Κεφάλαιο
Τριακοστό Πρώτο
-Πάει
και αυτή η μέρα, είπε ο Ρωμανός καθώς έβγαινε με την Ελπίδα και την αδερφή του
από το σχολείο.
-Και
χωρίς άλλους μπελάδες, είπε η Ελπίδα.
-Δεν
θα έλεγα ότι δεν φτάνανε όσοι είχαμε σε μια εβδομάδα, είπε η Φωτεινή, ακόμα και
αν μας βγήκαν σε καλό.
-Σε
καλό; έκανε ο Ρωμανός αλλά η απάντηση ήρθε μόνη της καθώς ο Αλέξης τους
πλησίασε.
-Πάμε
για ένα μπάνιο μιας και ο καιρός κρατάει; τους πρότεινε.
Ο
Μιχάλης κοίταξε ατάραχος τον άνδρα που τον σημάδευε.
-Θα
έρθεις μαζί μου τώρα, είπε εκείνος.
-Να
κλείσω…
-Προχώρα!
είπε ο άλλος και ο Μιχάλης περιορίστηκε να τραβήξει την πόρτα πίσω του.
Στο
δρόμο βρισκόταν ένα αυτοκίνητο με έναν ακόμα άνδρα που περίμενε στο τιμόνι και
με την μηχανή αναμμένη. Ο Μιχάλης κάθισε στη θέση του συνοδηγού και ο άνδρας με
το όπλο πίσω του για να τον έχει συνέχεια υπό την απειλή του με την κάννη
κολλημένη στην πλάτη του.
Ξεκίνησαν.
Ο Μιχάλης αναρωτιόταν αν θα έπρεπε να δοκιμάσει να διαφύγει. Δεν είχε καμία
αμφιβολία για το ποιος βρισκόταν πίσω από αυτήν την απαγωγή, αυτό που δεν
μπορούσε να καταλάβει ήταν ο λόγος. Αν ο Βλέμμυς ήθελε να ασχοληθεί μαζί του,
γιατί δεν τον είχε σκοτώσει αλλά έβαζε να τον απαγάγουν;
Το
αυτοκίνητο βγήκε στην επαρχιακή οδό και τώρα θα ήταν αυτοκτονία όποια κίνηση
και αν δοκίμαζε.
Δεν
πήγανε μακριά, σταματήσανε πριν μπουν στην Πέτρα. Ο Μιχάλης κοίταξε την
εκκλησία πάνω στον βράχο. Ίσως δεν θα την ξανάβλεπε. Ίσως δεν έβλεπε άλλη μέρα
στη ζωή του. Η σκέψη του πήγε στην Κλερ, καλύτερα που είχε φύγει. «Ας είναι
εκείνη ασφαλής,» ευχήθηκε.
Πήγαν
στην αμμουδιά και εκεί τους περίμενε ένα φουσκωτό που τους μετέφερε γρήγορα στο
γιοτ που βρισκόταν στα ανοιχτά. Ο Μιχάλης οδηγήθηκε γρήγορα σε μια καμπίνα
χωρίς να δει κανέναν.
Μόλις
μπήκε, άκουσε μια κραυγή:
-Μιχάλη
μου!
Μια
μικρή φιγούρα έπεσε πάνω του και τον αγκάλιασε. Ο Μιχάλης διαπίστωσε ότι ήταν η
Θάλεια. Γονάτισε και την αγκάλιασε και εκείνος. Ένιωσε το μικρό κορμάκι να
τρέμει στην αγκαλιά του και την καρδούλα του που χτυπούσε δυνατά από τον φόβο.
-Σε
πειράξανε;
Το
κοριτσάκι ένευσε αρνητικά.
-Πότε
σε πήρανε από το σπίτι σου;
-Χθες.
Ο
Μιχάλης δεν πρόλαβε να πει τίποτα. Οι άνδρες επέστρεψαν, τον έπιασαν από τα
μπράτσα και τον κάθισαν σε μια καρέκλα. Τον έγδυσαν τελείως και μετά τον έδεσαν
στην καρέκλα.
-Θάλεια
μου, είπε στο κοριτσάκι, πήγαινε στην πόρτα και δες τη θάλασσα, μην κοιτάζεις
εμένα.
Το
κοριτσάκι όμως ήταν τρομοκρατημένο. Κοιτούσε χωρίς να καταλαβαίνει τι
συνέβαινε. Τα μάτια του άνοιξαν ξαφνικά με φόβο και ο Μιχάλης στράφηκε να δει
τι συνέβαινε. Στην καμπίνα είχε μπει η Έφη.
Ο
Γουίλλιαμ μπήκε στη γέφυρα του Βίκτορυ όπου ο Ντάνιελ κοιτούσε με κιάλια το
σκάφος του Βλέμμυ.
-Ο
Μιχάλης έχει εξαφανιστεί, δεν απαντάει στις κλήσεις και δεν είναι σπίτι.
-Ετοιμαστείτε
για έφοδο.
-Τον
εντόπισες;
-Όχι,
αλλά η σκάλα επιβίβασης είναι από την άλλη πλευρά του πλοίου, οπότε δεν
σημαίνει τίποτα αυτό.
-Κάνουμε
έφοδο λοιπόν;
-Ναι,
και μετά αν επιζήσει κανένας, θα τον παραδώσουμε στις αρχές.
-Εσύ;
είπε ο Μιχάλης.
Η
Έφη χαμογέλασε.
-Δεν
το περίμενες ε;
Ένας
άνδρας πλησίασε και έκανε μια ενδοφλέβια ένεση στον Μιχάλη.
-Θα
με δηλητηριάσεις;
-Όχι,
είπε η Έφη και κάθισε ιππαστί στον Μιχάλη. Κάτι χειρότερο.
Η
Έφη λίκνισε το σώμα της πάνω του και ένιωσε τον ανδρισμό του να σκληραίνει.
-Με
θες; του είπε με έναν σιροπιαστό, αποπλανητικό τρόπο.
Ο
Μιχάλης θα ένιωθε μεγαλύτερη έλξη για ένα άγαλμα παρά για την Έφη εκείνη τη
στιγμή αλλά είχε αποκτήσει ήδη μια στύση που ήταν σχεδόν επώδυνη. Η Έφη
χαμογέλασε με κακία.
-Δεν
έχεις δει ακόμα τίποτα.
Ο
Μιχάλης αναρωτήθηκε τι συνέβαινε. Δεν ήταν μόνο η διέγερσή του, ένιωθε σε
έντονο βαθμό τη ζέστη ενώ ήταν ολόγυμνος. Μετά κατάλαβε, η ένεση ήταν κάποιο
φάρμακο.
-Ξέρεις,
είπε η Έφη, θα μπορούσα να σε βάλω να μου ικανοποιήσεις όλες μου τις ορέξεις
και δεν θα μπορούσες να σταματήσεις. Θα σε εξευτέλιζα. Αλλά θα κάνω κάτι που θα
σε πονέσει ακόμα πιο πολύ.
Σηκώθηκε
από την αγκαλιά του. Του έδειξε μια σύριγγα γεμάτη με ένα υπόλευκο υγρό.
-Με
αυτό θα κάνεις ό,τι θέλω αλλά πριν από αυτό…
Σταμάτησε
και χαμογέλασε με κακία.
-Χαρά!
Η
καμαριέρα μπήκε στην καμπίνα. Το βλέμμα της ήταν απλανές και δεν φαινόταν να
αντιλαμβάνεται τι συνέβαινε. Ο Μιχάλης
κατάλαβε, το φάρμακο που του είχε δείξει η Έφη είχε ήδη χρησιμοποιηθεί σε αυτήν
την άτυχη κοπέλα και θα ακολουθούσε και ο ίδιος. Αυτό το φάρμακο είχε
προμηθεύσει ο άχρηστος εραστής της Κόρβου στον Βλέμμυ.
-Γδύσου.
Η
κοπέλα γυμνώθηκε τελείως και η Έφη της είπε με πρόστυχη απόλαυση:
-Ο
φίλος μου θέλει ένα στοματικό.
Η
Χαρά γονάτισε ανάμεσα στα πόδια του Μιχάλη.
-Όχι,
είπε εκείνος, όχι κορίτσι μου. Μην το κάνεις αυτό, είπε ο Μιχάλης και στράφηκε
στην βασανίστριά του. Σταμάτα, Έφη, δεν σου έφταιξε τίποτα η κοπέλα. Ό,τι έχεις
είναι με μένα! Άφησέ την έξω απ’ αυτό.
-Με
σένα και το αλητάκι σου. Η Χαρά είναι απλά ένα εργαλείο. Ένα που τελειώνει
απόψε μάλιστα η χρήση του.
-Τι
θα της κάνεις; ρώτησε ο Μιχάλης και ένα αθέλητο βογγητό ξέφυγε από τα χείλη του
καθώς η Χαρά πραγματοποιούσε την εντολή της Έφης με ζήλο.
-Θα
δεις, είπε η Έφη. Και δεν θα μπορείς να κάνεις κάτι να το σταματήσεις. Δεν σου
έδωσα ακόμα το φάρμακο για να έχεις πλήρη συναίσθηση τι σου κάνει η Χαρά. Ναι,
ξέρω πόσο το απεχθάνεσαι και πόσο ταπεινωμένος είσαι τώρα. Αλλά αυτό δεν είναι
τίποτα.
Ο
Μιχάλης ήξερε ότι δεν μπορούσε να εμποδίσει την κοπέλα που του πρόσφερε αυτήν
την πρόστυχη υπηρεσία από το να τον φτάσει στην ολοκλήρωση και της είπε:
-Λυπάμαι
πάρα πολύ. Λυπάμαι που γίνομαι η αιτία για να σου συμβεί αυτό και σου υπόσχομαι
ότι δεν θα μείνει ατιμώρητη αυτή η κακοποίηση.
-Κακοποίηση;
Αυτή δεν είναι κακοποίηση, αυτό που θα πάθει μετά θα είναι.
Ο
Μιχάλης έφτασε στην ολοκλήρωση και παρά την ευφορία που κατέλαβε το κορμί του
δεν είπε τίποτα για να μη δώσει στην Έφη την ικανοποίηση. Η Χαρά τραβήχτηκε
αλλά παρέμεινε γονατιστή μπροστά του. Η Έφη έκανε στον Μιχάλη την δεύτερη ένεση
και μετά κάθισε πάλι στην αγκαλιά του ειρωνικά.
-Με
θέλεις; ρώτησε. Όχι, ε;
-Λύσε
με και θα πάρεις την απάντηση!
-Τόσο
σκληρός, τόσο κακός!
Ο
Μιχάλης τινάχτηκε προσπαθώντας να την ρίξει και η Έφη γέλασε.
-Μην
κουνιέσαι πολύ, του είπε, μπορεί να με πηδήξεις και δεν θες να μου δώσεις την
απόλαυση αυτή, έτσι δεν είναι;
Σηκώθηκε
από την αγκαλιά του.
-Χαρά,
είπε, πρόσφερε στον φίλο μου τα οπίσθιά σου!
Η
κοπέλα γύρισε με την πλάτη στον Μιχάλη και έγειρε μπροστά προσφέροντάς του το
άνοιγμα των γλουτών της. Η Έφη γέλασε και έσκυψε στο αυτί του:
-Θα
την πάρεις από πίσω, αλλά τι να σου κάνει μια γυναίκα; Γιατί όχι και μια
δεύτερη; Μια φρέσκια μάλιστα.
Ο
Μιχάλης κοίταξε έντρομος την Θάλεια.
-Ναι,
είπε με σαδιστική ευχαρίστηση η Έφη, με τα φάρμακα που έχεις πάρει θα το κάνεις
και δεν θα μπορέσεις να σταματήσεις. Θα βιάσεις τη Χαρά και μετά το αλητάκι
σου, ξανά και ξανά ως που να πεθάνει από αιμορραγία. Μετά θα σας βρουν οι
αρχές, αυτές νεκρές και εσύ για πάντα ατιμασμένος και στη φυλακή.
-Αν
βλάψεις την Θάλεια, θα σε σκοτώσω!
Η
Έφη τον άγγιξε φευγαλέα ενώ τον έλυνε.
-Βίασε
τες! Ξέσκισέ τες.
Ο
Μιχάλης την κοίταξε με απλανές βλέμμα και η Έφη κραύγασε
-Τώρα…
Έριξε
από πάνω της τη ρόμπα που φορούσε, ήταν ερεθισμένη, σαν βρισκόταν από ώρες στο
κρεβάτι με εραστή, αλλά στην πραγματικότητα την ηδόνιζε ο πόνος που θα
προκαλούσε.
-Πάρε
τη με βία, είπε, να πονέσει, να ουρλιάξει.
Ο
Μιχάλης σηκώθηκε όρθιος και τρέκλισε. Αργά, σαν να ήταν νευρόσπαστο κινήθηκε
και γονάτισε πίσω από την κοπέλα. Έβαλε τα χέρια του στους γοφούς της.
-Πού
είναι η περηφάνειά σου τώρα, ε; Πού είναι; Σκίσε τη και μετά το αλητάκι σου.
Ο
Μιχάλης τράβηξε την Χαρά στην αγκαλιά του και την χάιδεψε απαλά. Της ψιθύρισε
στο αυτί.
-Σου
είπα να την ξεσκίσεις!
Η
Έφη σήκωσε το χέρι της να χτυπήσει τον Μιχάλη αλλά την περίμενε μια άσχημη
έκπληξη. Ο Μιχάλης σήκωσε το χέρι του και άρπαξε το δικό της. Την κοίταξε και
το βλέμμα του δεν ήταν πια απλανές.
-Τι;
-Είμαι
σακάτης… Το είπες τόσες φορές όσο είχαμε μια σχέση. Αλλά ποτέ δεν σκέφτηκες τι
σημαίνει, έτσι δεν είναι;
-Σημαίνει
ότι είσαι ένας ανάπηρος.
-Ένας
ανάπηρος που πονάει, και έχει πάρει φάρμακα πολλές φορές και πολλά δυνατά
φάρμακα. Αυτό που μου έδωσες είναι για εγχειρητικούς σκοπούς κανονικά όχι για
να εξυπηρετούνται ανώμαλες ορέξεις. Έχω μια αντοχή στο φάρμακο, μου ζήτησες να
κάνω κάτι τελείως έξω από τον χαρακτήρα μου και κατάφερα να πω όχι. Και τώρα
είναι η ώρα της ανταπόδοσης!
Η
Έφη πισωπάτησε ενώ χλόμιαζε.
-Σε
παρακαλώ, μην με πειράξεις.
-Σου
είχα πει ότι αν πειράξεις το κορίτσι αυτό, θα σε σκοτώσω.
Η
Έφη έπεσε στα γόνατά.
-Ταπείνωσέ
με, είπε, μεταχειρίσου με σαν την χειρότερη πόρνη, αλλά άφησέ με να ζήσω. Σε
παρακαλώ!
Ο
Μιχάλης έβαλε τα χέρια του στο κεφάλι της. Θα μπορούσε να της το στρίψει
απότομα και να της σπάσει το λαιμό αλλά δεν ήταν δολοφόνος.
-Μιχάλη
μου;
Ο
Μιχάλης γύρισε και κοίταξε την Θάλεια.
-Θέλω
να φύγω, είπε το κοριτσάκι.
Ο
Μιχάλης έριξε μια ματιά γύρω του. Η καμπίνα ήταν άδεια εκτός από την καρέκλα
στην οποία είχε καθίσει ο ίδιος. Την πήρε και την έβαλε πίσω από την πόρτα.
Πήγε στην μπαλκονόπορτα και την άνοιξε. Βγήκε στο στενό, μικρό μπαλκόνι και
κοίταξε τη θάλασσα. Δεν ήταν μακριά η στεριά.
-Θάλεια
μου, είπε ο Μιχάλης ήσυχα, ξέρεις κολύμπι;
-Ναι.
-Έλα
εδώ.
Το
κοριτσάκι έτρεξε κοντά του και ο Μιχάλης το σήκωσε στην αγκαλιά του. Το
χαμήλωσε στη θάλασσα και της είπε:
-Κολύμπησε
ως την ακτή, της είπε απαλά. Μπορείς; Θα είμαι πίσω σου! Επέστρεψε στο
εσωτερικό της καμπίνας για να πάρει την Χαρά. Βλέποντας ότι δεν την προσέχει, η
Έφη ούρλιαξε:
-Το
σκάνε!
Ο
Μιχάλης την κοίταξε. Κούνησε το κεφάλι του και μετά πήδηξε στο νερό μαζί με την
κοπέλα που ακόμα δεν είχε συνέλθει από το φάρμακο που της είχαν χορηγήσει.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου