Ξύπνησε και τεντώθηκε
νιώθοντας αναζωογονημένος και με ένα πρωτόγνωρο αίσθημα πληρότητας. Ανασηκώθηκε
στο κρεβάτι του και κοίταξε δίπλα του την κοιμισμένη Έλανεθ. Τα μαλλιά της
απλώνονταν στους γυμνούς ώμους της και το μαξιλάρι και εκείνος αντιστάθηκε στην
παρόρμηση να την χαϊδέψει για να μην την ξυπνήσει.
Η Έλανεθ στο κρεβάτι του,
δική του, παραδομένη σε έναν γαλήνιο ύπνο αφού είχαν κάνει έρωτα. Η
συνειδητοποίηση τον γέμισε με έναν απτό πόνο, σχεδόν σαν να είχε μπηχτεί ένα
ξίφος στο σώμα του. Τι είχε κάνει; Είχε καταδικάσει σε έναν φρικτό θάνατο
εκείνη που αγαπούσε. Τινάχτηκε όρθιος και άρχισε να βηματίζει στο δωμάτιο
απελπισμένος. Πήγε στο παράθυρο. Ακούμπησε το μέτωπό του στην παγωμένη πέτρα
του αψιδωτού παραστάτη. Γιατί είχε αφεθεί; Γιατί δεν είχε απομακρυνθεί και να
καταφύγει στην ανακούφιση του τελετουργικού του Ζενιμάν;
Ο ήχος της πύλης που
άνοιγε τον απέσπασε από τις σκέψεις του και κοίταξε να δει ποιος ήταν που
κατέφτανε τόσο πρωί και η φρουρά του απέδιδε μάλιστα τιμές. Αναγνώρισε αμέσως
τον καβαλάρη με τα καστανά μαλλιά και την μαύρη στολή, ένας ζωντανός θρύλος της
Ιπποσύνης, ο Ράουμας του Λορ.
Ερχόταν πάνω στην ώρα.
Ο Δελμάρ έλεγξε τα ηνία
και τη σέλα του αλόγου του, ήταν έτοιμο για το ταξίδι τους. Έδεσε πίσω από τη
σέλα το σακίδιό του και βεβαιώθηκε ότι η ασπίδα του ήταν ασφαλισμένη αλλά και
σε θέση που θα του επέτρεπε να την πάρει εύκολα αν χρειαζόταν. Ήταν έτοιμος.
-Θα έφευγες χωρίς να μου
μιλήσεις;
Στράφηκε και αντίκρισε
την αρχόντισσα Έρεσετ. Εκείνη είχε εγκαταλείψει τα επίσημα ενδύματά της και
φορούσε παντελόνι με πουκάμισο και από πάνω έναν θώρακα σαν εκείνον που φορούσε
και ο ίδιος. Ακόμα και με την ανδρική αυτή και πολεμική περιβολή δεν μπορούσε
να μη θαυμάσει την τελειότητα του σώματός της.
-Δεν ήθελα να σε λυπήσω,
της είπε, θα φύγω αμέσως για να φέρω βοήθεια.
-Το ξέρω, απάντησε η
αρχόντισσα.
Πλησίασε και τον κοίταξε.
Ύστερα ρίχτηκε στην αγκαλιά του και τον φίλησε στα χείλη. Εκείνος την κράτησε
σφιχτά.
-Δεν ξέρεις πόσο μου
έχεις λείψει.
-Τώρα θα έρθω μαζί σου
όμως.
-Όχι! Ο Δελμάρ την
απομάκρυνε για να μπορεί να την κοιτάξει στα μάτια. Θα κινδυνεύσεις!
-Λες εδώ δε θα
κινδυνεύσω; Εδώ έρχονται να επιτεθούν.
-Θα είσαι πιο ασφαλής από
το να είσαι εκτεθειμένη στην ύπαιθρο μαζί μου, είπε ο αξιωματικός.
-Είμαι έτοιμη και ο σερ
Ίριαν σαν άρχοντας του κάστρου το ενέκρινε.
Ο Δελμάρ γέλασε ενώ την
αγκάλιαζε πάλι.
-Πήρε προαγωγή;
-Ο Αράνους το έβαλε στα
πόδια, αφού θα φύγω και εγώ κάποιος πρέπει να είναι υπεύθυνος για την περιοχή.
Ο Δελμάρ κούνησε το
κεφάλι. Ήταν λογικό αυτό που έλεγε αλλά, το πιο σημαντικό, έδειχνε το πόσο
αποφασισμένη ήταν να πάει μαζί του. Ήταν το μόνο ευχάριστο που του είχε συμβεί
με την μετάθεσή του σε αυτήν την μεθοριακή περιοχή. Είχε γνωρίσει την Έρεσετ
και είχαν γίνει γρήγορα εραστές. Δεν είχαν επισημοποιήσει ακόμα τη σχέση τους
για να μην επισύρουν την μήνι του Αράνους που είχε βλέψεις στην αρχόντισσα και
ενώ εκείνη έκανε κάποιες ενέργειες για να αρθεί πια η ποινή του και να
επιστρέψουν μαζί στο Στόρμγκαρντ.
Τώρα θα επέστρεφαν αλλά
με ένα μήνυμα πολέμου. Ίσως θα ήταν καλύτερα που την είχε μαζί, εκείνη θα την
άκουγαν πιο εύκολα. Τη φίλησε απαλά στα στιλπνά της μαλλιά και είπε:
-Πάμε;
-Την αγαπάς;
Ο Ράουμας στεκόταν κοντά
στο παράθυρο ατενίζοντας το δάσος του Καρενός. Ο Νέφλιν ήταν καθισμένος στην
πολυθρόνα στο γραφείο του.
-Πιο πολύ και από τη ζωή
μου. Θα πέθαινα ευχαρίστως για να ζήσει εκείνη αλλά η κατάρα δεν θα μου κάνει
τη χάρη.
-Όχι, είπε ο Ράουμας και
μια λάμψη πέρασε από τα μάτια του καθώς σκεφτόταν τι ακριβώς έπρεπε να γίνει,
αλλά έχω μα ιδέα που μπορεί να βοηθήσει. Θα στείλω αμέσως ένα γεράκι με μήνυμα.
Άφησε το παράθυρο και
στράφηκε στο εσωτερικό του δωματίου κοίταξε το μισητό σύμπλεγμα που υπενθύμιζε
στον Νέφλιν την απειλή που κρεμόταν πάνω από το κεφάλι του.
-Όσο γι' αυτό, είπε και
ξεθηκάρωσε τη σπάθα που κρεμόταν στο πλευρό του, δεν χρειάζεται να το
υφίστασαι.
Κατέβασε με ορμή τη σπάθα
του πάνω στο σύμπλεγμα διαλύοντάς το. Προς μεγάλη έκπληξη του Νέφλιν παρέμεινε
κομματιασμένο και δεν επανάκαμψε στο γραφείο.
-Πως...
-Ευλογημένη λεπίδα, λύνει
τέτοια ξόρκια.
-Και την κατάρα;
-Γι' αυτήν χρειάζεται
κάτι πιο ισχυρό.
-Μακάρι να το είχαμε,
είπε ο Νέφλιν.
-Θα το βρούμε, είπε ο
Φένορ, θα καλέσουμε φίλους που μπορούν να βοηθήσουν και θα φροντίσουμε να αρθεί
αυτή η κατάρα.
-Μπορεί να γίνει λες;
-Οι πρόσφατες εμπειρίες
μου στην εκστρατεία στο νότο και μετά μου δίδαξαν ότι τίποτα δεν είναι αδύνατο,
έχε θάρρος.
-Πες μου τι να κάνω.
-Εσύ τίποτα, ασχολήσου με
τα καθήκοντά σου εδώ στον πύργο, πρόσεχε την Έλανεθ και ετοίμασε όσους άνδρες
μπορείς να πάρεις μαζί για εκστρατεία.
Η Αλένια είχε εξοικειωθεί
με το κάστρο λίγο για να μπορεί να βγει μέχρι την αυλή και να επιστρέψει στο δωμάτιο
των παιδιών χωρίς να χαθεί. Αφού τακτοποίησε τα παιδιά και φρόντισε να φάνε,
βγήκε λίγο στην αυλή να αφήσει τον αέρα να τη χτυπήσει στο πρόσωπο.
Ησυχία επικρατούσε στο
κάστρο, οι άμαχοι που είχαν βρει καταφύγιο εδώ είχαν τακτοποιηθεί στο εσωτερικό
των κτιρίων του κάστρου, σε άδειους κοιτώνες και αίθουσες, κάποιοι και στους
θαλάμους της φρουράς η οποία είχε στρατωνιστεί στους πύργους για να είναι
έτοιμη για μάχη. Είχε ακούσει ότι είχαν πλέον επιστρέψει όλοι στο κάστρο.
Είδε τον Σέντρικ να
μιλάει με έναν αξιωματικό που ήταν έφιππος και φαινόταν έτοιμος να ξεκινήσει με
τη συνοδεία μιας δεκάδας πολεμιστών και των Ιπποτών. Ο κόμης ήρθε κοντά τους
και αυτός και έδωσε έναν τυλιγμένο ρολό στον αξιωματικό που τον έκρυψε στον
μανδύα του. Αντάλλαξε μερικές λέξεις με τον Ίριαν και μετά χαιρέτησε
στρατιωτικά και ξεκίνησε καλπάζοντας με τους άνδρες που ήταν μαζί του.
-Κλείστε την πύλη!
διέταξε ο Σίντρεκ.
Τα δύο μεγάλα φύλλα της
πύλης, φτιαγμένα από γερό ξύλο και ενισχυμένα με μεταλλικά καρφιά, έκλεισαν με
κρότο και ακολούθησε η μεγάλη καταρρακτή που κατέβηκε στη θέση της
κροταλίζοντας.
Οι δύο αξιωματικοί
πλησίασαν προς το μέρος της και ο Σίντρεκ τη ρώτησε:
-Όλα καλά;
-Ναι, απλά βγήκα λίγο να
πάρω λίγο αέρα. Πως είναι η κατάσταση;
-Ο εχθρός πλησιάζει, είπε
ο Ίριαν, θα φτάσουν εδώ το βράδυ. Κάνουμε ό,τι είναι δυνατόν για να τον
αντιμετωπίσουμε.
-Και οι άνδρες που
έφυγαν;
-Πηγαίνουν να φέρουν
βοήθεια, είναι σίγουρο ότι θα τη χρειαστούμε. Ο πεντηκόνταρχος Δελμάρ είναι από
την πρωτεύουσα και είναι ο κατάλληλος να κάνει το ταξίδι.
Η Έλανεθ μπήκε λίγο
αργότερα στο γραφείο όμορφη σαν κρίνος του Άκρεν και δροσερή σαν την άνοιξη.
Πλησίασε το γραφείο όπου ο Νέφλιν έγραφε σε μια περγαμηνή την αναφορά του για
την συμπλοκή με τους ληστές και την αποστολή των συλληφθέντων για δίκη.
-Καλημέρα, είπε
παιχνιδιάρικα, μπορώ να έχω λίγο την προσοχή του άρχοντα του πύργου;
-Βεβαίως, είπε ο Νέφλιν
και σηκώθηκε από τη θέση του. Έκανε το γύρω του γραφείου και την αγκάλιασε. Για
μια στιγμή ξέχασε την κατάρα και τον κίνδυνο που διέτρεχε η Έλανεθ και αφέθηκε
στην απόλαυση της ευτυχίας, το άρωμά της να τον μεθάει σαν το πιο γλυκόπιοτο
κρασί, το γέλιο της μουσική στα αυτιά του και το σώμα της στα χέρια του, δε
χόρταινε να την κοιτάει και να την χαϊδεύει.
Η Έλανεθ τον φίλησε.
-Είμαι τόσο ευτυχισμένη,
μουρμούρισε χωμένη ακόμα στην αγκαλιά του.
-Και’ γω, είπε ο Νέφλιν.
Αλλά δεν πρέπει, Έλανεθ, κινδυνεύεις μαζί μου, είμαι…
Η Έλανεθ σήκωσε το χέρι
της και άγγιξε τα χείλη του με τα ακροδάχτυλά της.
-Μη λες τίποτα, δε
χρειάζεται, ξέρω.
-Ξέρεις; εκπλάγηκε ο
Νέφλιν.
-Ναι ξέρω, εδώ και πολύ
καιρό ξέρω για την κατάρα.
-Και πως…
-Σε αγαπάω Νέφλιν του
Ζοντόρ, σε αγαπώ και θα συνεχίσω να σε αγαπώ όσο ζω ό,τι και αν λέει γι’ αυτό
ένας καταραμένος μάγος.
Ο Νέφλιν την αγκάλιασε
και την κράτησε σφιχτά. Εκείνη του το ανταπέδωσε.
-Δεν ξέρω τι έχω κάνει
για να αξίζω τέτοια ευτυχία, είπε ο Νέφλιν, αλλά είμαι το ευγνώμων που την έχω.
Έμειναν λίγο
αγκαλιασμένοι και ο Νέφλιν την απομάκρυνε λίγο για να την κοιτάξει στα μάτια.
-Θέλεις να γίνεις γυναίκα
μου;
-Ναι, είπε η Έλανεθ με
μάτια βουρκωμένα από την συγκίνηση.
Ο Νέφλιν τη φίλησε απαλά
στα χείλη. Εκείνη δέχθηκε το φιλί και άφησε τη γλώσσα του να βρει τη δική της
σε ένα αισθησιακό παιχνίδι. Πίεσε το σώμα της στο δικό του και αφέθηκε στο φιλί
και στα χάδια του.
-Μη με αφήσεις ποτέ, του ψιθύρισε.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου