1.
-Αναμένεται νέα
επιδείνωση του καιρού μετά την άφιξη του χαμηλού βαρομετρικού που έχει
επηρεάσει όλη τη χώρα φέρνοντας χιόνια και χαμηλές θερμοκρασίες.
Ο Μάρκος έκλεισε το
ραδιόφωνο φουρκισμένος καθώς οδηγούσε στο ορεινό οδικό δίκτυο. Δεν θα έφτανε
εγκαίρως. Τι ήθελε ο καιρός και άλλαξε τόσο απότομα; τώρα θα χαλούσε τελείως τα
σχέδιά του. Μετά από τόση δουλειά είχε κανονίσει και αυτός να πάει για λίγη
ξεκούραση και θα το έχανε από τον καιρό, θα αναγκαζόταν να σταματήσει σε ποιος
ξέρει ποιο και από τον Θεό ξεχασμένο χωριό να περάσει τα Χριστούγεννα.
Προσπέρασε στο χιονισμένο
δρόμο δύο πεζούς, ο ένας ήταν ιερέας, φορούσε το μαύρο ράσο και το
χαρακτηριστικό καπέλο, να δεις πως το λέγανε; Καλυμμαύχι, θυμήθηκε. Περίεργο
που το θυμήθηκε, χρόνια είχε να μπει σε εκκλησία και πολύ περισσότερο να
μιλήσει σε παππά. Αλλά θυμήθηκε τη γιαγιά του, την κυρά Βαρέλαινα όπως την
ήξεραν όλοι στο χωριό από τη δουλειά του άνδρα της, που ο πατέρας της ήταν
παππάς και έλεγε ότι έξω από το σπίτι ή το ναό ο προπάππος του δεν το έβγαζε
ποτέ το καλυμμαύχι. Δίπλα στον ιερέα περπατούσε ένας άνδρας με συνηθισμένα
ρούχα, ντυμένος καλά για το κρύο. Κρατούσε και ένα ψηλό ραβδί πεζοπορίας,
μάλλον για βοήθεια στο χιονισμένο έδαφος. Είχαν και ένα γάιδαρο που ακολουθούσε
πιστά και τον κρατούσε από το χαλινάρι ο ιερέας. Ήταν φορτωμένος με ένα μεγάλο
πλεκτό καλάθι από τα παλιά που έβλεπε κανείς μόνο σε εκθέσεις με είδη λαϊκής
τέχνης και με ένα βαλιτσάκι από τη μια ενώ από την άλλη είχε ένα μικρό σακίδιο.
Τους άφησε πίσω και
γρήγορα τους ξέχασε. Σκεφτόταν το πολυτελές ξενοδοχείο με τους επιφανείς
προσκεκλημένους και το πλούσιο τραπέζι με το οποίο θα γιόρταζαν τα Χριστούγεννα
που θα ξημέρωναν. Σαμπάνια, καλά κρασιά και εξαιρετικά εδέσματα, έτσι όπως
γιορτάζουν εκείνοι που είναι κάποιοι. Ένα κλίμα χαράς και ευωχίας ακόμα και αν
δεν ήξερες καλά ούτε τους συνδαιτημόνες σου.
Δεν χρειάζεται να τους ξέρεις
εξάλλου, έτσι δεν είναι; είπε
μια κακή φωνούλα μέσα του. Δεν έχεις και κανέναν, μόνος σου είσαι! Θα φας,
θα πιείς, και θα ανταλλάξεις ευχές και αυτό είναι όλο.
Δεν χρειαζόταν τίποτα
άλλο, απλά να περάσει καλά και να ξεχάσει για λίγο τη δουλειά. Γι’ αυτό είχε
κλείσει το πολυτελές αυτό ρεβεγιόν.
Και το οποίο δεν φαινόταν
ότι θα κατάφερνε να δει. Το χιόνι πύκνωνε και πρόσθετε καινούρια στρώματα στο
ήδη υπάρχον στο δρόμο. Σε λίγο δεν θα μπορούσε να συνεχίσει. Σχεδόν μόλις έκανε
τη σκέψη βρήκε το δρόμο κλειστό. Σταμάτησε στην άκρη και βγήκε έξω βρίζοντας.
Έβγαλε το κινητό του και έκανε να καλέσει βοήθεια αλλά διαπίστωσε πως δεν είχε
σήμα. Με ακόμα περισσότερες βρισιές προχώρησε να βρει ένα σπίτι με τηλέφωνο.
Περπάτησε πολύ
περισσότερο από όσο θα ήθελε και χάθηκε μέσα στο χιονιά. Δεν είδε τη στάνη παρά
μόνο όταν έπεσε πάνω στην πόρτα της κάνοντας το τεράστιο τσοπανόσκυλο να
τρελαθεί στο γάβγισμα. Η πόρτα στο χαγιάτι άνοιξε και ένας μεγαλόσωμος άνδρας
κουκουλωμένος με μια βαριά κάπα άνοιξε. Του έριξε μια ματιά και είπε:
-Τι ζητάς εδώ πάνω
αδερφέ;
-Έχασα το δρόμο μου,
απάντησε ο Μάρκος.
-Πεζός;
-Όχι έχω αυτοκίνητο, ο
δρόμος όμως έκλεισε από το χιόνι, έχετε τηλέφωνο μήπως για να δω τι μπορώ να
κάνω;
-Τηλέφωνο; Όχι παλληκάρι
μου, δεν έχω εδώ πάνω τηλέφωνο αλλά και ποιος θα βρεθεί να σε βοηθήσει; Πιάσαμε
την αργία. Βάλε το αυτοκίνητο κανονικά στην άκρη και έλα μέσα να μην παγώσεις.
-Και να μείνω εδώ πάνω;
-Δεν έχει που να πας
αλλού πιο κάτω έχει πάνω από ένα μέτρο χιόνι.
-Καλύτερα να γυρίσω πίσω,
είπε σκασμένος ο Μάρκος.
-Ως που να φτάσεις στην
Κατάρα θα έχεις αποκλειστεί.
-Να πάρει! είπε ο Μάρκος
και πρόσθεσε μια βλαστήμια.
-Να σε χαρώ, του είπε ο
βοσκός, μη λες τέτοια πράγματα σαν μέρα που’ ναι.
Ο Μάρκος πήγε και
τακτοποίησε όσο ήταν δυνατόν το αυτοκίνητο, όχι ότι θα περνούσε κανείς και θα
τον εμπόδιζε, και επέστρεψε στο χωριατόσπιτο ενώ ο βοσκός φώναζε στο
τσοπανόσκυλο:
-Ει, Λεβέντη! Μην ξεσηκώνεις
τον κόσμο, δεν ήρθε για τα πρόβατα ο άνθρωπος!
Στράφηκε στο Μάρκο:
-Άντε έλα μέσα μην ξεπαγιάσεις.
Μπήκαν στο αγροτόσπιτο,
ήταν μια μεγάλη ενιαία σάλα και ο βοσκός τον οδήγησε στο τζάκι που έκαιγε μια
ζωηρή φωτιά. Από τα μαυρισμένα δοκάρια της οροφής κρέμονταν λουκάνικα και
καλάθια με τυριά.
-Αν μη τι άλλο τρως καλά
εδώ, σχολίασε.
-Αύριο, πρώτα ο Θεός,
είπε ο άλλος.
-Γιατί σήμερα δεν κάνει;
-Όχι δα! κρέας και τυρί
μια μέρα πριν τα Χριστούγεννα!
Ο Μάρκος κατάλαβε ότι
είχε κάνει κάποιο είδος γκάφας, κάποια παράβαση στον κώδικα σωστής συμπεριφοράς
αυτού του ανθρώπου και βιάστηκε να αλλάξει κουβέντα.
-Μόνος είσαι εδώ πάνω;
-Όχι, όλοι εδώ είμαστε,
τα παιδιά είναι στο κατώι στα ζώα, η κυρά έχει πάει πιο πάνω στο μπάρμπα –
Μήτσελα να τον καλέσει να έρθει εδώ μαζί μας.
Ένα χτύπημα στην πόρτα
τον διέκοψε.
-Α αυτοί θα’ ναι, είπε ο
βοσκός και πήγε να ανοίξει αλλά τον περίμενε μια έκπληξη.
Στην πόρτα στεκόταν ο
ιερέας που είχε δει πιο μπροστά ο Μάρκος. Ο βοσκός, αν και ξαφνιάστηκε από την
απρόσμενη επίσκεψη, είπε:
-Καλησπέρα δέσποτα, πως
βρέθηκες εδώ πάνω;
-Καλησπέρα, καλά
Χριστούγεννα. Πάω για το Κακοπέρατο. Περνάει το μονοπάτι;
-Θα ‘χει χιόνι μα
περνάει, το κόβουν τα πεύκα από την πάνω μεριά και δε μαζεύει ποτέ πολύ. Αλλά
τι πάει να κάνει η αγιοσύνη σου εκεί πάνω;
-Λέμε να λειτουργήσουμε
στο μικρό εκκλησάκι εκεί, είπε ο ιερέας.
Ο πληθυντικός παραξένεψε
το βοσκό. Ο ιερέας το κατάλαβε και έδειξε το δρόμο πίσω.
-Δεν είμαι μόνος, έχω και
έναν βοηθό, έχουμε και το ζωντανό με τα πράγματά μας.
-Και θα πάτε εκεί πάνω;
-Ναι, θα συγυρίσουμε το
εκκλησάκι, θα κάνουμε τον Εσπερινό. Θα κοιμηθούμε εκεί απόψε και σαν πάει πέντε
θα βάλουμε ευλογητός.
-Και ποιος θα
λειτουργηθεί;
-Όποιους στείλει ο Θεός.
Ο βοσκός κοίταξε έξω τον
καιρό. Μετά στράφηκε πάλι στον ιερέα.
-Δέσποτα εμείς εδώ
είμαστε μια οικογένεια, θα είναι ένας γείτονας ακόμα και πιο πάνω είναι ακόμα
μια οικογένεια. Τι λες να μείνεις μαζί μας απόψε και το πρωί να ανεβούμε όλοι
στο εκκλησάκι να μας λειτουργήσεις και να κατέβουμε να κάνουμε Χριστούγεννα
εδώ;
Ο ιερέας το σκέφθηκε μια
στιγμή και μετά φώναξε:
-Μιχάλη, έλα εδώ… Μην
ανησυχείς, δεν πάει πουθενά μόνος του ο κυρ-Μέντιος.
Ο συνοδός του ιερέα
πλησίασε με το μπαστούνι του στο χέρι και ο Μάρκος είδε ότι χώλαινε. Που
πήγαινε μέσα στο χιόνι αφού δεν μπορούσε να περπατήσει καλά - καλά; Ο ιερέας
εξήγησε την πρόταση του βοσκού και ο Μιχάλης ένευσε:
-Ό,τι νομίζετε πάτερ.
-Θα κάνουμε έτσι.
-Ας είναι ευλογημένο.
-Ελάτε, ελάτε, είπε ο
βοσκός και άνοιξε την πόρτα, Μάρθα, φώναξε, έλα να κεράσεις τους ξένους μας.
Ο ιερέας και ο συνοδός
του αλλά και ο Μάρκος στράφηκαν ξαφνιασμένοι στη γυναίκα που ανέβαινε την σκάλα
για το χαγιάτι μαζί με έναν μεγαλόσωμο όσο και ηλικιωμένο βοσκό σκεπασμένο με
μια χοντρή κάπα.
-Καλά Χριστούγεννα
Βασίλη, είπε ο μεγαλόσωμος ξένος με μια βαθιά φωνή που ταίριαζε στο μέγεθός του.
-Καλά Χριστούγεννα, καλώς
ήρθες στο σπιτικό μου.
Οι δύο βοσκοί αντάλλαξαν
μια γερή χειραψία και κάθισαν όλοι κοντά στη φωτιά να ζεσταθούν αφού ο ιερέας
και ο συνοδός του βγήκαν και ξεφόρτωσαν το υπομονετικό υποζύγιό τους που ο
οικοδεσπότης τους οδήγησε μετά στο στάβλο με τα δικά του ζωντανά. Οι δυο βοσκοί
κάθισαν σε χαμηλά σκαμνιά, ο ιερέας κάθισε σε μια καρέκλα, ο Μιχάλης προτίμησε
να καθίσει πάνω σε μια βελέντζα δίπλα στο τζάκι. Ακούμπησε στον τοίχο αφήνοντας
το μπαστούνι του στο πάτωμα.
-Πιο βολικά από τα χαμηλά
σκαμνάκια, είπε στον Μάρκο που τον κοίταζε.
Εκείνος τον μιμήθηκε και
κάθισε κοντά του πάνω στο μαλλιαρό, χωριάτικο χαλί.
-Από πού είσαι;
-Από την Αθήνα, γέννημα
θρέμμα.
-Και πως βρέθηκες εδώ
πάνω;
-Ήρθα για τα
Χριστούγεννα. Ξέρω από παλιά τον πατέρα Σαμουήλ και ήρθα να τον δω και μιας και
είχε την απόφαση αυτή για τα Χριστούγεννα είπα να μείνω.
Ο Μάρκος κούνησε το
κεφάλι του.
-Δεν είχες να κάνεις
τίποτα καλύτερο; Ρεβεγιόν;
-Πέρυσι ήμουν στην Τάιμς
Σκουέαρ, εντάξει είναι μια εμπειρία αλλά δεν είναι αυτό που μετράει.
Είχαν αρχίσει να
μαζεύονται και τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας του μπάρμπα Βασίλη, οι τρεις
γιοι του με τις γυναίκες και τα παιδιά τους επιστρέφοντας από τις δουλειές και
τις ετοιμασίες. Η γυναίκα του έψησε ψωμί στη φωτιά και έβαλε πάνω λάδι και
ρίγανη και το πρόσφερε στους ξένους, στα παιδιά και τα εγγόνια της. Ανάψανε και
δυο λάμπες με πετρέλαιο μιας και είχε πιάσει να σκοτεινιάζει.
-Ε, τι άλλο ήθελες
δηλαδή;
-Τα Χριστούγεννα είναι
μια διαφορετική μέρα, θέλει άλλα πράγματα για να την καταλάβεις. Να πας στην
εκκλησία, να αφήσεις τις έννοιες και τις σκοτούρες σου στα χέρια Εκείνου που
γεννήθηκε σε σπήλαιο και κοιμήθηκε σε φάτνη για να μας σώσει εμάς. Είναι μια
γιορτή και μια μέρα να είσαι με την οικογένεια. Και για να σε προλάβω, αν δεν
έχεις οικογένεια, κάτι άλλο θα γίνεται για να βρεις αυτήν οικογενειακή θαλπωρή
όπως εγώ.
-Δεν έχεις οικογένεια;
-Όχι, είμαι μόνος μου…
Αλλά να όπως είπα, κάτι γίνεται για να βρεις αυτό που χρειάζεσαι μια τέτοια
μέρα.
-Κανέναν; Ούτε καν μια
σχέση;
-Όχι, είμαι πολλά χρόνια
εργένης.
Ο Μάρκος τον κοίταξε. Ήταν
και ο ίδιος εργένης. Αλλά όχι γιατί δεν είχε βρεθεί η κατάλληλη κοπέλα για εκείνον.
Ήταν γιατί προτιμούσε τις εφήμερες επιφανειακές σχέσεις, αυτές που δεν τον
δέσμευαν.
Γι’ αυτό είσαι μόνος
τώρα, ξαναγύρισε
η κακή φωνούλα στο μυαλό του, γιατί το τίμημα της ανεμελιάς και της μη
δέσμευσης είναι η απουσία οικογένειας, και οικείων, αγαπημένων προσώπων σε
μέρες σαν και αυτή που ξημερώνει.
Βάλθηκε να κοιτάει τους
οικοδεσπότες για να διώξει τις άσχημες σκέψεις. Είχαν μια ζεστασιά, οι κινήσεις
και οι τρόποι τους.
Ένα χτύπημα στην πόρτα τους έκανε όλους να στραφούν προς τα εκεί.
3 σχόλια:
Ναι, το θυμάμαι αυτό σου το διήγημα, Μιχάλη. Και το αγαπώ πολύ. Είναι πάρα πολύ όμορφο. Καλά Χριστούγεννα, φίλε μου με πολλές ευχές.
Βασίστηκε σε εκείνο το παλιό που είχες διαβάσει φίλε μου αλλά το επέκτεινα από τότε.
Καλά Χριστούγεννα με την οικογένειά σου Γιάννη!
Α, ακόμα καλύτερα, τότε. Να το δω, φίλε μου. Ειδικά να πω, ότι μου αρέσει πολύ ο τρόπους, που ξεκινάς.
Καλά Χριστούγεννα με την καρδιά μου.
Δημοσίευση σχολίου