Κεφάλαιο Δεύτερο
Ήταν
πια βράδυ όταν έφτασε ο ταχυδρόμος με ένα πακέτο γράμματα. Τα περισσότερα ήταν
για τα δυο αδέρφια. Υπήρχαν ωστόσο και δυο που αφορούσαν εμένα. Το ένα ήταν από
την Καναδική πρεσβεία στο Λονδίνο. Επισήμως έλεγε ότι είχαν ενημερωθεί για την
παρουσία μου στη Βρετανία και ότι ήταν στη διάθεσή μου για ό,τι μπορεί να
χρειαζόμουν. Στην πραγματικότητα για' μενα που ήξερα τον κώδικα, μιας και ήμουν
ένας από τους δημιουργούς του, έλεγε πως μπορούσα να μείνω για μικρές διακοπές
στην Αγγλία και να επιστρέψω στην υπηρεσία μετά από δέκα μέρες. Ήταν
αξιοσημείωτο το πόσο γρήγορα με είχαν βρει, αν έρχονταν και τα ρούχα μου θα
ήταν ρεκόρ σίγουρα.
Το
δεύτερο γράμμα για' μενα ήταν μια πρόσκληση, ο φάκελος ήταν από ακριβό χαρτί
και βαριά αρωματισμένος. Έγραφε το όνομά μου με πλαγιαστά γράμματα και μέσα
περιείχε μια πρόσκληση για το επόμενο Σάββατο το βράδυ στη δεξίωση που θα
δινόταν στους κήπους του Μέλθαμ Χάουζ.
-Είναι
εύλογο να αρνηθώ; ρώτησα τον Άνταμ καθώς παίζαμε σκάκι στο τραπέζι της
κουζίνας.
-Θα
την προσβάλλεις.
-Και
θα της στερήσεις την ευκαιρία να στην πέσει, είπε η Άννα απότομα.
Γύρισα
και την κοίταξα ξαφνιασμένος από την οργή στη φωνή της. Η αδερφή του Άνταμ
καθόταν σε μια μπερζέρα κοντά στο τζάκι και μας παρακολουθούσε τόση ώρα
συζητώντας μαζί μας αλλά ξαφνικά η φωνή και η όψη της είχαν αγριέψει.
-Θα
χάσει το χρόνο της, είπα.
-Καλά
αυτό έλεγε και ο Άνταμ, είπε η κοπέλα. Αλλά τελικά δεν αντιστάθηκε στον
πειρασμό και κοιμήθηκε μαζί της.
-Άννα!
είπε ο Άνταμ και μετά στράφηκε σε' μενα. Δεν μου αρέσει να το θυμάμαι αλλά λέει
αλήθεια η Άννα. Δεν είμαστε άμεσα συγγενείς γι' αυτό έγινε, τρίτα ξαδέρφια.
-Και
θα την πέσει και σε' μενα;
-Σίγουρα,
την είδες στο σταθμό. Ρουα.
-Ε
όπως και εκεί δεν θα αλλάξει κάτι.
Επέστρεψα
το βλέμμα μου στην σκακιέρα. Κίνησα ένα πιόνι σε θέση απειλής προς τον
αξιωματικό του που απειλούσε το βασιλιά μου καλύπτοντάς τον κιόλας.
-Άννα
θα με συνοδεύσεις; ρώτησα ενώ ο Άνταμ απέσυρε τον τρελό του.
Η
κοπέλα με κοίταξε με έκπληξη.
-Δεν
με συμπαθεί ξέρεις.
-Δεν
έχει και πολύ σημασία, είπα. Θες να με συνοδεύσεις; Η πρόσκληση λέει ότι μπορώ
να συνοδεύομαι.
-Να
περάσω την πύλη του Μέλθαμ και να μπω από την κυρία είσοδο; είπε η Άννα. Περίεργο
θα ήταν.
-Γιατί
πως μπαίνεις;
-Έχω
χρόνια να πάω εκεί πάνω αλλά όταν πήγαινα έμπαινα από την πόρτα της κουζίνας,
οπως το υπηρετικό προσωπικό και εκείνοι που παρέδιδαν διάφορα αγαθά όπως το
κρέας και τα αυγά.
-Ε
λοιπόν ήρθε η ώρα να μπεις σαν επίσημη καλεσμένη, είπα διασκεδάζοντας με την
έκφρασή της και αναρωτώμενος ταυτόχρονα πόσο απαίσια είχε φερθεί στο παρελθόν η
ξαδέρφη στα δυο αδέρφια.
-Εμ.....
σίγουρα δεν θα ήθελες μια πιο ευπρόσδεκτη παρέα; είπε η Άννα. Ή να πας μόνος;
Θέλει να σε φλερτάρει σίγουρα.
-Όχι,
δεν έχω όρεξη για κάτι τέτοιο και αν το να είσαι μαζί θα την αποτρέψει είσαι
ακριβώς ο άνθρωπος που πρέπει να είναι μαζί μου. Ρουα.
Ο
Άνταμ επικεντρώθηκε στη σκακιέρα προσπαθώντας να σώσει το βασιλιά του αλλά η
Άννα με κοίταζε. Η έκφρασή της ήταν ωστόσο ανεξιχνίαστη.
-Ματ,
ανακοίνωσε ο Άνταμ, δεν μου άφησες καμία κίνηση σωτηρίας. Να δω πότε θα
καταφέρω να στη φέρω, κατέληξε και γέλασε.
Χαμογέλασα
και' γω.
-Εγώ,
πάω να δω τι θα φορέσω αφού πρόκειται να παώ σε δεξίωση, είπε η Άννα και
σηκώθηκε. Στάθηκε καθώς ο αδερφός της έστηνε και πάλι τα πιόνια. Αν δεν άλλαξες
γνώμη, είπε.
-Όχι,
της είπα. Δεν άλλαξα.
Η
Άννα βγήκε από την κουζίνα και ο Άνταμ σχολίασε:
-Δεν
θα συμπαθήσει την Άννι ποτέ. Δεν την συγχωρεί που κοιμήθηκε μαζί μου αλλά και
για τις φορές που την έχει ταπεινώσει.
-Ναι,
κατάλαβα. Δεν κάνω καλά που την παίρνω μαζί λες;
-Όχι κάνεις, δεν έβγαινε τόσο καιρό που έλειπα.
Καλό θα της κάνει και θα σε κρατήσει ασφαλή από την Άννι.
-Ε
δεν κινδυνεύω κιόλας, είπα με ένα χαμόγελο, σαν να είναι ένας λόχος
εξαγριωμένων Ταλιμπάν την αντιμετωπίζεις.
Γέλασε
και είπε:
-Α
στα χέρια της η αιχμαλωσία είναι πολύ πιο ηδονική απλά να μη σε πάρει χαμπάρι η
αδερφούλα μου.
-Δεν
θέλω ευχαριστώ, είπα. Δεν είναι για' μενα αυτά.
-Ε
καλά, δεν γέρασες κιόλας, πόσο είσαι; Τριάντα;
-Τα
έκλεισα πριν μερικούς μήνες Άνταμ, και έχω δει και κάνει πολλά.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου