Ένας Πυροβολισμός Μέσα Στη Νύχτα 1

Author: Νυχτερινή Πένα /


Κεφάλαιο Πρώτο

Το τραίνο κατευθυνόταν βόρεια με ταχύτητα σαν μεταλλικό ερπετό αδιάφορο για το όμορφο καταπράσινο σκηνικό γύρω του και ξερνώντας τολύπες μαύρου καπνού. Το ρυθμικό του τράνταγμα νανούριζε τους επιβάτες μέσα στα ζεστά βαγόνια. Οι περισσότεροι είχαν αποκοιμηθεί παραδομένοι στην επίδραση του τραίνου εκτός από' μενα και το σύντροφό μου. Καθισμένοι δίπλα στο παράθυρο στο τελευταίο κουπέ στο βάθος του βαγονιού συζητούσαμε για τα όσα είχαμε πρόσφατα ζήσει.
-Λοχαγέ, πλησιάζουμε το Στάνλει Κόνσταμπλ, μου είπε ο συντροφός μου, εκεί πάμε.
-Άνταμ, είπα, πάψε να με αποκαλείς με το βαθμό μου. Τελείωσες με αυτό, το στρατό, τους βαθμούς και τοις κινδύνους του.
-Εγώ, εσείς όμως;
Σε αυτό είχε δίκιο, μπορεί εκείνος να φορούσε ένα απλό παντελόνι και ένα πουκάμισο αλλά εγώ φορούσα ακόμα την επίσημη στολή μου με τα διακριτικά μου και τα παράσημα. Βέβαια αντίθετα με εκείνον εγώ δεν είχα φύγει από το στρατό. Ήμουν απλά σε μια άδεια μέχρι να καταλαγιάσουν οι φασαρίες.
-Κόψε τον πληθυντικό Άνταμ, λέγε με απλά Μάικ. Αμέσως μόλις αλλάξω και βγάλω τη στολή δεν θα δείχνω κιόλας αξιωματικός.
-Ναι, θα σε βολέψω με μερικά δικά μου, εκτός και αν έχουν έρθει τα πράγματα ώσπου να φτάσουμε.
Το τραίνο άρχισε να επιβραδύνει και ο Άνταμ χαμογέλασε.
-Φτάσαμε Μάικ, μου είπε και χαμογέλασε χαρούμενος.
Έβαλα το μπερέ μου και σηκώθηκα να πάρω το σακίδιό μου από το ράφι πάνω από το κεφάλι μου. Ο Άνταμ με μιμήθηκε. Πήρε το δικό του σακίδιο και μου χαμογέλασε.
-Σπίτι, ώρες ώρες νόμιζα ότι θα αφήσω τα κόκαλά μου σε καμιά ξεχασμένη και από το Θεό γωνιά του Αφγανιστάν.
-Αλλά επιστρέψαμε.
-Εσύ ήσουν πάντα σίγουρος γι' αυτό θυμάμαι.
-Ναι ήμουν.
Ήταν παράξενο αλλά ήμουν από τους λίγους που δεν είχαν κάτι να χάσουν εκεί πάνω. Δεν είχα οικογένεια, ούτε καν μια αγαπημένη να με περιμένει πίσω και ένας μεγάλος αριθμός φίλων ήταν μαζί μου εκεί να πολεμάμε τους φανατικούς Ταλιμπάν. Δεν είχα τίποτα πίσω και ήδη είχα ζήσει τόσα όσα άλλοι χρειάζονται πολλές ζωές για να τα ζήσουν. Αν πέθαινα θα έφευγα χωρίς πικρίες και παράπονα και ίσως γι' αυτό επέζησα.
Αλλά ο πόλεμος αυτός είχε τελειώσει. Όχι ότι θα αργούσε να βρεθεί κάποια άλλη αποστολή γι' μενα ή να μπλέξω μόνος μου σε κάτι. Μετά τον Πρωτέα όλα ήταν δυνατά. Προς το παρόν όμως θα μπορούσα να ξεκουραστώ.
Το τραίνο σταμάτησε αργά αργά στην αποβάθρα του μικρού επαρχιακού σταθμού και κατεβήκαμε. Εμείς οι δυο και ένας άνδρας με κουστούμι που κρατούσε έναν χαρτοφύλακα. Έδειχνε τυπικός και ήταν το πιθανότερο δικηγόρος ή κάποιο άλλο είδος νομικού.
-Άνταμ!
Μια κοπέλα έτρεξε, αναψοκοκκινισμένη από το κρύο αλλά χαμογελαστή, ανάμεσα στους ανθρώπους που περίμεναν να επιβιβαστούν και ρίχθηκε στην αγκαλιά του φίλου μου. Εκείνος την έσφιξε στην αγκαλιά του, τη σήκωσε και τη στριφογύρισε.
-Μου έλειψες Άννα.
Την άφησε κάτω και μετά γύρισε σε' μενα.
-Η αδερφή μου η Άννα. Άννα αυτός είναι ο Μάικ Μακ Γκρέγκορ, χωρίς αυτόν θα με είχες κλάψει από καιρό.
Είχα ακούσει πολλά για την Άννα, όσο καιρό πολεμούσαμε τους Ταλιμπάν στις παγωμένες γωνιές του Αφγανιστάν. Ο Άνταμ μιλούσε πολύ για τη μικρή αδερφή του στις ώρες που ξεκουραζόμασταν ή βρισκόμασταν σε αναμονή για κάτι. Είκοσι ενός ετών, μια σχεδόν δεκαετία μικρότερη από τον αδερφό της, είχε σπουδάσει γαλλική φιλολογία και είχε έρθει να μείνει πίσω στη γενέτειρά τους διδάσκοντας στο τοπικό σχολείο. Ήταν κανονικού ύψους με καστανά μαλλιά και πανέμορφα καστανά μάτια.
-Άννα Ντεκρός, συστήθηκε καθώς μου έδινε το χέρι της.
Είχε απαλό και ζεστό άγγιγμα.
-Χαίρω πολύ, είπα.
-Και' γω κύριε Μακ Γκρέγκορ.
-Λέγε με Μάικ, της είπα.
Ποτέ δεν μου άρεσε ο πληθυντικός και οι επίσημες διατυπώσεις. Στους Ρέηντζερς είχαμε καταργήσει τους χαιρετισμούς πέρα από τις επίσημες αναφορές και περιστάσεις.
-Εντάξει Μάικ, είπε εκείνη.
-Έφερες το αυτοκίνητο; είπε ο Άνταμ στην αδερφή του.
-Ναι, απάντησε η κοπέλα.
Προχωρήσαμε προς την έξοδο του σταθμού όταν η Άννα κοντοστάθηκε και είπε:
-Να πάρει, γιατί πρέπει να πέφτω πάνω της;
Αναρωτήθηκα σε τι αναφερόταν και δεν άργησα να δω την αιτία της δυσφορίας της, μια γυναίκα είχε πλησιάσει τον τύπο με το κουστούμι που είχε κατέβει μαζί μας από τραίνο. Φορούσε ένα παντελόνι και ένα φαρδύ ριχτό πουλόβερ με χαμηλό ντεκολτέ.
-Η Άννα Ντεκρός, η ξαδέρφη μας, είπε ο Άνταμ.
-Και δεν έχετε καλές σχέσεις;
-Όχι, η Άννα, εκείνη τέλος πάντων έχει την τάση να επιδεικνύεται για τον πλούτο της και τη ζωή της στο διεθνές τζετ σετ.
-Διεθνές; Και πως βρέθηκε εδώ;
-Έρχεται, κάποιες φορές και μένει στο πατρικό της. Οι δικοί της έχουν πεθάνει, έναν αδερφό είχε και σκοτώθηκε στο Ιρακ. Όταν έρχεται είναι φυσικά το μεγάλο γεγονός για την τοπική υψηλή κοινωνία που μαζεύονται στα πάρτι της.
-Κατάλαβα, και φέρεται άσχημα σε' σας; 
-Πολύ, είπε η Άννα με πίκρα. Με περιφρονεί παρότι πηγαίναμε μαζί σχολείο επειδή δεν είμαι πλούσια.... δεν ήμουν κουλ.
-Κατάλαβα, το έχω ξαναδεί.
Προχωρήσαμε να βγούμε από τον σταθμό και τότε η Άννα Ντεκρός του Άλιστερ, σε αντίθεση με την Άννα του Αλοίσιους που ήταν το πλήρες όνομα της αδερφής του Άνταμ μας πλησίασε.
-Α τα αγαπητά μας ξαδέρφια, είπε με γέλιο. Άνταμ, χαίρομαι που σε βλέπω.
Ύστερα στράφηκε σε' μενα. Το βλέμμα της με επιθεώρησε και τα μάτια της γούρλωσαν. Ήξερα το λόγο. Είχε δει τα παράσημά μου και τη σημαία στο μανίκι μου, ήξερε ότι ήμουν ξένος και αυτό με έκανε ενδιαφέροντα στα ματια της.
-Άννα Ντεκρός, μου συστήθηκε και έτεινε το χέρι της. Καθώς έσκυψε λίγο μπροστά για να μου τείνει το χέρι της είδα από το ντεκολτέ όχι μόνο τα στήθη της, ελεύθερα από κάθε περιορισμό στηθόδεσμου, αλλά και το κόσμημα στον αφαλό της.
Η ξαδέρφη της δίπλα μου ξεφύσηξε αγανακτισμένη και δεν ήταν δύσκολο να καταλάβει κανείς το γιατί.
-Θα μείνετε με τα ξαδέρφια μου; ρώτησε.
-Λίγες μέρες για διακοπές, απάντησα. Μετά θα επιστρέψω και πάλι στην υπηρεσία.
-Το Σάββατο λοιπόν θα είστε εδώ, είπε η Άννα. Σας προσκαλώ στην μικρή μου γιορτή στο σπίτι μου, το Μέλθαμ Χάουζ.
-Ευχαριστώ, απάντησα ευγενικά, αλλά.....
-Ω μην μου το χαλάτε, είπε θα ήθελα πολύ να γνωριστούμε.
-Τότε θα δεχθώ την πρόσκλησή σας, είπα.
-Υπέροχα! Αλλά θέλω να μου μιλάτε στον ενικό και βέβαια όπως όλοι να με λέτε Άννι. Για να ξεχωρίζω από την Άννα από' δω.
-Εντάξει Άννι.
Μας άφησε με ένα χαμόγελο και επέστρεψε κοντά στον κουστουμαρισμένο άνδρα με τον οποίο άρχισαν να συζητάνε. Βγήκαμε από το σταθμό και πήγαμε στο αυτοκίνητο. Ο Άνταμ κάθισε στο τιμόνι και είπε σε' μενα να καθίσω στο πλάι του.
-Λοιπόν δεν προλάβαμε να φτάσουμε και έπεσες πάνω στην χειρότερη κάτοικο του τόπου μας! Όταν είναι εδώ, και όταν δεν είναι δηλαδή.
-Ε καλά δεν φαντάζομαι να κινδυνεύσω απ' αυτήν, είπα. 


Το σπίτι των δυο αδερφιών ήταν μια παραδοσιακή όμορφη αγροικία με κόκκινα κεραμίδια και μια αγριοτριανταφυλλιά να σκαρφαλώνει στον τοίχο. Ο Άνταμ ήταν πολύ χαρούμενος που επιτέλους ήταν σπίτι και μόλις μπήκαμε με ξενάγησε σε όλο το σπίτι που δεν ήταν και πολύ μεγάλο. Τρεις κρεβατοκάμαρες, ένα σαλόνι - καθιστικό, και μια κουζίνα. Τα τρία υπνοδωμάτια ήταν στον όροφο, τα υπόλοιπα στο ισόγειο. Το ένα από τα τρία υπνοδωμάτια ήταν κάποτε των γονιών τους και τώρα το χρησιμοποιούσαν σαν δωμάτιο ξένων. Εκεί θα κοιμόμουν εγώ για τις ημέρες που θα έμενα μαζί τους.
Η παρέα τους μου άρεσε, ήταν και οι δυο πολύ ευχάριστοι για παρέα, συζητούσα με άνεση μαζί τους και είχαν πολλά ενδιαφέροντα, πράγμα που δεν μπορείς να πεις για πολλούς νέους σήμερα.

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου