Κεφάλαιο
Εικοστό Ένατο
-Ωραία
ήταν, είπε η Φωτεινή αφήνοντας τον ήλιο να χαϊδέψει το κορμί της ξαπλωμένη σε
μια πετσέτα στην παραλία. Πολύ καλή η ιδέα σου, Αλέξη.
-Μου
αρέσει εδώ. Έχει ησυχία.
Είχαν
πάει για μπάνιο στα Αμπέλια και μετά από αρκετό κολύμπι είχαν βγει στην άμμο να
ξεκουραστούν. Η Φωτεινή είχε αποφασίσει να απολαύσει λίγο τον ήλιο που τώρα
ήταν πιο φιλικός από ό,τι το καλοκαίρι και ο Αλέξης είχε καθίσει δίπλα της.
-Τέτοια
εποχή δεν έρχεται πια κανένας εδώ.
-Είναι
αλήθεια, ακόμα ένας λόγος να την προτιμώ.
-Είσαι
μοναχικός τύπος.
Ο
Αλέξης χαμογέλασε και γύρισε να την κοιτάξει.
-Εσύ
και ο αδερφός σου είστε οι πρώτοι που έρχομαι κοντά από όταν ήρθα στο σχολείο
σας.
-Αλήθεια;
-Είμαι
εσωστρεφής, έχω αλλάξει και πολλά σχολεία.
-Γιατί;
Εννοώ γιατί έχεις αλλάξει σχολεία;
-Ο
πατέρας μου είναι στρατιωτικός ιατρός και έτσι έχω μετακινηθεί πολλές φορές. Γι’
αυτό ήρθα και στο μέσον της περσινής χρονιάς. Κανονικά έπρεπε να πηγαίνω στην
Μυτιλήνη αλλά επειδή ο θείος μου είναι εδώ με φέρανε σε αυτό το σχολείο.
-Η
μητέρα σου; Τι δουλειά κάνει εκείνη;
-Η
μητέρα μου έχει πεθάνει.
-Ω!
Λυπάμαι, λυπάμαι πολύ! είπε η Φωτεινή και ανακάθισε. Με συγχωρείς που στο
θύμισα.
-Δεν
την γνώρισα, πέθανε στη γέννα. Γι’ αυτό και δεν έχω αδέρφια.
Η
Φωτεινή τον αγκάλιασε αυθόρμητα. Ο Αλέξης την κράτησε πάνω του. Παρά την ώρα
που είχε περάσει στη θάλασσα μπορούσε ακόμα να μυρίσει το άρωμα που φορούσε η
κοπέλα και τη θέρμη του κορμιού της, ο ήλιος την είχε στεγνώσει και την είχε
ζεστάνει. Ένιωθε την απαλή πίεση του στήθους της στο στέρνο του όπως η κοπέλα
ανέπνεε ήρεμα.
-Δεν
πειράζει, της είπε. Η Φωτεινή έκανε λίγο πίσω και ο Αλέξης την κοίταξε στα
μάτια. Είναι όλα εντάξει.
Η
κοπέλα έκανε να ξαπλώσει και πάλι στην πετσέτα της και ο Αλέξης την κράτησε να
γείρει απαλά πίσω και βρέθηκε σε απόσταση αναπνοής από το πρόσωπό της. Το
βλέμμα του βυθίστηκε στα μάτια της, λαμπερά στο φως του μεσημεριανού ήλιου, στα
μισάνοιχτα χείλη της. Ύστερα τη φίλησε.
Τα
χείλη του χάιδεψαν τα δικά της απαλά, ύστερα έπιασε ανάμεσα στα δικά του το
κάτω χείλος της, και ξανά τη φίλησε καλύπτοντας τα χείλη της. Η Φωτεινή τον
αγκάλιασε, ένιωσε το χέρι της να τον χαϊδεύει στην πίσω πλευρά του λαιμού του
εκεί που τελείωναν τα μαλλιά του.
Αγκάλιασε
την Φωτεινή από τη μέση, την ξάπλωσε στην πετσέτα και συνέχισε το φιλί τους.
Άνοιξε τα χείλη της και η γλώσσα του συνάντησε τη δική της. Την ένιωσε να ριγεί
στην αγκαλιά του.
Για
τη Φωτεινή ήταν σαν να είχε χαθεί όλος ο υπόλοιπος κόσμος και να ήταν μόνοι
τους οι δυο τους. Το φιλί του Αλέξη την καλούσε να αφεθεί και τη στιγμή που η
γλώσσα του άγγιξε τη δική της ένιωσε το κορμί της να παίρνει φωτιά. Δεν ήταν
μόνο το κύμα ευχαρίστησης που κατέκλυσε το σώμα της αλλά και οι επιμέρους
αισθήσεις της που οξύνθηκαν σε βασανιστικό βαθμό.
Μπορούσε
να μυρίσει το άφτερ σέηβ του Αλέξη, ένα άρωμα που το είχε προσέξει και όταν τον
είχε φιλήσει στο σχολείο και της άρεσε από τότε. Ένιωθε έντονα το χέρι του στη μέση
της λίγο πιο πάνω από το μαγιό της και αναρωτήθηκε τι θα συνέβαινε αν κατέβαζε
αυτό το χέρι λίγο πιο κάτω. Το σώμα του γεροδεμένο και ζεστό κάτω από τα χέρια
της την καλούσε να το εξερευνήσει. Ένιωσε τα στήθη της σαν να ήταν πιο βαριά,
σαν κάπως να είχε αυξηθεί ο όγκος τους και να μη χωρούσαν πια στο μπικίνι της,
τις θηλές να ασφυκτιούν στο ύφασμα που τις κάλυπτε.
Η
γλώσσα της ακολούθησε τη δική του στο ερωτικό παιχνίδι και τον γεύτηκε ακόμα
περισσότερο. Ένιωσε να υγραίνεται, μια αίσθηση που της ήταν πρωτόγνωρη και
έστειλε ένα ηδονικό ρίγος σε όλο το σώμα της. Δεν μπορούσε να κρατήσει τα πόδια
της πια όπως πριν κολλητά και σταυρωμένα στους αστράγαλους. Τα μετακίνησε
λυγίζοντας το ένα και αγγίζοντας τον Αλέξη στο πλευρό. Εκείνος έγειρε πιο κοντά
της και το σώμα του άγγιξε το δικό της. Ένιωσε τον ερεθισμό του πάνω στην ήβη
της, σκληρό, απαιτητικό. Σημάδι ότι την ήθελε, ότι και ο ίδιος ένιωθε όπως
εκείνη. Πίεσε το σώμα της πάνω του και ένιωσε μια ευφορία που δεν είχε ποτέ
νιώσει.
Τώρα
δεν αναρωτιόταν, ήθελε να πάει πιο κάτω το χέρι του ο Αλέξης. Ήθελε να της
κάνει έρωτα. Ήταν σίγουρη ότι ο Αλέξης ήταν για εκείνη ο ένας. Εκείνος που την
είχε βοηθήσει, την είχε προστατεύσει, ένας άνδρας που έκανε την καρδιά της να χτυπάει και που την ήθελε
και εκείνος.
Ο
Αλέξης είχε απόλυτη συναίσθηση ότι λίγο ύφασμα βρισκόταν μόνο ανάμεσα σε
εκείνους και το ερωτικό τους σμίξιμο. Την ήθελε, αλλά δεν ήθελε να γίνει έτσι, όχι
παρασυρμένοι από πάθος αλλά μετά από συνειδητή επιλογή, δεν ήθελε η Φωτεινή να
είναι σαν τις άλλες.
Τραβήχτηκε
και την κοίταξε στα μάτια.
-Δεν
πρέπει… είπε και η φωνή του είχε βαθύνει από την ερωτική επιθυμία. Όχι ακόμα… Όχι
τώρα…
Η
Φωτεινή ένευσε, αλλά δεν τον άφησε από την αγκαλιά της. Και ο Αλέξης Δελμάρ δεν
είχε αντίρρηση να συνεχίσει να την κρατάει στην αγκαλιά του και να τη νιώθει να
χαλαρώνει από την έξαψη της ερωτικής διέγερσης.
Η
Φοίβη σταμάτησε να κλαίει και έμεινε για λίγο στην αγκαλιά του Μιχάλη, με το
πρόσωπο στο στέρνο του και τα χέρια της γαντζωμένα στα μπράτσα του. Άρχισε να
ηρεμεί παίρνοντας βαθιές ανάσες και ξαφνικά συνειδητοποίησε τι έκανε.
Τραβήχτηκε από τον Μιχάλη και είπε κοκκινίζοντας:
-Με
συγχωρείς. Δεν είχα το δικαίωμα…
Ο
Μιχάλης χαμογέλασε.
-Δεν
υπάρχει κανένα πρόβλημα. Το είχες ανάγκη.
-Κάνεις
αυτό που έχουν οι άλλοι ανάγκη πολλές φορές;
Δαγκώθηκε.
Θυμήθηκε την πρόταση της μητέρας της και αναρωτήθηκε αν η ερώτησή της θα
μπορούσε να εκληφθεί σαν πρόκληση ή σαν φλερτ. Κοίταξε τον Μιχάλη που την
κοίταζε ατάραχος.
-Προσπαθώ
να βοηθώ τους άλλους αν μπορώ, και ένας ώμος για να κλάψεις δεν ήταν καμιά σπουδαία
θυσία.
-Η
μητέρα μου… ξεκίνησε η Φοίβη αλλά σταμάτησε. Δεν θέλω να τη θυμάμαι. Μπορώ να
βγω μια βόλτα; Να περπατήσω στο κατάστρωμα;
Ο
Μιχάλης ένευσε.
-Φυσικά,
ντύσου και βγες. Αλλά να μου υποσχεθείς ότι δεν θα πηδήσεις στη θάλασσα.
-Το
υπόσχομαι, δεν το αξίζει ούτε εκείνη και βέβαια ούτε ο άλλος…
-Μην
το σκέφτεσαι, βγες, πάρε τον αέρα σου και αν θελήσεις κάτι, μας λες.
-Ευχαριστώ,
είπε η Φοίβη. Αν εσύ και η κοπέλα σου δεν με είχατε βρει, θα είχα πεθάνει.
-Δεν
χρειάζεται να μας ευχαριστείς, κάναμε αυτό που έπρεπε.
Ο
Ρωμανός και η Ελπίδα είχαν αρκετή ώρα καθισμένοι στην κουζίνα του σπιτιού της
κοπέλας συζητώντας, όταν εκείνη ρώτησε:
-Θέλεις
να φάμε κάτι;
-Ναι,
είπε ο Ρωμανός, η αλήθεια είναι ότι πείνασα. Τι καλό έχεις;
-Αν
πεινάς πολύ, να ζεστάνω κάτι από τα έτοιμα, αν δεν βιάζεσαι μπορώ να σου
μαγειρέψω.
Ο
Ρωμανός την κοίταξε και μάντεψε τι ήθελε.
-Εντάξει,
μπορείς να μαγειρέψεις ό,τι θέλεις.
Το
πρόσωπο της κοπέλας φωτίστηκε από ένα χαμόγελο.
-Ωραία,
είπε. Θα σου φτιάξω κάτι πολύ νόστιμο και χορταστικό.
Ο
Μιχάλης βρήκε την Κλερ στο κατάστρωμα να ατενίζει την ακρογιαλιά. Την πλησίασε,
η κοπέλα φαινόταν ήρεμη αλλά σκεφτική.
-Κλερ;
Γύρισε
και τον κοίταξε, η έκφρασή της μαλάκωσε και χαμογέλασε.
-Δείχνει
τελείως διαφορετική από εδώ ή παραλία, είπε, αλλά κατάφερα να βρω τα σημεία
αναφοράς. Εκεί είναι που κάναμε μπάνιο, σωστά;
Ακολούθησε
το χέρι της που έδειχνε.
-Ναι,
πολύ σωστά, πέρα από εκείνο το ακρωτήριο είναι τα Αμπέλια.
-Θα
ήθελα να ξαναπάμε.
-Όποτε
θέλεις.
-Δυστυχώς
θα πρέπει να περιμένει, και δεν ξέρω τα σχέδιά σου… Πόσο ακόμα θα μείνεις στην
Μυτιλήνη;
Ο
Μιχάλης συνοφρυώθηκε.
-Μην
ανησυχείς, δεν είναι κάτι κακό, τον πρόλαβε η Κλερ. Το τηλεφώνημα ήταν από τον
τραπεζίτη μου στο Λονδίνο. Πρέπει να επιστρέψω για λίγο για να δούμε κάποια
θέματα. Κάποιος κινήθηκε χτυπώντας κάποιες μετοχές μου και ήθελε να μιλήσουμε
σχετικά.
-Θέλεις
να έρθω μαζί σου;
-Δελεαστική
πρόταση, είπε η Κλερ με ένα χαμόγελο, αλλά δεν χρειάζεται. Έχεις να κάνεις
πράγματα εδώ. Αυτό που θα ήθελα να κάνεις είναι να μην επιστρέψεις στην Αθήνα
αν ολοκληρώσετε με την καραβέλα σας εδώ. Θα ήθελα να κάνουμε λίγες διακοπές
ακόμα.
-Εντάξει.
Θες να βγούμε στην στεριά;
-Θα
το ήθελα. Έκλεισα ήδη εισιτήριο για αύριο για την Αθήνα, πρέπει να ετοιμαστώ.
Η
Νίκη βόγκηξε με ευχαρίστηση καθώς έφτανε σε οργασμό με τον Δημήτρη. Ήταν
καθισμένη πάνω στον εραστή της, της άρεσε να τελειώνει έτσι και ο Δημήτρης δεν
είχε καμία αντίρρηση.
Είχαν
περάσει τις τελευταίες ώρες κάνοντας αχαλίνωτο σεξ, ήταν και οι δύο εθισμένοι
στις απολαύσεις του κρεββατιού, και όχι μόνο, όπως συνήθιζε να λέει η Νίκη, και
είχαν την ίδια πλήρη απουσία αναστολών.
-Δεν
στο είχα ότι είσαι τόσο πονηρός, είπε στον εραστή της ενώ ξάπλωνε στο
γεροδεμένο σώμα του. Να παραδεχτείς αμέσως αυτό που θα σου έφερνε μόνο μια
αποβολή για να μην προχωρήσει το πράγμα και αναφερθεί κάτι που είναι ποινικά
κολάσιμο.
-Είχα
καλή δασκάλα, είπε ο Δημήτρης χαδεύοντας, το γυμνό πισινό της. Τι θα κάνουμε
τώρα;
-Τώρα;
Εσύ που δεν έχεις υποχρέωση, μπορείς όσο θα είμαστε σε μάθημα να ρημάξεις το
αυτοκίνητο του Δελμάρ.
-Έχω
μια ιδέα, μπορεί να μη βγει και πολύ ακέραιος από αυτό που θα του κάνω.
-Αν
τον κάνεις ανίκανο για σεξ, θα έχεις επιπλέον πόντους, είπε η Νίκη.
-Εσύ
τι σχεδιάζεις;
-Θα
προκαλέσω τον Στασινό, μόλις με χαστουκίσει θα καλέσω τον πατέρα μου, αυτή τη
φορά δεν θα μιλάμε για αποβολή, θα μιλάμε για μήνυση!
-Έχεις
διαβολικό μυαλό, είπε ο Δημήτρης, και κορμί κόλαση.
-Έλα
να σε κάψει η φλόγα του, είπε η Νίκη, ξαναμμένη από τα σχέδιά της αλλά και τα
κομπλιμέντα του.
Ο
Μιχάλης κοίταξε την Κλερ που έκλεινε τη βαλίτσα της.
-Θα
μου λείψεις, της είπε.
Εκείνη
γύρισε και τον κοίταξε. Τα μάτια της ήταν βουρκωμένα.
-Μακάρι
να μην χρειαζόταν να πάω αλλά δεν γίνεται.
Ο
Μιχάλης την αγκάλιασε και την κράτησε σφιχτά πάνω του.
-Θα
σε περιμένω να γυρίσεις.
Η
Κλερ τον φίλησε στον λαιμό και του ψιθύρισε.
-Αλλά
θα φύγω αύριο, και η νύχτα ακόμα είναι στην αρχή της, έλα, αγαπημένε μου. Ας
την περάσουμε μαζί με τον πιο γλυκό τρόπο.
Η
Φωτεινή μπήκε κάτω από το ντουζ και άφησε το νερό να την αγκαλιάσει
απολαυστικά. Έκλεισε τα μάτια της και άφησε το χλιαρό νερό να την ξεπλύνει από
την αλμύρα της θάλασσας και να κατευνάσει τον ερεθισμό που ακόμα κυριαρχούσε
στο σώμα της. Μετά το μπάνιο με τον Αλέξη είχαν πάει για φαγητό και είχαν μετά
πάει μια βόλτα με το αυτοκίνητο.
Είχαν
πολλές φορές φιληθεί και κάθε φορά το φιλί άφηνε το σώμα της να φλέγεται για
περισσότερα, για να βιώσει πληρέστερα την απόλαυση του φιλιού του, την ίδια
ευχαρίστηση να την νιώσει σε όλο το σώμα της. Να κάνει έρωτα με τον Αλέξη.
Το
ήθελε και η ίδια αλλά και ο Αλέξης, δεν είχε κάνει έρωτα μέχρι τώρα αλλά ήξερε
να ερμηνεύσει τα σημάδια και καταλάβαινε ότι και εκείνος την ήθελε. Αλλά ακόμα
δεν έπρεπε να γίνει. Είχαν περάσει έτσι το απόγευμα μιλώντας, ανταλλάσσοντας
φιλιά και χάδια και στο τέλος η Φωτεινή τον είχε καλέσει στο δείπνο το Σάββατο.
Της
είχε πει ότι ο πατέρας του θα ήταν υπηρεσία και δεν θα μπορούσε να παρευρεθεί
αλλά ο ίδιος θα το έκανε.
Τώρα
μετά από μια μέρα, που είχε χαραχτεί για πάντα στη μνήμη της ως η μέρα που είχε
δώσει το πρώτο της κανονικό φιλί, γεμάτη με συναρπαστική ένταση και υπέροχες
στιγμές, ήταν έτοιμη να πέσει για ύπνο.
Αναρωτήθηκε
που βρισκόταν ο αδερφός της.
Ο
Ρωμανός έπλεε στα ίδια και μεγαλύτερα πελάγη ευτυχίας από την δίδυμή του. Μετά
φαγητό με την Ελπίδα είχαν περάσει την ώρα τους συζητώντας και με έναν μικρό
περίπατο στα δρομάκια του οικισμού. Επιστρέφοντας είχαν καθίσει να δουν μια
ταινία. Η κοπέλα που οι αντοχές της δεν ήταν ίδιες με του αγαπημένου της είχε
αποκοιμηθεί στην αγκαλιά του όπως κάθονταν στον καναπέ.
Ιπποτικά
δεν ήθελε να την ξυπνήσει και όταν τελείωσε η ταινία την σήκωσε στην αγκαλιά
του και την πήγε στο κρεβάτι της. Την ξάπλωσε και τότε η κοπέλα άνοιξε τα μάτια
της.
-Τι
ώρα είναι; ρώτησε νυσταγμένα.
-Ώρα
για ύπνο.
Την έγδυσε με λίγη βοήθεια από εκείνη, και την έβαλε με το εσώρουχο και τη φανέλα για ύπνο. Ύστερα γδύθηκε και εκείνος και ξάπλωσε δίπλα της. Η Ελπίδα χώθηκε στην αγκαλιά του και ο Ρωμανός ένιωσε ότι κανένας άνθρωπος στην γη, δεν είχε περισσότερα από εκείνον.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου