Τα Χρονικά Της Εσπέρια ΙΙ - Η Πολιορκία Του Φαιού Κάστρου - 2

Author: Νυχτερινή Πένα /

Ο πεντηκόνταρχος Δελμάρ, έφτασε στην κορυφή του πύργου του στρατιωτικού φυλακίου της Φαιάς Οξιάς και κοίταξε την γύρω περιοχή. Έτριψε τα χέρια του για να τα ζεστάνει. Η θέα με τα χιονισμένα βουνά, ακόμα και αν στον κάμπο ακόμα δεν είχε πέσει χιόνι, δε βοηθούσε την κατάσταση.

Ο Δελμάρ ήταν γόνος μιας από τις πλέον αριστοκρατικές και σπουδαίες οικογένειες του Στόρμγκαρντ, της πρωτεύουσας, και δεν ήταν συνηθισμένος στο κλίμα αυτή της εσχατιάς του βασιλείου. Υπηρετούσε στην πρωτεύουσα κανονικά αλλά μια βραδιά σε ένα καπηλειό καυγάδισε και στη συνέχεια μονομάχησε με έναν άνδρα που αποδείχτηκε ότι ήταν γιος ενός μεγάλου αυλικού. Η καταγωγή του τον έσωσε, δεν καταδικάστηκε σε θάνατο αλλά να υπηρετήσει στην τραχιά αυτή περιοχή.

Ετοιμάστηκε να επιπλήξει το σκοπό που δεν τον είχε χαιρετήσει όπως θα έπρεπε αλλά την προσοχή του τράβηξε αυτό που είχε τραβήξει και του σκοπού. Κάτι κινείτο στο πέρασμα της Χάλκυον, κάτι που έκανε έντονη αντίθεση με το λευκό του χιονιού. Κάτι κόκκινο που έκανε το βουνό να φαίνεται σαν να αιμορραγεί. Ο σκοπός στράφηκε προς το μέρος του, κατάχλομος, τείνοντάς του μια διόπτρα. Ο Δελμάρ πήρε το μακρόστενο σωλήνα με τα δύο κάτοπτρα στις άκρες του και κοίταξε. Σιγουρεύτηκε αμέσως, ένας αναρίθμητος στρατός  κοκκινοντυμένων πολεμιστών εισέβαλλε στην Εσπέρια από τα Ορεινά. Από πού είχε έρθει;

-Ανάψτε την πυρά, διέταξε με σταθερή φωνή, και ετοιμαστείτε να φύγουμε δεν θα αργήσουν να φτάσουν εδώ.

 

-Πολιορκία; είπε ο άρχοντας Αράνους. Γιατί;

-Παρότι η κυριαρχία πάνω σε κάθε ζωντανή ψυχή είναι η βαθύτερη επιθυμία του, είπε ο μοναχός, αυτό που θέλει τώρα είναι το Μεγάλο Γριμόριο, το βιβλίο του οποίου οι μαγικές επωδοί θα επαναφέρουν τον Ζαγκάρθους στην παλαιά του δύναμη. Και αυτό το βιβλίο βρίσκεται στην κρύπτη του Φαιού Κάστρου.

-Τι; αναφώνησε ο Αράνους. Και εγώ γιατί δεν το ξέρω;

-Όσο λιγότεροι τόσο καλύτερα, εμείς αποτελούμε μέλη μιας αδελφότητας με ιερό σκοπό να μην το αφήσει να πέσει σε χέρια που θα θελήσουν να το χρησιμοποιήσουν. Με κάποιο τρόπο έμαθε και εκείνος που βρίσκεται για να έρχεται εδώ και να μην έχει στόχο την πρωτεύουσα.

-Αν πιστέψουμε το κορίτσι.

Αναστάτωση παρατηρήθηκε στο δρόμο. Τελικά δύο στρατιώτες συνόδευσαν μπροστά στον άρχοντα και το διοικητή τους έναν κάθιδρο άνδρα με την απλή πράσινη στολή του αγγελιοφόρου.

-Άρχοντά μου, είπε εκείνος, έρχομαι από τον πύργο της Καμάρας, άναψαν οι φρυκτωρίες.

Ο κόμης αντάλλαξε μια ματιά με τον μοναχό και αποφάσισε να πάρει τα πράγματα στα χέρια του.

-Πως ονομάζεσαι στρατιώτη;

-Λουν, κύριε, από τη Νούθια.

-Λουν, πότισε το άλογό σου και ξεκίνα για το Φαιό Κάστρο, πες στον σερ Σίντρεκ να ετοιμαστεί για πολιορκία και για την στέγαση των αμάχων. Ερχόμαστε και εμείς πες του.

Ο Αράνους είχε ξεκινήσει να επιστρέψει στην άμαξά του και ο κόμης ακολούθησε. Αντίθετα με τον άρχοντα προχώρησε στο πίσω μέρος της φάλαγγας που βρίσκονταν οι ιππείς που τους συνόδευαν. έδωσε γρήγορα εντολές και οι είκοσι άνδρες έφυγαν καλπάζοντας σε δυάδες. Ύστερα επέστρεψε στην αυλή του ορφανοτροφείου.

-Έχετε κάποιο μεταφορικό μέσο για να φύγετε από εδώ;

-Υπάρχει ένα κάρο, είπε η βοηθός της Ράους, δεν θα μπορούν όμως να ανέβουν όλα τα παιδιά και δεν έχουμε ποιος να το οδηγήσει. Ο επιστάτης μας λείπει αυτές τις μέρες.

-Αυτό δεν είναι πρόβλημα, είπε ο κόμης και στράφηκε σε έναν άνδρα που καθόταν δίπλα στον οδηγό της άμαξας του άρχοντα.

-Ουθ! φώναξε, έλα εδώ.

Ο άνδρας ήταν ένας γεροδεμένος νεαρός με τη στολή ιπποκόμου. Πήδηξε από την άμαξα και πλησίασε τρέχοντας.

-Διατάξτε!

-Θα ζεύξεις άλογα στο κάρο που θα σου δείξει η…

Στράφηκε στην κοπέλα που βιάστηκε να πει το όνομά της.

-Αλένια.

-Η Άλένια λοιπόν, είπε ο κόμης, και θα φροντίσεις για την επιβίβαση των παιδιών. Όσα δεν χωρέσουν θα μπουν στην άμαξα.

-Χαρά που θα κάνει ο νοβελίσσιμος! είπε ο Ουθ χρησιμοποιώντας τον επίσημο τίτλο του Αράνους.

-Αυτό άσε το σε εμένα.

Ο κόμης στράφηκε στον μοναχό που μιλούσε ήσυχα με το κορίτσι το οποίο είχε ηρεμήσει και του μιλούσε με μια απαλή, σιγανή φωνή. Τον φώναξε κοντά του και εκείνος άφησε τη μικρή συνομιλήτριά του και πλησίασε.

-Θα ταξιδέψεις στο κάρο με τα παιδιά;

-Κανένα πρόβλημα, είπε ο μοναχός. Έστειλες αγγελιοφόρους είδα.

-Ναι σε όλες τις φρουρές να εκκενώσουν τα φυλάκιά τους και να αναδιπλωθούν στο Φαιό κάστρο. Άφησα μόνο την Κρόια.

-Γιατί;

-Είναι μακριά για να προλάβουν και είναι καλύτερα προφυλαγμένοι πίσω από τα τείχη της Αετοφωλιάς παρά αν θα τους πετύχαινε ο εχθρός στο δρόμο. Εξάλλου αν κάνουμε λάθος και ο Ζαγκάρθους έχει και άλλα σχέδια καλό είναι να μην πέσει στα χέρια του ένα τέτοιο φρούριο.

-Θα πρέπει να ειδοποιηθούν όμως.

-Έδωσα εντολή να στείλουν ένα ταχυδρομικό περιστέρι πριν αφήσουν το φυλάκιο της Ανατολής. Θες να ειδοποιήσουμε τους δικούς σου;

-Σίγουρα θα είδαν τη φωτιά από τον Πύργο της Πηγής και θα πήραν τα μέτρα τους.

-Έχει καλώς, οι αγγελιοφόροι έχουν οδηγίες να μαζέψουν τους άνδρες από τα φυλάκια που βρίσκονται στο δρόμο τους και να τους κατευθύνουν να έρθουν στο κάστρο και να ειδοποιήσουν και τον άμαχο πληθυσμό.

Εν τω μεταξύ ο Ουθ είχε ζεύξει τα δύο άλογα που θα έσερναν το κάρο και βάζοντας στις άκρες τις προμήθειες που είχαν στο ορφανοτροφείο και θα έπαιρναν μαζί, έφτιαξε ένα προφυλαγμένο χώρο στο κέντρο για να καθίσουν τα παιδιά και άρχισε να τα επιβιβάζει.

Ο άρχοντας Αράνους δεν χάρηκε καθόλου με την προοπτική μερικών παιδιών στην άμαξα αλλά η συνοδός του, η αρχόντισσα Έρεσετ ενθουσιάστηκε και έτσι και εκείνος σταμάτησε να φέρνει αντιρρήσεις. Η Ράους προχώρησε και εκείνη στην άμαξα και η Αλένια την ακολούθησε αλλά εκείνη στράφηκε και κοίταξε την βοηθό της αυστηρά.

-Δε νομίζω, είπε κοφτά αφήνοντας την κοπέλα άναυδη.

-Δεν έχω πως…

-Καλύτερα, να μείνεις να φυλάς το κτίριο.

Η Ράους ανέβηκε στην άμαξα και ένας λακές έκλεισε την πόρτα πριν ανέβει ξανά όρθιος στο πίσω μέρος της. Η Αλένια στράφηκε να γυρίσει στο ορφανοτροφείο αλλά την πρόλαβε ο γηραιός μοναχός.

-Ανέβα στην άμαξα σε παρακαλώ. Εγώ θα βολευτώ με το άλογό μου.

Ήταν έτοιμοι να ξεκινήσουν. Όπως και όταν έρχονταν μπήκαν μπροστά οι ιππείς που συνόδευαν τον κόμη. Ακολουθούσε η άμαξα του άρχοντα και πίσω της το κάρο με τα παιδιά. Πίσω τους έρχονταν πεζοί στρατιώτες. Η Αλένια γύρισε και τους κοίταξε. Ήταν δύο ομάδες. Είκοσι στρατιώτες φορούσαν λευκούς θώρακες και κράνη που κάλυπταν το πρόσωπο, έφεραν μεγάλες ορθογώνιες ασπίδες και βαριά σπαθιά, ήταν ο τακτικός στρατός της Εσπέρια. Θυμήθηκε κάτι που της είχε πει ο μακαρίτης ο πατέρας της, παλαίμαχος στρατιώτης και εκείνος. Είκοσι άνδρες αποτελούσαν μια σπείρα, τέσσερεις σπείρες έναν λόχο, πέντε λόχοι ένα τάγμα. Το τάγμα ήταν η πιο συνηθισμένη δύναμη που στάθμευε κάπου ενώ δέκα τάγματα σχημάτιζαν μια λεγεώνα αλλά αυτό γινόταν μόνο σε καιρό πολέμου. Ανατρίχιασε καθώς σκεφτόταν ότι βρίσκονταν πλέον σε πόλεμο.

Έστρεψε το βλέμμα της στους άνδρες που έρχονταν τελευταίοι. Ήταν δέκα άνδρες, έφεραν σπάθες και κάποιοι ασπίδες ενώ είχαν ελαφρούς θώρακες. Δεν ήξερε τι ήταν αυτοί, δεν είχε ξαναδεί τέτοιους πολεμιστές.

-Πες μου σε παρακαλώ, είπε στον Ουθ, πως λέγεται ο κόμης;

-Ίριαν του Μάκασορ, είπε ο Ουθ. Από τους καλύτερους διοικητές μας. Κληρονομικό φαντάζομαι. Και ο πατέρας του ήταν μεγάλος στρατηγός, σκοτώθηκε πολεμώντας στην επανάσταση των Ορεινών. Ο κόμης ήταν μωρό ακόμα και τον πήρε υπό την προστασία του ο βασιλιάς Ερρίκος, τώρα είναι Ιππότης του Ρόδου, γι’ αυτό έχει μαζί του Ιππότες.

Ο Ουθ ένευσε στους πολεμιστές και η Αλένια τους κοίταξε, αυτοί ήταν λοιπόν οι Ιππότες του Ρόδου για τους οποίους είχε ακούσει.


 

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου