Ο Δημήτριος Ντούντας θα
ήταν ο πιο πλούσιος άνθρωπος του χωριού αν δεν υπήρχε η Σκληρού γι’ αυτό και
δεν την συμπαθούσε την αυταρχική γριά. Αλλά στις αποφάσεις για το χωριό συνήθως
συμφωνούσαν μιας και ήταν και οι δύο άνθρωποι που ήξεραν πώς να διαφυλάττουν τα
συμφέροντά τους. Εκείνος ήταν κοινοτάρχης, η Σκληρού συνήθως αντιπρόεδρος και
φρόντιζαν οι άλλοι τρεις που συμπλήρωναν το κοινοτικό συμβούλιο να είναι
διαχειρίσιμοι άχρωμοι χωριανοί. Ακόμα και με τις ανακατατάξεις του σχεδίου
Καλλικράτης το χωριό είχε διατηρήσει την τοπική του αυτονομία λόγω της
απόστασης από κάθε άλλο κατοικημένο μέρος εκτός του χωριού της Δάφνης που είχε
δεν είχε τριάντα κατοίκους και το οποίο μάλιστα είχε υπαχθεί στη δική τους κοινότητα.
Όπως κάθε πρωί σηκώθηκε,
πήρε πρωινό με τη γυναίκα και τα παιδιά του και μετά πήγε στο κοινοτικό
γραφείο. Το χρησιμοποιούσε και σαν προσωπικό του γραφείο. Εκεί κανόνιζε τις
δουλειές του και τα θέματα της κοινότητας.
Το κτίριο της κοινότητας
ήταν ένα όμορφο παραδοσιακό πέτρινο οικοδόμημα. Στο ισόγειο βρισκόταν ο σταθμός
της χωροφυλακής, ένας μόνος υπαξιωματικός αυτόν τον καιρό υπηρετούσε εδώ, μια
αίθουσα όλη κι όλη και ένα μικρό κελί. Στον επάνω όροφο βρισκόταν μια αίθουσα
για τις συνεδριάσεις και το γραφείο του με έναν κοινό προθάλαμο. Εκεί δούλευε η
μόνη υπάλληλος της κοινότητος, έγραφε πρακτικά, ανακοινώσεις, πιστοποιητικά και
όποιο άλλο έγγραφο χρειάζονταν. Αυτόν τον καιρό είχαν σε αυτή τη θέση τη σύζυγο
του χωροφύλακά τους.
Ο Δημήτριος ανέβηκε τα
σκαλιά και άκουσε τα πλήκτρα της γραφομηχανής, η Πόπη – από το Πηνελόπη – είχε
πιάσει ήδη δουλειά. Άνοιξε την πόρτα και μπήκε.
-Καλημέρα κύριε πρόεδρε,
είπε η μικροκαμωμένη κοπέλα χωρίς να σταματήσει να γράφει.
-Καλημέρα Πηνελόπη, είπε,
με ζήτησε κανείς;
Ήταν ο μόνος που την
αποκαλούσε Πηνελόπη. Το απεχθανόταν όταν έκοβαν τα ονόματα, αν μη τι άλλο τα αποελληνοποιούσαν.
Το Πηνελόπη ήταν ένα ωραίο ελληνικότατο όνομα, τι το ήθελε το Πόπη; Να μοιάζει
με Αγγλίδα ή τι άλλο; Ξενομανείς αηδίες.
-Όχι, κύριε πρόεδρε,
απάντησε η Πηνελόπη.
-Εντάξει θα είμαι στο
γραφείο μου.
Μπήκε στο γραφείο και
κάθισε στην αναπαυτική πολυθρόνα. Είχε αρκετές δουλειές να μεριμνήσει. Σήμερα
θα έρχονταν και οι αρχαιολόγοι για την εκκλησία. Ήταν κρίμα που ήταν στο
οικόπεδο της Σκληρού και όχι στο διπλανό του Μεληδόνη, θα το χαιρόταν να το
χάσει αυτός ο γιος του προδότη.
Η κυρία Ντούντα, η κυρία
προέδρου όπως ήθελε να την αποκαλούν και δεν άφηνε να ξεχνάνε ποια είναι και
ποια η θέση της στο χωριό, καμάρωνε τα δυο βλαστάρια της. Ο Αλέξης και η Χριστίνα
ήταν παιδιά για τα οποία κάθε μάνα θα καμάρωνε αλλά η κυρία προέδρου τα
θεωρούσε τα καλύτερα του χωριού. Ο Αλέξης ήταν τελειόφοιτος στο λύκειο με
όνειρο να κάνει καριέρα στο στρατό και φυσικά σκόπευε να περάσει στην
Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων. Η Χριστίνα, η πιο όμορφη κοπέλα που είχε δει όχι
μόνο το χωριό αλλά όλος ο νομός, ήθελε να γίνει γιατρός και να εγκατασταθεί στο
χωριό για να έχει και το χωριό δικό του γιατρό. Κάθε μάνα βλέπει τα παιδιά της
πανέμορφα, όπως λέει και ο γνωστός μύθος της κουκουβάγιας με την πέρδικα, αλλά
στην περίπτωση της Χριστίνας η μητρική περηφάνεια δεν υπέρβαλλε, ή αν το έκανε
δεν ήταν πολύ. Η Χριστίνα ήταν μια καλλονή.
Τώρα τα δύο παιδιά της
ετοιμάζονταν να φύγουν για το σχολείο. Ο Αλέξης, ένας ψηλός γεροδεμένος έφηβος,
γυμναζόταν εντατικά για να έχει καλές επιδόσεις στα αθλήματα που θα εξεταζόταν
στις εξετάσεις για τη σχολή. Ντυμένος με φόρμες και μποτάκια είχε φορτωθεί ήδη
την τσάντα του και περίμενε την αδερφή του.
Η Χριστίνα δεν ήταν το
ίδιο ψηλή αλλά για γυναίκα είχε αρκετό μπόι, όταν θα ντυνόταν επίσημα και θα
φορούσε τακούνια θα ήταν εντυπωσιακή γυναίκα. Είχε φωτεινά γαλανά μάτια και
έναν χείμαρρο από στιλπνά καστανόξανθα μαλλιά που πλαισίωνε ένα γλυκό πρόσωπο
με απαλά χαρακτηριστικά. Πήρε και εκείνη την τσάντα της και αφού αποχαιρέτησαν
τη μητέρα τους ξεκίνησαν για τη στάση του λεωφορείου.
Ο Αρχάγγελος λόγω του
μικρού του πληθυσμού δεν είχε ποτέ σχολείο καμίας βαθμίδας και έτσι οι μαθητές
ήταν υποχρεωμένοι να πηγαίνουν στα σχολεία του πιο κοντινού μεγάλου χωριού που
ήταν περίπου μισή ώρα με το ΚΤΕΛ. Έτσι οι μαθητές του χωριού από όλες τις
βαθμίδες της εκπαίδευσης μαζεύονταν στην στάση στην άκρη του χωριού για να
πάρουν το λεωφορείο των οκτώ που έκανε για χάρη τους μια παράκαμψη. Αυτό
σήμαινε ότι έφταναν λίγο καθυστερημένοι στο σχολείο αλλά είχε γίνει αποδεκτό
μιας και δεν υπήρχε άλλος τρόπος και οι υπεύθυνοι του ΚΤΕΛ αρνούνταν να
αλλάξουν τα δρομολόγια ακόμα και αν σε εκείνο το πρωινό δρομολόγιο συνήθως δεν
υπήρχαν άλλοι επιβάτες.
Ο Φίλιππος και η Αγγελική
ήταν οι πρώτοι που έφτασαν εκείνο το πρωί. Όλοι οι μαθητές του Αρχάγγελου ήταν
δεκαέξι αλλά τις τελευταίες μέρες είχαν πάει σχολείο οι δεκατέσσερις, δύο ήταν
άρρωστοι.
-Να δούμε πόσοι θα
είμαστε σήμερα, είπε ο Φίλιππος.
Η φωνή του είχε γίνει
βαθιά, αντρική. Εκείνος δεν το συνειδητοποιούσε αλλά πολλές κοπέλες ένιωθαν
κάτι να φτερουγίζει στο στομάχι τους στο άκουσμά της. Πολλές συμμαθήτριες της
Αγγελικής την πολιορκούσαν για να μεσολαβήσει για μια γνωριμία. Μια είχε φτάσει
στο σημείο να της δώσει ένα σημείωμα μαζί με μια selfie για τον αδερφό της. Στη φωτογραφία
ήταν γυμνή με ένα υποτυπώδες κιλοτάκι μόνο και σε μια προκλητική στάση που
υποσχόταν πολλά. Η Αγγελική την είχε σκίσει φουρκισμένη και της είχε κόψει και
την καλημέρα.
-Όλοι ή μάλλον σχεδόν
όλοι, νομίζω η ξαδέρφη μας δεν θα έρθει και σήμερα.
-Την πέρασε βαριά, ας
κάτσει μια μέρα ακόμη, δεν έγινε και τίποτα. Δημοτικό είναι, δεν είναι λύκειο
να μετράνε οι απουσίες.
Ο Αλέξης με τη Χριστίνα
πλησίασαν. Αντάλλαξαν τα καλημερίσματα και κάθισαν και οι τέσσερις στο ξύλινο
παγκάκι της στάσης. Ακόμα και αν δεν ήταν συμμαθητές θα γνωρίζονταν αφού κάθε
μέρα έκαναν την ίδια διαδρομή όλοι μαζί. Ο Αλέξης με τον Φίλιππο πήγαιναν μαζί
στην τρίτη λυκείου εξάλλου. Η Χριστίνα πήγαινε στη Δευτέρα όπως και ο γιος του
Μεληδόνη ο Ρωμανός, ενώ η Αγγελική πήγαινε στην πρώτη, στην ίδια τάξη με την Οφήλια,
την κόρη του φούρναρη και ξαδέρφη του Ρωμανού.
Ο Ρωμανός Μεληδόνης τους πλησίασε εκείνη τη
στιγμή. Ήταν ένας χηλός νεαρός με λεπτό νευρώδες κορμί και χέρια καλλιτέχνη με
λεπτά δυνατά δάκτυλα. Είχε ξανθά μαλλιά και γαλανά μάτια, ένα σκοτεινό γαλανό
που έκανε το βλέμμα του έντονο και διεισδυτικό. Η Χριστίνα χαμογέλασε μόλις τον
είδε και εκείνος της το ανταπέδωσε. Χαιρέτησε και τους υπόλοιπους ενώ
κατέφθαναν και οι πιο μικροί που πήγαιναν γυμνάσιο.
Μια κόκκινη αστραφτερή
πόρσε εμφανίστηκε στο δρόμο και με ένα στρίγκλισμα των φρένων σταμάτησε μπροστά
τους. Το παράθυρο του οδηγού άνοιξε και ένας άνδρας φάνηκε πίσω από το τιμόνι.
-Αυτός είναι ο
Αρχάγγελος; ρώτησε.
Μιλούσε άπταιστα τα
Ελληνικά παρότι τα χαρακτηριστικά του μαρτυρούσαν βορειοευρωπαίο.
-Ναι, είπε ο Φίλιππος
σαστισμένος.
Ο ξένος ένευσε ευχαριστώ
και συνέχισε προς το χωριό. Μια μηχανή φάνηκε να έρχεται από την ίδια
κατεύθυνση και έφτασε την πόρσε, την προσπέρασε καθώς ξεκινούσε από τη στάση με
έναν επικίνδυνο ελιγμό και μπήκε στο χωριό κορνάροντας στον τόνο του στρατηγού
Λη, που είχε γίνει διάσημος από τους Dukes.
-Τώρα τα είδα όλα, είπε ο
Αλέξης, δε φανταζόμουν ότι θα δούμε ποτέ πόρσε εδώ πέρα χώρια τον τύπο με τη
μηχανή. Σίγουρα ο όρος ασφαλής οδήγηση δεν του λέει τίποτα.
-Φορούσε πάντως κράνος,
είπε η Αγγελική.
-Έτσι που πήγαινε
γκαζωμένος αν χτυπούσε κάπου όχι κράνος αλλά ούτε πανοπλία δεν τον έσωζε, είπε
ο Αλέξης.
-Εγώ θα ήθελα την πόρσε
πάντως, είπε ο Φίλιππος.
-Τι λέτε;
Μια όμορφη κοπέλα με
κόκκινα μαλλιά και γαλανά μάτια είχε πλησιάσει. Η Οφήλια Δενδρινού είχε
πλησιάσει. Ήταν μια όμορφη κοπέλα και εξίσου έξυπνη. Όντας ακόμη στην πρώτη
λυκείου δεν είχε αποφασίσει ακόμα ποιον κλάδο σπουδών θα ακολουθούσε αλλά η
Χριστίνα ήταν το ίνδαλμά της και δεν αποκλειόταν να την ακολουθούσε.
-Για τους επισκέπτες μας.
Το χωριό μας έχει ξένους.
-Μάλλον περαστικοί θα
είναι, τι να ήρθαν να κάνουν εδώ; είπε ένας πιτσιρικάς του γυμνασίου.
Δυο ακόμα αυτοκίνητα τους
προσπέρασαν και μετά ένα τζιπάκι και ένα φορτηγάκι ενώ φάνηκε στο δρόμο και ένα
βαν.
-Τι έγινε ρε παιδιά; είπε
ο Φίλιππος. Έχουμε κάνα πανηγύρι και δεν το ξέρω;
-Κάτσε να δεις, κάτι είπε
ο πατέρας μου στο σπίτι, είπε η Χριστίνα, κάποιοι αρχαιολόγοι έρχονται να δουν
την εκκλησία του αγίου Νικολάου.
-Αρχαιολόγος με πόρσε;
Αυτό πολύ θα ήθελα να το δω, είπε ο Φίλιππος.
Το βαν τους προσπέρασε.
Πίσω του φάνηκε να έρχεται το λεωφορείο.
-Στη σειρά για επιβίβαση
μάγκες! είπε ο Αλέξης.
Το λεωφορείο σταμάτησε
λίγο πιο πέρα από τη στάση και έκανε το συνηθισμένο ελιγμό για να πάρει το
δρόμο της επιστροφής μόλις θα επιβιβάζονταν.
Άρχισαν να επιβιβάζονται
χαιρετώντας τον οδηγό που τον ήξεραν και να σκορπίζονται μέσα στο άδειο
λεωφορείο αφού δεν υπήρχαν άλλοι επιβάτες πέρα από δύο ηλικιωμένες γυναίκες που
κάθονταν πίσω από τον οδηγό.
-Τι λες μπάρμπα Μήτσο,
είπε ο Φίλιππος που ανέβηκε τελευταίος, ποιος θα πάρει το πρωτάθλημα;
2 σχόλια:
Πολλά πρόσωπα, νεανικά, εικόνες, δράση που υπόσχεται πολλά.
Το διάβασα φίλε μου, προφανώς συνεχίζεται έτσι ; κρατώ σημείωση.
Μου άρεσε η πένα σου με τις ζωντανές περιγραφές των παιδιών.
Προχωράμε λοιπόν.
Καλό σου απόγευμα.
Χαίρομαι που σου άρεσε φίλε μου, σε λίγο έρχεται και η συνέχεια.
Δημοσίευση σχολίου