Ένας
άνδρας πλησίασε με τα χαρακτηριστικά ασταθή βήματα κάποιου που έχει πιει πολύ.
Ακριβώς δίπλα μου παραπάτησε και αρπάκτηκε από το αριστερό χέρι μου λίγο πιο
χαμηλά από τον ώμο. Έκανα έναν μορφασμό αλλά κατάφερα να κρατηθώ και να μην
φωνάξω. Είχε βρει ακριβώς το σημείο που ήμουν τραυματισμένος.
Ήταν
το τελευταίο μου ενθύμιο από την Κανταχάρ, είχε γίνει στο σιδηροδρομικό σταθμό.
Ένας Ταλιμπάν προσποιούμενος τον αχθοφόρο είχε σταλθεί σε αποστολή αυτοκτονίας.
Ακόμα και αν κατάφερνε να με σκοτώσει δεν θα διέφευγε ζωντανός από το σταθμό.
Αλλά δεν κατάφερε παρά να με χτυπήσει στο χέρι πριν τον πυροβολήσω εξ' επαφής.
Και
τώρα ο μεθυσμένος καλοστεκούμενος άνδρας με είχε αρπάξει ακριβώς από το σημείο
στο οποίο είχα τραυματιστεί και το οποίο κάλυπτε ένας επίδεσμος. Ο άνδρας μου
ζήτησε συγνώμη και απομακρύνθηκε. Αποφάσισα πως έπρεπε να ρίξω μια ματιά στο
τραύμα μου και έτσι μπήκα στο εσωτερικό του σπιτιού.
Επικρατούσε
σχεδόν απόλυτη ησυχία καθώς δεν υπήρχε κανένας μέσα και όλοι βρίσκονταν στον
κήπο. Αναζήτησα το μπάνιο, στην αρχή ανακάλυψα την κουζίνα και μια σκάλα που
οδηγούσε στο κελάρι, κανένας δεν βρισκόταν εδώ αλλά η πόρτα για το κελάρι ήταν
ανοιχτή.
Άκουσα
βήματα στη σκάλα και μετά ένας άνδρας εμφανίστηκε στη σκάλα, δεν ήταν
καλεσμένος σίγουρα αλλά ούτε και από το προσωπικό που είχε προσληφθεί για την
δεξίωση. Φορούσε ένα απλό βαμβακερό πουκάμισο και ένα τζιν παντελόνι. Ήταν γύρω
στα πενήντα και τον ακολουθούσε μια γυναίκα στην ίδια ηλικία. Κρατούσαν και οι
δυο μερικά μπουκάλια κρασί.
-Μπορώ
να σας βοηθήσω σε κάτι; ρώτησε ευγενικά ο άνδρας.
Του
είπε τι έψαχνα και η γυναίκα του είπε:
-Πήγαινε
τα εσύ αυτά έξω Πήτερ και θα δείξω εγώ στον κύριο που πρέπει να πάει.
Ο
άνδρας πήρε και τα μπουκάλια που είχε η γυναίκα και μετά απομακρύνθηκε ενώ
εκείνη μου έλεγε:
-Ελάτε
από’ δω. Δεν έχετε έρθει ξανά στο Μέλθαμ Χάουζ ε;
-Όχι,
πρώτη φορά.
-Μμμ
ναι λογικό μιας και δεν είστε από’ δω. Αλλά είναι ένα όμορφο αρχοντικό και η
Άννι το εκτιμά όχι σαν άλλα χαμένα πλουσιοκόριτσα. Εμείς την ξέρουμε και είναι
μια χαρά αλλιώς δεν θα δουλεύαμε τόσα χρόνια εδώ. Εγώ είμαι μαγείρισσα και
καμαριέρα, ο άντρας μου κηπουρός και σοφέρ. Δεν χρειάζεται άλλο προσωπικό όταν
δεν κάνει δεξιώσεις και πολλές φορές οδηγάει μόνη της οπότε όλα είναι μια χαρά.
Την
άφησα να φλυαρεί ως που να μου δείξει το μπάνιο, των κυρίων μου διευκρίνισε,
των κυριών ήταν από την άλλη πλευρά του ισογείου. Πριν με αφήσει είπε:
-Είστε
ο νέος αξιωματικός που ήρθε τις προάλλες με το τραίνο.
-Δεν
ήξερα ότι ήταν τόσο αξιοπρόσεκτη η άφιξή μου, απάντησα.
