεστό νερό με τη σκέψη της στον αγαπημένο της, σκέψη που δεν άλλαξε
πηγαίνοντας για ύπνο.
Η
Ελπίδα πήγε για ύπνο με σκέψεις γεμάτες τρυφερότητα, η Φοίβη ξύπνησε νιώθοντας
το μυαλό της εφιαλτικά θολωμένο χωρίς να ξέρει το γιατί. Ένιωθε παραζαλισμένη
από τον ύπνο σαν να είχε κοιμηθεί μέρες και δυσκολευόταν να συγκεντρωθεί σαν να
είχε πιει πολύ.
Σκέφτηκε
ότι ίσως έφταιγε το ότι είχε τελείως χάσει την λογική σειρά των ωρών που
κοιμόταν και ξυπνούσε.
Δεν
βρήκε κανέναν στη σουίτα αλλά είδε ότι η μητέρα της είχε φως και πήγε με
αβέβαια βήματα εκεί. Άνοιξε την πόρτα και στάθηκε. Κοκκίνισε από ντροπή με το
θέαμα που αντίκρισε. Η μητέρα της ήταν καθισμένη ολόγυμνη στην άκρη του
κρεβατιού, ένας άντρας ήταν γονατισμένος ανάμεσα στα πόδια της και της πρόσφερε
με προθυμία στοματικό σεξ. Η μητέρα της άφηνε κραυγές ηδονής ενώ ο άνδρας την
περιποιόταν.
Την
επόμενη στιγμή η ντροπή της μετατράπηκε σε τρόμο όταν είδε ποιος ήταν ο άνδρας.
Με μια κραυγή φρίκης όρμησε έξω από το δωμάτιο και μετά από το ξενοδοχείο.
Άρχισε να τρέχει στα δρομάκια του οικισμού ενώ πάνω από το κεφάλι της ο
συννεφιασμένος ουρανός ξεσπούσε μια καταιγίδα.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου