Στην πόρτα στεκόταν ο ιερέας που είχε δει πιο μπροστά ο Μάρκος. Ο βοσκός, αν και ξαφνιάστηκε από την απρόσμενη επίσκεψη, είπε:
-Καλησπέρα δέσποτα, πως βρέθηκες εδώ πάνω;
-Καλησπέρα, καλά Χριστούγεννα. Πάω για το Κακοπέρατο. Περνάει το μονοπάτι;
-Θα’ χει χιόνι μα περνάει, το κόβουν τα πεύκα από την πάνω μεριά και δε μαζεύει ποτέ πολύ. Αλλά τι πάει να κάνει η αγιότης σου εκεί πάνω;
-Λέμε να λειτουργήσουμε στο μικρό εκκλησάκι εκεί, είπε ο ιερέας.
Ο πληθυντικός παραξένεψε το βοσκό. Ο ιερέας το κατάλαβε και έδειξε το δρόμο πίσω.
-Δεν είμαι μόνος, έχω και έναν βοηθό, έχουμε και το ζωντανό με τα πράγματά μας.
-Και θα πάτε εκεί πάνω;
-Ναι, θα συγυρίσουμε το εκκλησάκι, θα κάνουμε τον Εσπερινό. Θα κοιμηθούμε εκεί απόψε και σαν πάει πέντε θα βάλουμε ευλογητός.
-Και ποιος θα λειτουργηθεί;
-Όποιους στείλει ο Θεός.
Ο βοσκός κοίταξε έξω τον καιρό. Μετά στράφηκε πάλι στον ιερέα.
-Δέσποτα εμείς εδώ είμαστε μια οικογένεια, θα είναι ένας γείτονας ακόμα και πιο πάνω είναι ακόμα μια οικογένεια. Τι λες να μείνεις μαζί μας απόψε και το πρωί να ανεβούμε όλοι στο εκκλησάκι να μας λειτουργήσεις και να κατέβουμε να κάνουμε Χριστούγεννα εδώ;
Ο ιερέας το σκέφθηκε μια στιγμή και μετά φώναξε:
-Μιχάλη, έλα εδώ… Μην ανησυχείς, δεν πάει πουθενά μόνος του ο κυρ-Μέντιος.
Ο συνοδός του ιερέα πλησίασε με το μπαστούνι του στο χέρι και ο Μάρκος είδε ότι χώλαινε. Που πήγαινε μέσα στο χιόνι αφού δεν μπορούσε να περπατήσει καλά καλά; Ο ιερέας εξήγησε την πρόταση του βοσκού και ο Μιχάλης ένευσε:
-Ό,τι νομίζετε πάτερ.
-Θα κάνουμε έτσι.
-Ας είναι ευλογημένο.
-Ελάτε, ελάτε, είπε ο βοσκός και άνοιξε την πόρτα, Μάρθα, φώναξε, έλα να κεράσεις τους ξένους μας.
Ο ιερέας και ο συνοδός του αλλά και ο Μάρκος στράφηκαν ξαφνιασμένοι στη γυναίκα που ανέβαινε την σκάλα για το χαγιάτι μαζί με έναν μεγαλόσωμο όσο και ηλικιωμένο βοσκό σκεπασμένο με μια χοντρή κάπα.
-Καλά Χριστούγεννα Βασίλη, είπε ο μεγαλόσωμος ξένος με μια βαθιά φωνή που ταίριαζε στο μέγεθός του.
-Καλά Χριστούγεννα, καλώς ήρθες στο σπιτικό μου.
Οι δύο βοσκοί αντάλλαξαν μια γερή χειραψία και κάθισαν όλοι κοντά στη φωτιά να ζεσταθούν αφού ο ιερέας και ο συνοδός του βγήκαν και ξεφόρτωσαν το υπομονετικό υποζύγιό τους που ο οικοδεσπότης τους οδήγησε μετά στο στάβλο με τα δικά του ζωντανά. Οι δυο βοσκοί κάθισαν σε χαμηλά σκαμνιά, ο ιερέας κάθισε σε μια καρέκλα, ο Μιχάλης προτίμησε να καθίσει πάνω σε μια βελέντζα δίπλα στο τζάκι. Ακούμπησε στον τοίχο αφήνοντας το μπαστούνι του στο πάτωμα.
-Πιο βολικά από τα χαμηλά σκαμνάκια, είπε στον Μάρκο που τον κοίταζε.
Εκείνος κάθισε τον μιμήθηκε και κάθισε κοντά του.
-Από πού είσαι;
-Από την Αθήνα, γέννημα θρέμμα.
-Και πως βρέθηκες εδώ πάνω;
-Ήρθα για τα Χριστούγεννα. Ξέρω από παλιά τον πατέρα Σαμουήλ και ήρθα να τον δω και μιας και είχε την απόφαση αυτή για τα Χριστούγεννα είπα να μείνω.
Ο Μάρκος κούνησε το κεφάλι του.
-Δεν είχες να κάνεις τίποτα καλύτερο; Ρεβεγιόν;
-Πέρυσι ήμουν στην Τάιμς Σκουέαρ, εντάξει είναι μια εμπειρία αλλά δεν είναι αυτό που μετράει.
Είχαν αρχίσει να μαζεύονται και τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας του μπάρμπα Βασίλη, οι τρεις γιοι του με τις γυναίκες και τα παιδιά τους επιστρέφοντας από τις δουλειές και τις ετοιμασίες. Η γυναίκα του έψησε ψωμί στη φωτιά και έβαλε πάνω λάδι και ρίγανη και το πρόσφερε στους ξένους, στα παιδιά και τα εγγόνια της. Ανάψανε και δυο λάμπες με πετρέλαιο μιας και είχε πιάσει να σκοτεινιάζει.
-Ε τι άλλο ήθελες δηλαδή;
-Τα Χριστούγεννα είναι μια διαφορετική μέρα, θέλει άλλα πράγματα για να την καταλάβεις. Να πας στην εκκλησία, να αφήσεις τις έννοιες και τις σκοτούρες σου στα χέρια Εκείνου που γεννήθηκε σε σπήλαιο και κοιμήθηκε σε φάτνη για να μας σώσει εμάς. Είναι μια γιορτή και μια μέρα να είσαι με την οικογένεια. Και για να σε προλάβω, αν δεν έχεις οικογένεια, κάτι άλλο θα γίνεται για να βρεις αυτήν οικογενειακή θαλπωρή όπως εγώ.
-Δεν έχεις οικογένεια;
-Όχι, είμαι μόνος μου… Αλλά να όπως είπα, κάτι γίνεται για να βρεις αυτό που χρειάζεσαι μια τέτοια μέρα.
Ο Μάρκος τον κοίταξε και μετά βάλθηκε να κοιτάει τους οικοδεσπότες. Είχαν μια ζεστασιά, οι κινήσεις και οι τρόποι τους. Αρχίσανε να στρώνουν για την νύχτα. Ο παππούς έλεγε στα εγγόνια του ιστορίες για τα καλικατζάρια που σαν απόψε ανέβαιναν στον κόσμο να πειράξουν τους ανθρώπους.
-Κάθονται κάτω στα τρίσβαθα της γης και ροκανίζουν το δέντρο που τη στηρίζει μα σαν μυριστούν πως ήρθαν τα Χριστούγεννα βγαίνουν στον απάνω κόσμο και αρχίζουν τις σκανδαλιές. Χαλάνε τη φωτιά, σκορπούν τη στάχτη, χύνουν το γάλα και ξινίζουν το γιαούρτι. Γι’ αυτό δε σβήνουμε τη φωτιά όλες τις μέρες να κρατάει μακριά τα καλικαντζάρια. Μέχρι να φύγουν την παραμονή των Φώτων, πριν χτυπήσουν οι καμπάνες!
-Και τι γίνεται τότε παππού;
-Πάνε πάλι κάτω αλλά τι να δουν; Το δέντρο είναι και πάλι ολάκερο και αρχίζουν από την αρχή.
Ο Μιχάλης πήγε κοντά στον Σαμουήλ.
-Με την αλλαγή μας στο σχέδιο δεν κάναμε τον εσπερινό.
-Το πρωί, πριν τον όρθρο, είπε ο Σαμουήλ. Αφού φέτος δεν συνοδεύεται από λειτουργία.
Πέσανε για ύπνο. Ο Μάρκος έμεινε να κοιτάζει τα δοκάρια στο ταβάνι με τα διάφορα σκεύη και τρόφιμα κρεμασμένα από αυτά, το τζάκι που έκαιγε και τελικά αποκοιμήθηκε. Δεν μπορούσε να αρνηθεί ότι λίγες φορές στη ζωή του ήταν τόσο γαλήνιος και ήρεμος.
2 σχόλια:
Αυτό το έχω διαβάσει και είναι εξαιρετικό. Καλά Χριστούγεννα φίλε μου.
Χρόνια Πολλά φίλε μου Γιάννη.
Είπα να το βάλω τώρα που είναι επίκαιρο!
Δημοσίευση σχολίου