-Α
ναι, μου είπε, ειδικά οι κοπελίτσες τα προσέχουν πολύ αυτά.
Γέλασα
και μπήκα στο μπάνιο. Έβγαλα το χιτώνιο και το πουκάμισό μου και τα ακούμπησα
δτον πάγκο δίπλα στον νιπτήρα. Κοίταξα το χέρι μου, παρά τον πόνο το μικρό μου
ατύχημα δεν είχε δημιουργήσει κάποιο πρόβλημα και έτσι ξαναντύθηκα. Φόρεσα και
το χιτώνιο καλύπτοντας τη θήκη στο πλευρό μου όπου κουρνιασμένο σαν μικρό
αρπακτικό ήταν το προσωπικό μου όπλο, ένα Μπράουνινγκ 45. Το συγκεκριμένο ήταν
πλέον ιστορικό κομμάτι, το είχα στην κατοχή μου πάνω από δεκαετία και λίγα
χρόνια πριν ένας οπλουργός είχε χαράξει στη λαβή το όνομά μου.
Αναρωτήθηκα
που βρισκόταν το γυναικείο μπάνιο, κάπου εκεί θα έβρισκα και την Άννα. Θα της
πρότεινα να φύγουμε, δεν είχα την επιθυμία να παραμείνω κι άλλο και δεν υπέθετα
ότι θα το ήθελε εκείνη. Χάθηκα ωστόσο σε έναν διάδρομο που με έβγαλε σε μια
σκοτεινή σκάλα η οποία οδηγούσε στον όροφο πάνω. Ένα μικρό βογγητό ακούστηκε
και μετά μια βραχνή γυναικεία φωνή που είπε:
-Είναι
τόσο ωραία, έλα να φύγουμε μαζί, γιατί σε νοιάζει αυτή η σκύλα;
Ανέβηκα
πατώντας με προσοχή τα σκαλιά και τόλμησα μια ματιά στην συνέχεια της σκάλας
που έκανε μια στροφή. Εκεί στην καμπύλη του τοίχου ήταν ακουμπισμένη η Σύλια,
το φόρεμά της ανοιχτό μπροστά άφηνε σε κοινή θέα το στήθος της, τα πόδια της
ήταν τυλιγμένα γύρω από τη μέση του εραστή της που δεν ήταν άλλος από τον
Γκασκόιν.
-Δεν
μπορώ να φύγω.
-Θα
πάρεις μια μετάθεση!
-Δεν
μπορώ να αφήσω την Άννι.
-Ξέρω,
ξέρω, τα λεφτά.
-Ναι,
τα χρειαζόμαστε, δεν έφτασα εκεί που πρέπει ακόμη. Το ξέρεις.
-Το
ξέρω.....
Η
Σύλια τον φίλησε.
-Θα
περιμένω, είπε, μπορώ να κάνω και αλλιώς;
Τον
ξαναφίλησε ενώ ο ταγματάρχης χούφτωνε τους γλουτούς της. Αποτραβήκτηκα
προσεκτικά. Είχα παρακολουθήσει μια προσωπική στιγμή και δεν ήταν δουλειά μου
το τι συνέβαινε εδώ. Στο φωτισμένο χωλ και πάλι βρήκα το δρόμο μου για τον κήπο
και εκεί με βρήκε ο Άνταμ.
-Πως
τα περνάς; τον ρώτησα.
-Μια
χαρά, είπε, ανανέωσα τις σχέσεις μου και με μια παλιά φίλη, πρόσθεσε και μου
έκλεισε το μάτι. Η αδερφούλα μου;
-Πήγε
να φρεσκαριστεί.
-Τι
λες; Ώρα να φεύγουμε;
-Δεν
έχω αντίρρηση.
-Πάω
να μαζέψω την Άννα και φεύγουμε.
-Εντάξει,
είπα, πάω να χαιρετίσω την οικοδέσποινά μας για να είμαστε έτοιμοι.
Ο
Άνταμ μπήκε μέσα και εγώ προχώρησα στον κήπο προς την Άννι. Απείχα μερικά μέτρα
μόνο από εκείνη όταν ακούστηκε ένας κρότος που έκανε τους πάντες να αναπηδήσουν
τρομαγμένοι αλλά μόνο εγώ αναγνώρισα, πυροβολισμός από ένα πιστόλι σαν αυτό που
είχα στο πλευρό μου. Και όποιος είχε πυροβολήσει το είχε κάνει από κάπου στον
όροφο.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου