Τα Χρονικά Της Εσπέρια ΙΙ - Η Πολιορκία Του Φαιού Κάστρου - 7

Author: Νυχτερινή Πένα /

Το Βαθύ Ρυάκι είχε πάρει το όνομά του από την απτή πραγματικότητα, ήταν εξαιρετικά βαθύ και ορμητικό, κανένας δεν επιχειρούσε να το περάσει κολυμπώντας και η διέλευση γινόταν με πορθμεία ή από τη γέφυρα του Καλ που ήταν βορειότερα στο δρόμο που ένωνε την επαρχία τους με την Ανιούν. Αν κατάφερναν να πιέσουν τους αντιπάλους τους ως εκεί και να επιβιβαστούν στο πορθμείο θα κέρδιζαν χρόνο.

Καθώς είχε ήδη μεταφέρει την σκέψη του στους συντρόφους του, σπιρούνισαν τα άλογά τους ξαφνικά και μπόρεσαν να σπάσουν τον κλοιό του εχθρού και να καλπάσουν προς τον χείμαρρο ενώ τους κατεδίωκαν με βρισιές και βλασφημίες.

Μόνο σαν πλησίασαν το πορθμείο άκουσαν τους διώκτες τους να γελάνε τραχιά και χαιρέκακα. Δεν άργησαν να δουν το γιατί, το πορθμείο ήταν στην μέση του χειμάρρου καμένο και μισοβυθισμένο.

 

Στην κορυφή του τείχους η μάχη ήταν σκληρή, και οι δύο πλευρές μάχονταν σαν να μην υπήρχε η επόμενη μέρα, χωρίς να δείχνουν ή να περιμένουν έλεος και οι νεκροί είχαν καλύψει όλο το δάπεδο. Οι μαχητές του Ίριαν μετέφεραν τους τραυματίες μέσα στα κτίσματα του κάστρου ή αν αυτό δεν ήταν δυνατό στο φυλάκιο πάνω από την πύλη, εκεί κατέφευγαν και όσοι είχαν τραυματιστεί αλλά όχι τόσο που να μην μπορούν να συνεχίσουν τη μάχη. Κάποιοι από τους άνδρες που είχαν τραυματιστεί είχαν σκοτωθεί πέφτοντας από τα τείχη μια μοίρα που είχαν βρει κατά κόρον οι επιτιθέμενοι.

Ωστόσο ο αγώνας ήταν άνισος, για κάθε άνδρα που οι υπερασπιστές του  κάστρου έχαναν δεν υπήρχε αντικαταστάτης ενώ ο εχθρός είχε ακόμα έξω από το κάστρο πολλούς περισσότερους. Πλησίαζε η ώρα που θα έσπαγε η συνοχή της άμυνας. Αναζήτησε τον Σίντρεκ. Τον είδε λίγο πιο πέρα να διαπερνάει με τη σπάθα του έναν αντίπαλο ενώ την ίδια στιγμή χτυπούσε με την ασπίδα του στα μούτρα έναν που ανέβαινε τη σκάλα στέλνοντάς τον πίσω στους δικούς του στην τάφρο.

-Καλό πνίξιμο! βρυχήθηκε ο Ιππότης.

Ο Ίριαν πήγε κοντά του.

-Δεν θα αντέξουμε πολύ, έχουμε όμως ελπίδες να νικήσουμε όσο θα είναι περιορισμένος ο αριθμός αυτών που θα μπαίνουν στο κάστρο. Θέλω να οργανώσεις την άμυνα του πύργου της πύλης, όσο είναι κλειστή μπορούμε να κρατήσουμε.

Ο Σίντρεκ ένευσε και φώναξε μια διαταγή σε έναν αξιωματικό που αμέσως μπήκε στο φυλάκιο.

-Ποιος είναι ο καλύτερος λοχαγός σου; ρώτησε ο Ίριαν ενώ απέκρουε μια επίθεση και στην αντεπίθεση έκοβε το λαιμό του αντιπάλου του.

Ο Σίντρεκ υπέδειξε έναν αξιωματικό με το χέρι που κρατούσε τη σπάθα του. Ο Ίριαν απέκρουσε έναν αντίπαλο ακόμα και φώναξε:

-Να πάρει θέση με το λόχο του του ώστε να αποκλειστεί η πρόσβαση στο εσωτερικό του κάστρου.

-Έγινε! φώναξε ο Σίντρεκ ενώ ο ανώτερος αλλά και φίλος του πήγαινε σε άλλους αξιωματικούς να δώσει οδηγίες.

 

Ο Δελμάρ μετά βίας κρατιόταν στη σέλα του, κόντευε να πέσει όχι από κάποιο τραύμα αλλά από την εξάντληση. Ο εχθρός συνέχιζε την καταδίωξη και κάθε φορά που τους έφτανε ακολουθούσε μια άγρια αιματηρή αψιμαχία ως που να καταφέρουν και πάλι να απαγκιστρωθούν και να συνεχίσουν το ταξίδι τους.

Μια χούφτα άνδρες είχαν απομείνει από όσους είχαν έρθει μαζί του, η αρχόντισσα Έρεσετ ήταν και αυτή μαζί του. Το άλογό της είχε χτυπηθεί και την είχε πάρει πισωκάπουλα ένας Ιππότης, ο μόνος που είχε επιζήσει από τους άνδρες της σωματοφυλακής.

Επιτέλους φάνηκε μπροστά τους η γέφυρα του Καλ. Ο Δελμάρ την έδειξε με το χέρι ενθαρρύνοντας τους δικούς του. Εκείνη τη στιγμή με μια άγρια ιαχή τους έφτασε μια ακόμα ομάδα αντιπάλων καβάλα σε αγριόλυκους. Δύο από τους άνδρες του έπεσαν αμέσως, οι υπόλοιποι ενεπλάκησαν στη σύγκρουση προσπαθώντας να προχωρήσουν προς τη γέφυρα.

Φτάσανε μόλις τρεις, ο Δελμάρ, η Έρεσετ και ο Ιππότης που ξεπέζεψε μόλις έφτασαν στην πέτρινή της επιφάνεια και κάλπασαν προς την αντίπερα όχθη.

-Συνεχίστε εσείς, άρχοντά μου, φώναξε, και να φέρετε βοήθεια, εγώ θα μείνω να τους καθυστερήσω όσο θα έχω δυνάμεις.

-Δεν… πήγε να διαμαρτυρηθεί ο αξιωματικός μα ο Ιππότης επέμενε.

Ο Δελμάρ με την Έρεσετ πέρασαν τη γέφυρα ενώ ο πολεμιστής γυρνούσε για να κατεβάσει το τσεκούρι του στο κεφάλι ενός αγριόλυκου και μετά στου αναβάτη του που είχε βρεθεί στη γη παγιδευμένος από το κουφάρι του υποζυγίου του.

Ο Δελμάρ συνειδητοποίησε ότι δεν τους ακολουθούσαν αλλά δεν τόλμησε να κοιτάξει πίσω για αρκετό δρόμο. Η εικόνα που αντίκρισε κάνοντάς το, έμεινε για πάντα χαραγμένη στο μυαλό του. Ο Ιππότης στη μέση της γέφυρας με το τσεκούρι του υψωμένο να στάζει αίμα και πτώματα να έχουν στοιβαχθεί ως το ύψος του γονάτου του. Όταν έφτασε στον επόμενο λόφο και κοίταξε πίσω πριν χάσει τη γέφυρα από τα μάτια του, περίμενε να τον δει νικητή αλλά δεν υπήρχε πια κανείς εκεί πίσω δικός του.

Με μια προσευχή στα χείλη του για τις ψυχές των πεσόντων συνέχισε το δρόμο του με τη Έρεσετ να τον ακολουθεί.

 

Η Αλένια πήγε στην πόρτα του δωματίου που έμενε με τα παιδιά και κοίταξε έξω. Στην αυλή, λίγα μέτρα πιο πέρα, ένας αξιωματικός είχε παρατάξει τους άνδρες του καλύπτοντας την είσοδο στο εσωτερικό των κτισμάτων του κάστρου. Ήταν όλοι ματωμένοι και πολλοί είχαν ελαφρά τραύματα. Όπως είχαν παραταχθεί μπορούσε να τους μετρήσει, ήταν εξήντα δύο άνδρες, οι υπόλοιποι του λόχου θα πρέπει να είχαν ήδη πέσει μαχόμενοι.

Διέκρινε τον αδερφό Φένορ στην πόρτα του παρεκκλησίου με το ραβδί του στα χέρια. Έδειχνε να προσεύχεται αλλά τα μάτια του ήταν στη σκληρή μάχη μπροστά του. Έστρεψε και εκείνη το βλέμμα ψηλά στα τείχη.

Η μάχη συνεχιζόταν με αμείωτη ένταση. Οι εχθροί είχαν καταφέρει πλέον να σταθεροποιήσουν τον έλεγχό τους σε ένα κομμάτι του τείχους και εκείνοι που ανέβαιναν τις σκάλες το έκαναν εύκολα και χωρίς κίνδυνο πίσω από τις γραμμές των μαχόμενων. Δεν έπαυαν να είναι ωστόσο περιορισμένοι. Ο πύργος της πύλης κρατούσε, ο Σίντρεκ και οι μαχητές που είχε γύρω του μάχονταν στο στενό άνοιγμα της πόρτας που οδηγούσε από το τείχος στο εσωτερικό του πύργου και ευνοούσε το μικρό αριθμό των αμυνόμενων απέναντι στα στίφη του εχθρού.

Στην άλλη άκρη της εχθρικής εισβολής ο Ίριαν και πολλοί από τους άνδρες του μάχονταν λυσσαλέα για να κρατήσουν τον εχθρό έξω από τον γωνιακό πύργο. Ανάμεσά τους ξεχώριζε ο μυλωνάς που με ένα ρόπαλο στα μυώδη χέρια του βοηθούσε τους μαχητές να αποκρούουν τις εχθρικές προσπάθειες να τους απωθήσουν να καταλάβουν τον πύργο.

 

Ο Νέφλιν τράβηξε τα χαλινάρια του μεγαλόσωμου μαύρου αλόγου που ίππευε. Η νύχτα έπεφτε γοργά αλλά δεν ήταν ο λόγος που σταματούσαν.

Γύρω του σταμάτησαν πολλοί από τους πολεμιστές που είχαν απαντήσει στην κλήση του για βοήθεια εναντίον του Ζαγκάρθους και είχαν καταφτάσει με τους άνδρες που είχαν συγκεντρώσει. Είχαν καταφτάσει ο Ορθ του Άκρεν, ο Μακέρ του Δρας και ο Λουθ του Ζαγκόρ με τους άνδρες τους, ο τελευταίος ήταν προσωπικός φίλος του Νέφλιν, ο Γκέγκορ Αλ Σάλιαν από το κοντινό Γκίσα και ο ίδιος ο Ράουμας με μια δύναμη από Ιππότες και στρατιώτες.

Λίγο πριν φύγουν από τον πύργο η Έλανεθ είχε περάσει σε ένα βαθύ λήθαργο που φαινόταν να βαθαίνει με το πέρασμα του χρόνου. Άρχιζε να υποκύπτει στην κατάρα. Έπρεπε να βρουν τον μάγο και να τον αναγκάσουν να λύσει την κατάρα άμεσα. Αυτό δεν είχε αποδειχθεί τόσο δύσκολο όσο θα φοβούνταν. Είχαν αναφθεί οι προειδοποιητικοί φάροι και είχε επιβεβαιωθεί ότι ο σατανικός μάγος βάδιζε επικεφαλής των στρατευμάτων του.

Τώρα είχαν σταματήσει και περίμεναν την επιστροφή των ανιχνευτών που είχαν στείλει για να ελέγξουν την περιοχή ότι δεν υπήρχε κάποια ενέδρα.

 

-Λίγο ακόμη, είπε ο Δελμάρ με φωνή που πρόδιδε την κόπωσή του, και φτάσαμε.

-Ναι, είπε η αγαπημένη του, λίγο ακόμη.

Ίππευε κρατώντας με το ένα χέρι τα χαλινάρια του αλόγου της, το άλλο χέρι το είχε μέσα από τα ρούχα της στην κοιλιά της. Το τράβηξε και ήταν βαμμένο κόκκινο από το αίμα. Στην τελευταία μάχη με τον εχθρό ένα σπαθί την είχε πάρει ξυστά. Δεν είχε πει τίποτα γιατί δεν είχαν τα μέσα ή το χρόνο να το περιποιηθούν.

Περάσανε τη μαρμάρινη στήλη που έδειχνε τα όρια της επαρχίας.

-Πρέπει να βρούμε… είπε ο Δελμάρ αλλά δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει την φράση του. Ένα δόρυ ήρθε από το πουθενά και χτυπώντας τον στο στέρνο τον διαπέρασε. Έπεσε από το άλογο ενώ μια ομάδα ανδρών με κόκκινες πανοπλίες επιτιθόταν από όλες τις μεριές.

Η Έρεσετ ξεπέζευσε από το άλογό της και έτρεξε κοντά στον αγαπημένο της. Γονάτισε και τον πήρε στην αγκαλιά της. Άνοιξε τα μάτια του και την κοίταξε, προσπάθησε να πει κάτι αλλά δεν μπόρεσε και έκλεισε πάλι τα μάτια του, αυτή τη φορά για πάντα. Εκείνη τον απίθωσε απαλά στο έδαφος και σηκώθηκε με μια μόνο σκέψη, την εκδίκηση.

Σκότωσε τρεις αντιπάλους πριν καταφέρουν να την ακινητοποιήσουν και να την φέρουν μπροστά στον αρχηγό της ομάδας τους.

-Ωραίο λάφυρο, είπε αυτός. Γδύστε την!

-Σιχαμένα σκουλήκια, είπε με περιφρόνηση η αρχόντισσα. Θα έρθει ο στρατός μας και θα σας παλουκώσουν όλους.

-Γι’ αυτό είμαστε εδώ έξω, είπε ο επικεφαλής, αλλά ακόμα δεν είδαμε τίποτα.

Καθώς της είχαν αφαιρέσει το θώρακα, ο άνδρας άπλωσε το χέρι του στο στήθος της. Η Σεβαστή προσπάθησε να αντιδράσει αλλά την κρατούσαν σφιχτά. Ο άνδρας της έσκισε το πουκάμισο και είπε:

-Θα το γλεντήσουμε ως που να φανεί ο στρατός σας.

Την επόμενη στιγμή γούρλωσε τα μάτια και ένας πνιχτός ήχος βγήκε από το στόμα του μαζί με έναν πίδακα αίμα. Σωριάστηκε στο χώμα και είδαν στην πίσω μεριά του λαιμού του να εξέχει το στέλεχος ενός βέλους. Ο αιφνιδιασμός ήταν απόλυτος και πριν προλάβουν οι σύντροφοί του να αντιδράσουν έπεσαν νεκροί από βέλη ενώ όσοι το έβαλαν στα πόδια βρέθηκαν μπροστά σε άνδρες με θώρακες και οπλισμένους με βαριά ξίφη. Τους αναγνώρισε, ήταν θωρακοφόροι, οι ανιχνευτές του στρατού και συνήθης εμπροσθοφυλακή. Ένας άνδρας σταμάτησε πάνω από το πτώμα του αρχηγού της ομάδας και είπε:

-Έπρεπε να κοιτάξετε καλύτερα, καθίκι.

Η Έρεσετ συμμάζεψε τα ρούχα της και πλησίασε τον επικεφαλής των θωρακοφόρων. Εκείνος την κοίταξε με συμπόνοια.

-Είστε ασφαλής τώρα, κυρία, είπε.

-Πρέπει να με πάτε στους ανωτέρους σας, ο Ζαγκάρθους επιτέθηκε στο Φαιό Κάστρο, πρέπει να τους βοηθήσετε… Πρέπει…

-Ησυχάστε, κυρία, δεν κινδυνεύετε πια, είστε ασφαλής και οι επιδρομείς είναι νεκροί.

-Ακούστε με σας παρακαλώ.

-Δεν είναι μια εισβολή…

-Θέλει να…

-Είστε τραυματισμένη, πρέπει να ησυχάσετε.

-Σας παρακαλώ, είπε η Έρεσετ απελπισμένη, γιατί δεν με ακούει κανείς;

-Σας ακούω εγώ, αρχόντισσα, πείτε μου.

Η Έρεσετ στράφηκε να δει ποιος ήταν και βιάστηκε να γονατίσει όπως και όλοι οι άλλοι γύρω της. Γιατί αυτός που της είχε μιλήσει ήταν ο Ράουμας του Λορ, ο δεύτερος ισχυρότερος άνδρας στο βασίλειο, ο Άρχοντας των Ιπποτών του Ρόδου. 

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου