Μέρες Του Φθινοπώρου 23

Author: Νυχτερινή Πένα /

Κεφάλαιο Εικοστό Τρίτο

 

-Λοιπόν; Πώς ήταν η μέρα σας; Εκτός από το μπάνιο που κάνατε! ρώτησε η Δωροθέα καθώς καθόταν με τα παιδιά της γύρω από το τραπέζι για το δείπνο. Ήταν εκείνη και τα τέσσερα παιδιά της μαζί με την Δέσποινα.

-Είχαμε πολλές περιπέτειες σήμερα, είπε ο Ρωμανός και διηγήθηκε τα όσα είχαν γίνει και είχε κινδυνεύσει με αποβολή.

-Παραλίγο να σε αποβάλουν για την άρρωστη; Τι δουλειά είχες να την προστατεύσεις και να την υπερασπιστείς; είπε η Δέσποινα άγρια.

-Ναι, γιατί η Ελπίδα είναι για εμένα το παν, η γυναίκα που αγαπώ.

-Καλά, εντάξει, είπε ειρωνικά η Δέσποινα. Ξέρεις πόσες φορές θα το πεις στη ζωή σου αυτό; Κάτσε να σου την πέσει μια κανονική γυναίκα και να δεις πόσο γρήγορα θα ξεχάσεις την αρρωστιάρα σου.

-Αν θες να ξέρεις, είπε ο Ρωμανός με μάτια που έβγαζαν φωτιές, το δοκίμασα και αυτό. Πήγα με μια γυναίκα πρόθυμη να μου τα προσφέρει όλα αλλά δεν κατάφερε να με κάνει να ξεχάσω την Ελπίδα.

-Ας μη μαλώνουμε, είπε η Δωροθέα σε μια προσπάθεια κατευνασμού. Χρωστάμε πολλά στον Μιχάλη.

-Μην αλλάζεις θέμα εσύ! Ξέρουμε δα γιατί στάζεις μέλι όταν μιλάς για αυτόν. Με τέτοιο παράδειγμα, τι να περιμένω από τον γιο σου; Προφανώς κι εκείνος με αρρωστιάρα θα τα βρει!

-Μας έβγαλε από την δύσκολη θέση με την τράπεζα, βοήθησε τον Ρωμανό… Θα έλεγα ότι του χρωστάμε.

-Έχει λόγο που βοηθάει, είπε δηκτικά η Δέσποινα.

-Μακάρι να είχε, θα του τον έδινα πρόθυμα, απάντησε η Δωροθέα.

Μάνα και κόρη αγριοκοιτάχτηκαν.

-Δεν χρωστάμε μόνο στον Μιχάλη, πήρε τον λόγο η Φωτεινή και διηγήθηκε τα δικά της παθήματα αποφεύγοντας μόνο το κομμάτι σχετικά με τη δική της αντίδραση.

-Έτσι γνωρίστηκες με τον Δελμάρ; Πολύ ωραία!

-Έχω μια ιδέα, είπε η Δωροθέα. Τώρα που έχουμε πράγματα να γιορτάσουμε, ας κάνουμε ένα τραπέζι το Σάββατο με την ευκαιρία της γιορτής μου την Κυριακή.

-Και να καλέσουμε εκείνους που θέλουμε να ευχαριστήσουμε;

-Ναι, Φωτεινή, και όποιον άλλο θέλετε.

-Καθόλου κακή ιδέα, είπε η Δέσποινα με το μυαλό της να καταστρώνει ήδη σχέδια.

 

Ο Μιχάλης έδειξε στην Κλερ ένα χαμηλό κτίσμα στα ριζά του υψώματος. Ήταν άσπρο με τοίχους φρεσκοασβεστωμένους, και με μια σκεπή με κοκκινωπά κεραμίδια. Από το μονοπάτι κατέβαιναν μερικά σκαλοπάτια στην πόρτα του.

-Έλα, της είπε και πλησίασε τα σκαλιά. Πρόσεξε μην σκοντάψεις στο τοιχάκι.

-Τι είναι αυτό; Παγίδα; αστειεύθηκε η Κλερ.

-Όχι, είναι για να μην μπαίνουν νερά στις πολλές βροχές.

Κατέβηκαν και ο Μιχάλης άνοιξε την πόρτα. Η Κλερ μπήκε και ανακάλυψε ότι ήταν ένα μικρό εκκλησάκι. Είχε δάπεδο από μεγάλες και φανερά παμπάλαιες πλάκες, ένα απλό ξύλινο τέμπλο και είχε μερικά καθίσματα. Ένα αναλόγιο βρισκόταν στην μια πλευρά και απέναντί του ένα παλιό μανουάλι με άμμο και δυο μικρά καντηλάκια στην άκρη.

-Είναι αφιερωμένο στον άγιο Γεώργιο, υπήρχε από παλιά και τη μορφή που έχει τώρα την πήρε κάπου το 1960 που το ανακαινίσανε.

-Χρησιμοποιείται;

-Κυρίως σαν ένα μικρό προσκύνημα. Έρχονται να προσκυνήσουν, ανάβουν και τα καντήλια. Σπάνια γίνεται λειτουργία, αλλά έχει τύχει να λειτουργηθώ εδώ.

Έξω ακούστηκε μια δυνατή βροντή και ξέσπασε η βροχή.

-Θα μείνουμε για λίγο εδώ φαίνεται, είπε η Κλερ.

Ο Μιχάλης κάθισε σε μια καρέκλα και η κοπέλα τον μιμήθηκε.

-Δεν μπαίνουν νερά; τον ρώτησε.

-Όχι.

-Τότε είναι μια χαρά αφού είμαι μαζί σου.

 

Ο Βασίλης ήταν ξαπλωμένος στο κρεβάτι της Μάρθας. Ένιωθε χορτασμένος από σεξ και διέγερση. Σίγουρα είχε διαλέξει λάθος κυρία Κόρβου για να αρραβωνιαστεί, η Φοίβη ήταν γλυκιά, και υποταγμένη σε βαθμό αβουλίας, αλλά η Μάρθα ήταν το κάτι άλλο. Ήταν τελείως αχαλίνωτη στο σεξ, δεν υπήρχε κάτι που δεν θα έκανε.

Θα μπορούσε βέβαια να κρατήσει την Φοίβη σαν γυναίκα του και να την απατάει με την Μάρθα. Η Μάρθα δεν θα είχε αντίρρηση. Η Φοίβη θα είχε αλλά ακόμα και αν το ανακάλυπτε δεν θα έκανε τίποτα, η Μάρθα της είχε διαλύσει την αυτοπεποίθηση σε βαθμό που δεν θα σήκωνε κεφάλι ποτέ. Χώρια που χωρίς την μητέρα της δεν είχε τίποτα, δεν είχε που να πάει.

Αναρωτήθηκε τι να έκανε και αν κοιμόταν ακόμα η μνηστή του. Δεν είχε αντίρρηση να της κάνει σεξ και εκείνης. Ειδικά τώρα τελευταία που είχε αρχίσει να κάμπτει τις αντιρρήσεις της και να την αναγκάζει να δέχεται το πρωκτικό σεξ και να μην έχει καμία αντίσταση σε όποιες και αν ήταν οι ορέξεις του.

Ο ανδρισμός του σε πλήρη διέγερση τον έκανε να σηκωθεί από το κρεβάτι και να επιστρέψει στο δικό του υπνοδωμάτιο όπου διαπίστωσε ότι η Φοίβη δεν βρισκόταν εκεί. Προφανώς είχε βγει, ίσως τους αναζητούσε. Καλά που δεν τους είχε αναζητήσει πιο κοντά γιατί θα του είχε χαλάσει τα σχέδια.

Με ένα πρόστυχο χαμόγελο αναρωτήθηκε αν θα μπορούσαν να την πείσουν με την Μάρθα για μια τριπλέτα. Είχε ξαναπάει με δύο γυναίκες μαζί αλλά ποτέ με μάνα και κόρη μαζί. Στη σκέψη ένιωσε τον ερεθισμό του να αυξάνει και επέστρεψε κοντά στην Μάρθα που ήταν ακόμα στο μπάνιο.

Μπήκε και αυτός κάτω από το ζεστό νερό και αγκάλιασε την ερωμένη του από πίσω. Το ένα χέρι του έμεινε γύρω από τη μέση της και το άλλο γλίστρησε ανάμεσα στα πόδια της και στο κέντρο της γυναικείας φύσης της.

-Η Φοίβη έχει βγει, είπε ο Βασίλης πιέζοντας τον ανδρισμό του στο άνοιγμα των γοφών της.

-Τι περιμένεις; απάντησε η Μάρθα. Ιδιαίτερη πρόσκληση;

Ο Βασίλης βύθισε τον ανδρισμό του μέσα της και η Μάρθα βόγκηξε με ευχαρίστηση.

-Ναι… Ναι… είπε. Μη σταματάς.

Κανείς από τους δύο δεν αναρωτήθηκε τι γινόταν η Φοίβη.

 

Έτρεχε.

Έτρεχε σαν να μπορούσε με κάποιο τρόπο να αφήσει πίσω την εικόνα που είχε δει. Να την σβήσει από τη μνήμη της που της την έφερνε ξανά και ξανά μπροστά στα μάτια της. Η μητέρα της να απολαμβάνει την χυδαία σεξουαλική πράξη τελείως ξεδιάντροπα και όχι με έναν τυχαίο εραστή όπως είχε κάνει από όταν η ίδια ήταν ακόμα παιδί, αλλά με τον άντρα που θα παντρευόταν την κόρη της.

Τον Βασίλη που την είχε αρραβωνιαστεί και υποτίθεται ότι με το νέο έτος θα την παντρευόταν. Τον Βασίλη που από την αρχή της σχέσης τους μιλούσε ανοιχτά για τις σεξουαλικές πρακτικές και τι του άρεσε. Τον Βασίλη που είχε επιβληθεί στο κορμί της στην παραλία ενώ εκείνη δεν ένιωθε να έχει τη διάθεση για σεξ. Τον Βασίλη που της είχε πει ευθαρσώς ότι μετά το γάμο θα του άρεσε να την γλεντήσει από πίσω. Εκείνον που είχε πάντα την υποστήριξη της μητέρας της. Και τώρα είχε και την προτίμησή της.

Ας τον χαιρόταν λοιπόν…

Εκείνη είχε τελειώσει μαζί τους. Και με όλα τα άλλα. Δεν είχε βρει ευτυχία σε τίποτα, δεν είχε βρει γαλήνη. Ίσως ο θάνατος να της έδινε αυτό το τελευταίο. Άρχισε να ανεβαίνει το ύψωμα με το παράξενο όνομα. Θα πήγαινε στην άκρη και θα ριχνόταν στον γκρεμό.

Γλίστρησε στο μαλακωμένο από τη βροχή χώμα και έπεσε κάτω. Προσπάθησε να σηκωθεί αλλά γλίστρησε πάλι και έπεσε. Το νυχτικό της, καθώς είχε βγει έξω όπως ήταν την ώρα που είδε τον αρραβωνιαστικό της να κάνει σεξ με τη μάνα της δεν είχε ντυθεί, ήταν πλέον μούσκεμα και την πάγωνε. Μόνο τα πέδιλά της είχε φορέσει μιας και ήταν ξυπόλυτη όταν τους είχε δει στο δωμάτιο αλλά και αυτά είχαν φύγει από τα πόδια της με την πτώση.

Δεν πείραζε, μπορούσε να πεθάνει και εδώ. Το κρύο θα έκανε τη δουλειά. Ήδη ένιωθε παγωμένη.

Έκλεισε τα μάτια της.

 

-Ρωμανέ.

Η Φωτεινή είχε προφέρει το όνομα του αδερφού της λίγο πιο δυνατά από ψίθυρο αλλά εκείνος γύρισε αμέσως προς το μέρος της. Είχαν ξαπλώσει στα κρεβάτια τους όπως και οι υπόλοιποι μέσα στο σπίτι. Ο Ρωμανός είχε ξαπλώσει γυρισμένος προς το παράθυρο από το οποίο φαινόταν το στοιχειωμένο φως των αστραπών.

-Τι είναι;

-Γιατί δεν κοιμάσαι;

-Σκεφτόμουν, είπε ο Ρωμανός.

-Τι; Την Ελπίδα;

-Ναι, αλλά και εσένα.

-Γιατί εμένα; ξαφνιάστηκε η Φωτεινή. Ανακάθισε στο κρεβάτι της και κοίταξε τον αδερφό της.

-Γιατί βρέθηκες σε κίνδυνο σήμερα. Έγινε κάτι άσχημο που…

Η Φωτεινή σηκώθηκε από το κρεβάτι της και πήγε στου αδερφού της. Τον αγκάλιασε και του είπε:

-Ρωμανέ, είσαι ο αδερφός μου. Είμαστε μαζί από την αρχή της ύπαρξης μας, δεν θα σε αφήσω ποτέ μόνο σου να αντιμετωπίσεις οτιδήποτε. Είτε είναι ένας ηλίθιος καθηγητής είτε μια τσουλάρα που θέλει να πονέσει το κορίτσι που αγαπάς και που είναι η πιο στενή μου φίλη.

Ο Ρωμανός την αγκάλιασε και εκείνος. Χάιδεψε τα μαλλιά της.

-Οι δυο μας εναντίον του κόσμου; της είπε τρυφερά.

-Ναι, έτσι φαίνεται.

-Εσύ γιατί δεν κοιμάσαι;

-Σκεφτόμουν αυτό το τραπέζι το Σάββατο.

-Γιατί;

-Δεν κατάλαβες ότι η μητέρα μας έχει πάλι σχέδια να κοιμηθεί με τον Μιχάλη;

-Και γιατί ανησυχείς; Ο Μιχάλης δεν ενδιαφέρεται, και είναι προφανώς άνθρωπος του λόγου του. Δεν θα κάνει κάτι μαζί της.

-Είναι άνδρας, Ρωμανέ, μπορεί να λυγίσει αν η μητέρα του τα προσφέρει όλα στο πιάτο.

-Δεν θα λυγίσει, θα άφηνα εγώ την Ελπίδα για το σεξ οποιασδήποτε γυναίκας;

-Εκείνος όμως δεν έχει μια Ελπίδα. Ή δεν το ξέρουμε τουλάχιστον.

-Μην ανησυχείς, πήγαινε για ύπνο. Να ανησυχείς πιο πολύ για τη γιαγιά.

-Γιατί;

-Ο Μιχάλης της προκαλεί εκνευρισμό και εγώ θα καλέσω την Ελπίδα στο τραπέζι. Βάλε και το ότι θα αρνηθώ την όποια πρόταση για την κόρη του Αχλιόπτα… Θα της ανέβει το αίμα στο κεφάλι.

Η Φωτεινή γέλασε.

-Με εμένα δεν έχει τέτοιο πρόβλημα, κάθε άλλο. Μου έρχεται να μην καλέσω τον Αλέξη για να μην της κάνω το χατίρι και να το κάνω άλλη μέρα!

-Μην την αφήσεις να σου χαλάσει τη μέρα, ούτε και να σου αλλάξει τα σχέδια.

Η Φωτεινή έγνευσε και άφησε την αγκαλιά του Ρωμανού για να επιστρέψει στο κρεβάτι της.

-Καληνύχτα, του είπε, όνειρα γλυκά.

Ο Ρωμανός της το ανταπέδωσε και ξάπλωσε. Τα δικά του θα ήταν σίγουρα γλυκά, μετά τα όσα είχαν γίνει σήμερα δεν είχε αμφιβολία ότι θα ονειρευόταν την Ελπίδα. Αυτό που δεν ήξερε ήταν ότι απόψε και οι σκέψεις της αδερφής του για πρώτη φορά στη ζωή της γύριζαν σε ένα αγόρι με ζεστό χαμόγελο και τόσο ασυνήθιστο επώνυμο.

 

Η βροχή σταμάτησε όταν είχε νυχτώσει για τα καλά. Ο Μιχάλης και η Κλερ είχαν περάσει την ώρα αυτή συζητώντας στο ημίφως, το σκοτάδι διέκοπτε μόνο το φως από τα δυο μικρά καντηλάκια που βρίσκονταν στο εκκλησάκι. Η κοπέλα είχε φέρει την καρέκλα της δίπλα στου αγαπημένου της και εκείνος την είχε αγκαλιάσει από τους ώμους. Έτσι είχαν περάσει όλη την ώρα και δεν θα τους ένοιαζε αν συνέχιζε να βρέχει ως το πρωί.

-Θα είναι δύσκολο να πάμε σπίτι; ρώτησε η Κλερ μόλις βγήκαν από το εκκλησάκι και ενώ ο Μιχάλης ασφάλιζε την πόρτα.

-Όχι, θέλει λίγο προσοχή αλλά δεν είναι πρόβλημα.

Ξεκίνησαν με το φως από τους φακούς των κινητών τους να επιστρέψουν. Δεν είχαν πάει ωστόσο πολύ μακριά όταν βρήκαν μπροστά τους κάτι τελείως αναπάντεχο. Ένα σώμα πεσμένο στο μονοπάτι.

Ο Μιχάλης πήγε κοντά στο πεσμένο σώμα και διαπίστωσε ότι ήταν μια κοπέλα με ελάχιστο ντύσιμο. Δεν φαινόταν να έχει χτυπήσει και δεν υπήρχαν ίχνη αίματος.

-Είναι…

-Όχι, είπε ο Μιχάλης ψάχνοντας τον σφυγμό της κοπέλας, είναι ζωντανή. Είναι παγωμένη και ο σφυγμός της αδύναμος. Χρειάζεται γιατρό.

-Έχει στο χωριό;

Ο Μιχάλης κούνησε το κεφάλι του αρνητικά.

-Μόνο στο πλοίο μπορούμε να βρούμε γρήγορα γιατρό και βοήθεια, είπε ενώ πληκτρολογούσε έναν αριθμό. Μόλις του απάντησαν, άρχισε να δίνει οδηγίες για το πώς να τους βρουν και εξήγησε ποια κατάσταση αντιμετώπιζαν.

Έκλεισε το τηλέφωνο και άρχισε να τρίβει τους καρπούς της κοπέλας που δεν έδειχνε να καταλαβαίνει τίποτα και να μην αντιδρά. Η Κλερ γονάτισε δίπλα του και τον βοήθησε.

-Πρέπει να την κρατήσουμε ζεστή, είπε ο Μιχάλης, όσο είναι δυνατόν.

 

Η Έφη έβγαλε τη ρόμπα της και κάθισε στην άκρη του κρεβατιού που μοιραζόταν με την Κατερίνα. Εκείνη ήταν γονατισμένη πάνω στο κρεβάτι και έβαλε τα χέρια της στους ώμους της μόλις κάθισε. Άρχισε να της κάνει ένα ελαφρύ μασάζ.

-Ωραίο είναι, αναστέναξε η Έφη.

Είχε πάψει να κοιμάται στην καμπίνα της, μοιραζόταν την καμπίνα και το κρεβάτι της Κατερίνας. Η Κατερίνα μετακινήθηκε πιο κοντά της και ένιωσε τα στήθη της να πιέζουν την πλάτη της ενώ κατέβαζε τα χέρια της στα στήθη της Έφης. Τα έκλεισε στις χούφτες της και η Έφη αναστέναξε με ευχαρίστηση.

-Χαρά, φώναξε η Κατερίνα και μια καμαριέρα μπήκε στην καμπίνα.

Η Έφη ντράπηκε που την έβλεπε έτσι αλλά η καμαριέρα δεν φαινόταν να το προσέχει. Κάτι περίεργο συνέβαινε, η έκφρασή της ήταν κάπως κενή, σαν να ονειροβατούσε.

-Γδύσου! πρόσταξε η Κατερίνα.

Η καμαριέρα υπάκουσε και έβγαλε τα ρούχα και τα εσώρουχά της με έναν αισθησιακό τρόπο που έκανε την Έφη να ερεθιστεί. Η Κατερίνα που είχε ακόμα τα χέρια της στα στήθη της, της είπε:

-Σου αρέσει, ε;

-Ναι, είπε η Έφη και η φωνή της βγήκε βραχνή.

-Χαρά, πρόσφερε στην φίλη μου την ηδονή που πρέπει.

Η καμαριέρα γονάτισε μπροστά στην Έφη και έβαλε τα χέρια της στους γυμνούς μηρούς της.

-Ό,τι θέλω; είπε η Έφη.

-Ναι!

-Κάνε μου στοματικό, είπε η Έφη και έγειρε στην αγκαλιά της Κατερίνας. Είναι λεσβία;

-Όχι, κάθε άλλο. Αλλά το φάρμακο που της έδωσα κατήργησε τη βούλησή της. Είναι αυτό που θα δώσουμε στον πρώην σου για να παίξει τον ρόλο που θέλουμε.

-Υπέροχα, είπε η Έφη, και έχω μια ιδέα για να τον ταπεινώσω ακόμα περισσότερο!

 

Ο Ρωμανός άνοιξε τα μάτια του. Για μια στιγμή δεν ήξερε τι ήταν που τον ξύπνησε αλλά μετά είδε το φωτάκι στο κινητό του και κατάλαβε. Είχε μήνυμα. Σηκώθηκε και το πήρε. Το μήνυμα ήταν από την Ελπίδα:

«Σε σκέφτομαι και σε αγαπώ. Τώρα και για πάντα.»

Κοίταξε την ώρα αποστολής και συνειδητοποίησε ότι το μήνυμα δεν είχε αργήσει να έρθει, είχε μόλις αποσταλεί. Η Ελπίδα ήταν ξύπνια τέτοια ώρα; Γιατί;

«Σε αγαπώ και εγώ. Γιατί δεν κοιμάσαι, αγάπη μου;»

«Αχ! Σε ξύπνησα, συγγνώμη. Σε σκεφτόμουν και δεν συγκρατήθηκα, σου έστειλα μήνυμα.»

«Καλά έκανες, γιατί δεν κοιμάσαι όμως;»

«Ξύπνησα και δεν μπορώ να ξανακοιμηθώ… Ξέρεις πώς είναι…»

Ήξερε πραγματικά. Του το είχε εκμυστηρευθεί την πρώτη φορά που είχε ολοκληρώσει έναν κύκλο θεραπείας και ήταν καλύτερα. Τη νύχτα που ήταν μόνη της ήταν πολύ πιο δύσκολο να αντιμετωπίσει τον φόβο ότι την επόμενη φορά δεν θα τα κατάφερνε, ότι η επόμενη επιδείνωση ίσως έφερνε το τέλος.

Της έστειλε ακόμα ένα μήνυμα.

«Είσαι μόνη;»

«Ναι, οι δικοί μου είναι στο Πλωμάρι στα άλλα χωράφια και δεν επέστρεψαν. Έπιασε η βροχή και είπαν να μην μετακινηθούν με αυτόν τον καιρό.»

Ο Ρωμανός καταλάβαινε τώρα τι συνέβαινε. Η Ελπίδα περνούσε μια ανήσυχη νύχτα μόνη με τον φόβο να τη στοιχειώνει. Δεν άργησε να λάβει την απόφασή του.

«Θέλεις να έρθω εκεί;»

Η απάντηση άργησε να έρθει. Ήξερε το γιατί. Η Ελπίδα ήθελε να πάει αλλά δεν ήθελε να τον ξεβολέψει μέσα στη νύχτα. Τελικά όμως ο φόβος ήταν πιο δυνατός και η απάντηση ήταν:

«Αν θέλεις.»

Ο Ρωμανός ντύθηκε και ξύπνησε την Φωτεινή. Της εξήγησε τι θα έκανε και εκείνη συμφώνησε.

Διένυσε την απόσταση ως το σπίτι της Ελπίδας γρήγορα. Φτάνοντας χτύπησε την πόρτα σιγανά και η κοπέλα τού άνοιξε αμέσως. Τον αγκάλιασε σφιχτά.

-Σε ευχαριστώ, του είπε.

Μπήκαν μέσα και η κοπέλα κλείδωσε. Μετά του ένευσε να την ακολουθήσει και πήγαν στο δωμάτιό της. Ήταν βαμμένο σε παλ χρώματα και επιπλωμένο με κρεβάτι και κομοδίνα, αλλά και ένα γραφείο με μια καρέκλα. Η Ελπίδα κάθισε στο κρεβάτι της και ο Ρωμανός στην καρέκλα του γραφείου της δίπλα της.

-Πέσε να μην κρυώνεις, είπε ο Ρωμανός.

-Εσύ;

-Είμαι εντάξει.

-Θα κρυώσεις, θα κάνει πιο πολύ κρύο όσο θα προχωράει η νύχτα.

-Μην ανησυχείς.

Η Ελπίδα ξάπλωσε αλλά τραβήχτηκε και χτύπησε με το χέρι της το στρώμα.

-Έλα, ξάπλωσε εδώ.

Ο Ρωμανός της έδειξε τα ρούχα του.

-Είμαι ντυμένος.

-Γδύσου, είπε η Ελπίδα.

Ο Ρωμανός την κοίταξε. Η κοπέλα τον κοιτούσε στα μάτια. Στο σχεδόν απόλυτο σκοτάδι του δωματίου έδειχναν πιο μεγάλα. Της χαμογέλασε και έκανε αυτό που του ζήτησε. Μετά ξάπλωσε στο κρεβάτι και η Ελπίδα τον κάλυψε με τα σκεπάσματά της. Τον αγκάλιασε και ακούμπησε το κεφάλι της στον ώμο του.

-Σε ευχαριστώ που ήρθες. Δεν ήθελα να σε αναστατώσω τέτοια ώρα αλλά… μερικές φορές ο φόβος είναι αδυσώπητος εχθρός, ειδικά όταν είμαι μόνη.

-Δεν είσαι πια μόνη. Ποτέ δεν θα είσαι.

Ο Ρωμανός αγκάλιασε την Ελπίδα και εκείνη κόλλησε το σώμα της πάνω του σαν να ζητούσε προστασία και σιγουριά.

-Δεν θα σε αφήσω μόνη ποτέ, της υποσχέθηκε.

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου