Κεφάλαιο
Τριακοστό Τέταρτο
-Μην
βλέπετε την ιστορία σαν ένα νεκρό αντικείμενο, σαν έναν κατάλογο με αχρείαστες
πληροφορίες. Δείτε την σαν ένα σύνολο γεγονότων, σαν μια διήγηση με αρχή και
τέλος.
Ο
Μιχάλης κοιτούσε τους μαθητές καθώς μιλούσε. Παρότι πολλοί δεν συμφωνούσαν με
την άποψή του, τον άκουγαν γιατί τους άρεσε ο τρόπος που μιλούσε. Είχε
αμεσότητα και δεν τους έβλεπε αφ’ υψηλού όπως οι καθηγητές τους.
-Δείτε
την σαν μια αφήγηση σπουδαίων γεγονότων με συνέπειες.
-Εντάξει
αλλά δεν είναι και το Game
of
Τhrones! πετάχτηκε ένας μαθητής.
-Οι
Λάνιστερ μπροστά στους αυλικούς του Βυζαντίου ήταν γατάκια, να σε πληροφορήσω,
είπε ο Μιχάλης. Για παράδειγμα. Ο Ρωμανός ο Β’ είναι αυτοκράτορας μερικά
χρόνια, έχει μια όμορφη γυναίκα και δύο γιους, τον Βασίλειο και τον
Κωνσταντίνο. Όλα καλά. Μέχρι που πεθαίνει ξαφνικά στα 24 και έχουμε κενό
εξουσίας. Η Θεοφανώ, η γυναίκα του, παντρεύεται τον εραστή της Νικηφόρο Φωκά
και ανεβαίνει στο θρόνο. Ο ευνούχος Βασίλειος που κινεί τα νήματα δεν είναι
ευχαριστημένος γιατί ο νέος αυτοκράτορας είναι πολύ ανεξάρτητος για να τον
επηρεάσει και πολύ δημοφιλής για να τον συκοφαντήσει.
-Δεν
τον σκότωσε;
-Φυσικά,
μόνο που η Θεοφανώ πρόλαβε και παντρεύτηκε τον Ιωάννη Τσιμισκή, επίσης
επιτυχημένο και ικανό στρατηγό.
-Τον
δολοφόνησε και αυτόν;
-Ναι,
και ο Βασίλειος προσπάθησε να πείσει τον συνονόματό του να επιδοθεί σε μια ζωή
ακολασίας και να αφήσει σε αυτόν την διοίκηση αλλά ο Βασίλειος αποφάσισε να
διοικήσει και τότε βρέθηκε αντιμέτωπος με ένα άλλο πρόβλημα. Δύο εισβολές,
Άραβες από τη μια, Βούλγαροι από την άλλη και ταυτόχρονα δύο στάσεις εναντίον
του.
-Τα
κατάφερε;
-Ναι,
και έμεινε στο θρόνο 49 χρόνια.
-Μια
χαρά, δεν γράφετε το βιβλίο της ιστορίας; Σίγουρα θα το κάνετε πιο ενδιαφέρον
από αυτούς που το γράψανε τώρα.
Ο
Μιχάλης γέλασε.
-Θα
το σκεφτώ, στο μεταξύ δείτε την ιστορία με αυτή την προοπτική, και μην νομίζετε
ότι είναι μοναδική η περίπτωση που ανέφερα. Η Βυζαντινή ιστορία έχει πολλές
τέτοιες.
Το
κουδούνι για το διάλειμμα χτύπησε και ο Μιχάλης ευχαρίστησε τους μαθητές.
Κατευθύνθηκε προς το γραφείο του διευθυντή. Στον προθάλαμο, βρήκε τον Αθάνατο
να συζητάει με έναν κουστουμαρισμένο άνδρα. Δίπλα του στεκόταν μια κοπέλα. Με
πουκάμισο και παντελόνι, αμφότερα επίσημα και καθόλου προκλητικά, ο Μιχάλης
κόντεψε να μην αναγνωρίσει την Νίκη Υακίνθου. Συμπέρανε ότι ο άνδρας ήταν ο
πατέρας της.
-Α,
Μιχάλη, είπε ο Αθάνατος με ένα πονηρό παιχνίδισμα στα μάτια, να σου συστήσω τον
κύριο Παναγιώτη Υακίνθου, σημαίνοντα επαγγελματία του νησιού.
-Χαίρω
πολύ, είπε ο Μιχάλης.
-Διδάσκετε
εδώ; είπε ο Υακίνθου ενώ η Νίκη κοίταξε τον Μιχάλη και βλεφάρισε περνώντας τη
γλώσσα από τα χείλη της. Ύστερα σταύρωσε τα χέρια της κάτω από τα στήθη της σαν
για να τα τονίσει.
-Έκανα
κάποια μαθήματα σαν επισκέπτης καθηγητής, είπε ο Μιχάλης.
-Νόμιζα
ότι αυτό είναι μια πανεπιστημιακή τακτική.
-Συνήθως
ναι, είπε ο Αθάνατος, αλλά μιας και ο Μιχάλης βρέθηκε εδώ… Τον είχα κάποτε
καθηγητή και είπα ότι θα έκανε καλό να μιλήσει στους μαθητές για το πάθος που
μπορεί να έχει κάποιος για την Ιστορία και να μην την βλέπει σαν βαρετή
υποχρέωση.
-Κατάλαβα,
είπε ο Υακίνθου. Έχετε διδάξει και στην τάξη της Νίκης;
-Ναι,
βέβαια.
-Δεν
είσαστε εσείς στο περιστατικό με τη χειροδικία…
Ο
Μιχάλης κατάλαβε αλλά αποφάσισε να το χειριστεί αλλιώς.
-Δεν
ήμουν εγώ… ήταν μια κυρία Ράλλη.
-Την
ξέρω, είναι η υπεύθυνη του τμήματος.
-Αλλά
ξέρω το περιστατικό.
-Οπότε
μπορείτε να καταθέσετε;
-Να
καταθέσω;
-Θα
κάνουμε μήνυση σε αυτόν τον αλήτη που τόλμησε να χτυπήσει την κόρη μου.
-Είστε
σίγουρος ότι θέλετε να καταθέσω; Γιατί δεν έχω σκοπό να την υπερασπιστώ.
Αντίθετα θα είμαι υπέρ του.
-Τι
πράγμα;
-Την
χαστούκισε σε μια παραφορά αλλά προηγουμένως η κόρη σας είχε κοροϊδέψει για την
έλλειψη μαλλιών την κοπέλα του…
-Δεν
είναι αυτή…
-…
που πάσχει από λευχαιμία, ολοκλήρωσε ο Μιχάλης με έναν τόνο που έκοψε την φόρα
του συνομιλητή του.
Ο
Υακίνθου έμεινε αμίλητος.
-Νικολέττα,
είπε στην κόρη του μετά, έκανες τέτοιο πράγμα;
-Ε…
είναι…
-Δεν
με νοιάζει τι είναι, θα πας να της ζητήσεις συγγνώμη και θα αλλάξεις σχολείο.
-Μα…
-Αυτό
που είπα.
«Ο
πλοίαρχος διοικητής Μάσσιμο Τζιοβάνι Φερέρα, αποφάσισε να παραπλεύσουμε το
βόρειο άκρο του νησιού και να πλεύσουμε για τη Μήθυμνα όπου θα πιάναμε λιμάνια
για επισκευές…» διάβασε η Φοίβη το κείμενο στο φύλλο χαρτιού που βρισκόταν πάνω
στην ειδική πλάκα.
-Μιλάς
Ιταλικά;
Η
κοπέλα γύρισε και αντίκρισε τον Ντάνιελ.
-Ναι,
ήθελα πάντα να επισκεφθώ τη Φλωρεντία και την Βενετία.
-Και
τα μιλάς αρκετά καλά για να μπορείς να διαβάσεις το κείμενο αυτό.
-Μπορεί
να μην κατάφερα να πάω στην Ιταλία αλλά την γλώσσα την έκανα κτήμα μου.
-Μπορείς
να μας βοηθήσεις σίγουρα, είπε ο Ντάνιελ, αν δεν βιάζεσαι να επιστρέψεις στην
Αθήνα.
Η
Φοίβη τον κοίταξε και αναρωτήθηκε τι θα έπρεπε να απαντήσει.
Ο
Ντάνιελ της είχε δείξει διάφορα μέρη του πλοίου ξεκινώντας από την γέφυρα και
το δωμάτιο των ηχοβολιστικών συσκευών που ερευνούσαν τον βυθό, ως το χειρισμό
του ρομποτικού τους ερευνητή και το βαθυσκάφος που διέθεταν για βάθη στα οποία
δεν μπορούσαν να κατέβουν δύτες.
Της
είχε δείξει τα εργαστήρια όπου συντηρούσαν τα ευρήματα που είχαν περισυλλέξει.
Μετά από την παραμονή στην θάλασσα για αιώνες χρειάζονταν φροντίδα για να
επιστρέψουν στην επιφάνεια και έξω από το νερό. Σε ένα τέτοιο βρίσκονταν και
τώρα. Τα έγγραφα που είχαν βρει στο βυθισμένο πλοίο ξεπλένονταν σε ειδικό
διάλυμα από το αλατόνερο και μετά στέγνωναν σε κατάλληλες συνθήκες μέσα σε
θήκες όπως εκείνη που περιείχε το έγγραφο που είχε διαβάσει.
-Θα
χρειαστείτε ίσως το κρεβάτι, είπε.
-Αν
αποφασίσεις να μείνεις μαζί μας, θα σου βρούμε καμπίνα, δεν θα σε αφήσουμε στο
αναρρωτήριο!
Ο
Ντάνιελ γέλασε και εκείνη τον μιμήθηκε. Ένιωθε άνετα μαζί του, την κοιτούσε στα
μάτια όταν της μιλούσε, της έδινε την αμέριστη προσοχή του, και ήταν
διακριτικός. Δεν είχε κάνει λόγο για τα γεγονότα που την είχαν οδηγήσει στην
απόγνωση και την είχαν φέρει στο πλοίο του. Ούτε ήταν επικριτικός απέναντί της
όπως έκανε συνέχεια ο Βασίλης. Αντίθετα ήταν ευγενικός, όχι μόνο με εκείνη αλλά
και με τα μέλη του πληρώματος και τους συνεργάτες του.
-Δεν
βιάζομαι να επιστρέψω στην Αθήνα.
-Τότε
είσαι παραπάνω από ευπρόσδεκτη να μείνεις, είπε ο Ντάνιελ, και σίγουρα μπορείς
να μας βοηθήσεις.
Θα
της άρεσε να είναι μέλος της ομάδας. Είχε γευματίσει μαζί τους και της άρεσε το
κλίμα συντροφικότητας που είχαν, τα φιλικά πειράγματα, το ομαδικό πνεύμα.
Γέλασε
πάλι νιώθοντας την ψυχή της ξαλαφρωμένη για πρώτη φορά εδώ και πολύ καιρό.
Ο
Μιχάλης μπήκε στο σπίτι του και κοντοστάθηκε. Παραλίγο να μην το ξανάβλεπε ποτέ
αν τα σχέδια της Έφης είχαν πετύχει. Εκείνος θα ήταν στη φυλακή ατιμασμένος και
με φριχτές τύψεις και η μικρή Θάλεια νεκρή έχοντας δει από τον κόσμο μόνο τη
χειρότερη πλευρά του. Αλλά χάρη στον τραυματισμό που πολλές φορές τον είχε
βασανίσει, είχε καταφέρει να ανατρέψει την αρρωστημένη σκέψη της Έφης και να
σώσει τη Θάλεια αλλά και τη Χαρά.
Τις
είχε συνοδέψει στο αεροδρόμιο για να πάρουν το αεροπλάνο για την Αθήνα. Η Χαρά
θα συνόδευε την Θάλεια ως την Αθήνα όπου περίμενε η μητέρα της και μετά θα
συνέχιζε για το χωριό της και το πατρικό της σπίτι. Δεν ήθελε να παραμείνει
στην Αθήνα.
Το
κινητό που χτύπησε τον έβγαλε από τις σκέψεις του.
-Ναι;
-Μιχάλη;
Ήταν
η Δωροθέα για να τον καλέσει για δείπνο και εκείνος δέχθηκε. Δεν είχε προλάβει
να το αφήσει όταν χτύπησε και πάλι, ο Μιχάλης απάντησε. Ήταν η Κλερ και όλα τα
άλλα ξεχάστηκαν.
Ο
Ρωμανός ξάπλωσε και η Ελπίδα που ήταν ήδη ξαπλωμένη χώθηκε στην αγκαλιά του. Ο
Ρωμανός την έσφιξε πάνω του και άκουσε την Ελπίδα να αφήνει έναν απαλό
αναστεναγμό.
-Τι
είναι, αγαπημένη μου; την ρώτησε χαϊδεύοντάς την τρυφερά στην πλάτη.
-Τίποτα,
μην ανησυχείς, είπε η κοπέλα. Απλά είναι ωραία έτσι. Νιώθω ότι είμαι εκεί που
πρέπει να είμαι.
Ο
Ρωμανός χαμογέλασε και τη φίλησε.
-Είσαι
εκεί που πρέπει, αγάπη μου, το ίδιο και εγώ.
-Σε
ευχαριστώ που ήρθες να μείνεις μαζί μου αυτές τις μέρες. Μου έδωσες κάτι που
μόνο ονειρευόμουν και φοβόμουν ότι δεν θα προλάβω να ζήσω,
-Τι;
-Την
απλή καθημερινότητα, να διαβάσουμε μαζί, να μείνουμε μαζί οι δυο μας, να σου
μαγειρέψω.
Ο
Ρωμανός την φίλησε και πάλι και την κράτησε στην αγκαλιά του προσπαθώντας να
διώξει τον φόβο που του έσφιγγε την καρδιά.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου