Τα Χρονικά Της Εσπέρια ΙΙ - Η Πολιορκία Του Φαιού Κάστρου - 8 Φινάλε

Author: Νυχτερινή Πένα /

V.

 

-Δεν θα αντέξουμε πολύ, μονολόγησε ο Ίριαν ενώ πολεμούσε με τους άνδρες του στις επάλξεις μπροστά από τον πύργο για να εμποδίσουν την πτώση του στα χέρια του εχθρού.

Στην άλλη άκρη ο Σίντρεκ και οι δικοί του είχαν υποχωρήσει μέσα στον πύργο της πύλης για να μπορούν να κρατήσουν τη θέση τους μιας και από την πόρτα δεν μπορούσαν να περάσουν παρά μόνο δύο ή τρεις μαζί και έτσι τους κρατούσαν έξω.

Θριαμβευτικές κραυγές τράβηξαν το βλέμμα του στο σημείο του κάστρου που είχαν στον έλεγχό τους οι εισβολείς και είδε ότι είχαν τραβήξει επάνω σκάλες για να τις κατεβάσουν από την άλλη πλευρά και να βρεθούν στο εσωτερικό του κάστρου.

Στην αυλή ο λοχαγός διέταξε με δυνατή σταθερή φωνή:

-Κλειστός σχηματισμός! Σφιχτά τις ασπίδες, έτοιμοι για επίθεση!

Με αλαλαγμούς θριάμβου οι εισβολείς άρχισαν να κατεβαίνουν στην εσωτερική αυλή του κάστρου. Από έξω τους μιμήθηκαν οι σύντροφοί τους που είχαν καταλάβει την πρόοδό τους και ζητωκραύγαζαν για την επικείμενη νίκη τους ενώ ανανέωναν τις προσπάθειές τους.

Ο Ίριαν δεν μπορούσε να αποσπάσει άλλους άνδρες για να πάνε να βοηθήσουν κάτω, η άμυνα στο τείχος είχε φτάσει στα όριά της. Σε λίγο θα κατέρρεε. Ένα νέο κύμα επιτιθέμενων κατέφτασε και επιτέθηκε με ορμή.

 

Η Αλένια είχε κλείσει την πόρτα και παρακολουθούσε από ένα μικρό παράθυρο τα τεκταινόμενα. Τα παιδιά είχαν ξυπνήσει και ήταν όλα μαζεμένα γύρω της. Η κοπέλα δεν έτρεφε καμία αυταπάτη ότι η πόρτα θα τους προστάτευε αλλά την είχε κλείσει για να μην προκαλέσει την προσοχή των εισβολέων που θα ξεχύνονταν για σφαγή, ίσως κατάφερνε να κρύψει τα παιδιά.

Οι άνδρες στην αυλή μάχονταν υπεράνθρωπα να κρατήσουν τους εισβολείς. Στην πόρτα του παρεκκλησίου ο αδερφός Φένορ χρησιμοποιούσε το ραβδί του για να αμυνθεί και να μην αφήσει κανέναν να περάσει μέσα. Αλλά ήταν μόνος του και αντιμέτωπος με έναν μεγάλο αριθμό αντιπάλων.

Η κοπέλα έσκυψε το κεφάλι και δάκρυα ανάβλυσαν στα μάτια της. Όλα είχαν τελειώσει. Τα παιδιά μαζεύτηκαν πιο κοντά της και εκείνη τα αγκάλιασε.

-Φοβάμαι, είπε ένα κοριτσάκι.

-Δεν πρέπει, είπε εκείνη με φωνή όμως που δεν ήταν σταθερή.

 

Στην πεδιάδα μπροστά τους ήταν παρατεταγμένος ο στρατός των γκόμπλιν του μάγου. Ταγμένοι σε σειρές χτυπούσαν τα κοντά πριονωτά σπαθιά τους στις ασπίδες τους και ανυπομονώντας να μπουν στη μάχη και να πάρουν μέρος στο σφαγιασμό των ενοίκων του κάστρου που φαινόταν να είναι έτοιμο να υποκύψει.

-Είναι πολλοί, κατά πολύ περισσότεροι από' μας, είπε ο Νέφλιν κοιτώντας τον εχθρικό στρατό και αναζητώντας το μάγο. Ακόμα και μετά τις απώλειες που έχουν ήδη.

-Ναι αλλά τους έφερε εκεί που θέλαμε, είπε ο Ράουμας, θα νικήσουμε αν όλα πάνε κατά το σχέδιο. Δεν θα ξεφύγει κανένας, ούτε καν ο Ζαγκάρθους.

-Το ελπίζω.

Ο Ράουμας έκανε ένα νόημα στον σαλπιγκτή. Ύστερα κοίταξε τους Ιππότες του. Όλοι ήταν έτοιμοι.

 

Ένα δυνατό σάλπισμα ακούστηκε και όλα τα μάτια στράφηκαν στους λόφους απέναντι από το κάστρο. Ένας ιππέας στεκόταν τώρα εκεί σαλπίζοντας ξανά το μήνυμα της ελπίδας για τους μαχητές του κάστρου. Η βοήθεια είχε φτάσει. Σάλπισε άλλη μια φορά και σαν για να απαντήσει μια μυριόστομη πολεμική ιαχή ακούστηκε:

-Στο όνομα της Εσπέρια!

 Χιλιάδες πολεμιστές κατέβαιναν τους λόφους τώρα συντεταγμένοι με το τακτικό τους βήμα να σείει το έδαφος. Θώρακες και πανοπλίες γυάλιζαν στο φως του φεγγαριού και τα τραβηγμένα ξίφη τους αντανακλούσαν το φως με έναν απόκοσμο τρόπο που έκανε την στρατιωτική αυτή δύναμη ακόμα πιο επιβλητική.

Οι επιτιθέμενοι άρχισαν να αποσύρονται από το κάστρο για να αντιμετωπίσουν τον νέο αντίπαλο αλλά τώρα δεν είχαν την αριθμητική υπεροχή και ο εχθρός τους ήταν αποφασισμένος να τους συντρίψει.

 

Ο σαλπιγκτής τελείωσε το πολεμικό του κάλεσμα και ο Ράουμας ύψωσε το χέρι του.

Το κατέβασε και οι πολεμιστές ξεχύθηκαν σε μια γρήγορη κάθοδο προς τους αντιπάλους τους που ετοιμάστηκαν για σύγκρουση σφίγγοντας τα σπαθιά και τις ασπίδες τους με το κοράκι εν πτήση, το έμβλημα του Ζαγκάρθους. Οι πεζοί πολεμιστές εμπλάκηκαν με τον εχθρό ενώ οι τοξότες παρατεταγμένοι σε τρεις γραμμές πιο πίσω έστελναν μια θανατηφόρα βροχή από βέλη στα κεφάλια του.

Οι έφιπποι μπήκαν στην μάχη με ορμή είχαν καλπάσει στην πλαγιά ενώ πεζοί και τοξότες είχαν ήδη εμπλακεί και καθηλώσει τις εχθρικές δυνάμεις. Βρέθηκαν στο πλευρό τους και έκαναν έφοδο με ορμή που αποδιοργάνωσε τα στίφη των γκόμπλιν.

Η μάχη ξέσπασε έντονη γύρω του αλλά ο Νέφλιν δεν έδινε σημασία, εκείνος είχε ξεπεζέψει και έψαχνε το μάγο. Δεν έδινε σημασία στη σκληρή μάχη γύρω του, στα σώματα που έπεφταν, στις κραυγές πόνου, ανθρώπων και μη, στους επιθανάτιους ρόγχους. Μαχόταν με κάποιον μόνο αν του επιτιθόταν και τον εμπόδιζε να προχωρήσει. Ακόμα και έτσι είχε σκοτώσει πολλούς όταν βρέθηκε αντιμέτωπος με τον Ζαγκάρθους.

Ο σκοτεινός μάγος ήταν ψηλός, ντυμένος με έναν μαύρο χιτώνα που κοσμούσαν μυστικιστικά σύμβολα κεντημένα με ασημένια ή κόκκινα νήματα. Γέλασε μοχθηρά καθώς ο Νέφλιν επιτιθόταν με ορμή εναντίον του.

Μια πορφυρή ριπή ενέργειας τινάχθηκε από το κρυστάλλινο ραβδί που κρατούσε ο μάγος. Χτύπησε τη σπάθα του Νέφλιν και την τίναξε από τα χέρια του. Ο αντίπαλός του γέλασε και προχώρησε μπροστά.

-Και τώρα θα πεθάνεις!

-Σκότωσέ με, είπε ο Νέφλιν ήσυχα σαν να διαφωνούσαν σε ένα θέμα πρωτοκόλλου και όχι για τη ζωή του, αλλά λυπήσου την Έλανεθ.

-Θα αντάλλασσες τη ζωή της με την ψυχή σου;

-Ναι, απάντησε χωρίς δισταγμό ο Νέφλιν.

Ο Ζαγκάρθους γέλασε εκστασιασμένος. Φαινόταν κάτι να τον ευχαριστεί σε ασύλληπτο βαθμό.

-Η ψυχή ενός Ιππότη στην υπηρεσία μου, ψιθύρισε και μετά είπε δυνατά. Ωραία δέχομαι. Πέθανε!

Ύψωσε το ραβδί και ο Νέφλιν έφερε στο μυαλό του το πρόσωπο της Έλανεθ, ήθελε να είναι η τελευταία του ανάμνηση από την ζωή αυτή. Ο μάγος κατέβασε το ραβδί αλλά δεν έφτασε ποτέ στο στόχο του, το κεφάλι του Νέφλιν. Μια άλως από γαλάζιο φως είχε καλύψει τον Ιππότη.

-Αδύνατον, είπε ο Ζαγκάρθους, δεν είσαι μάγος.

-Εκείνος όχι, εγώ όμως είμαι!

Μια λάμψη άστραψε δίπλα στον Νέφλιν και ένας άνδρας εμφανίστηκε δίπλα του.

-Εσύ! είπε κατηγορηματικά ο Ζαγκάρθους. Έχεις πεθάνει εδώ και χρόνια.

-Άλασταρ Φρίολιν Νεμάνια, είπε ο νεοφερμένος. Γνωστός ως ο Λευκός Μάγος ή απλά Άλασταρ. Και όχι δεν είμαι νεκρός. Αλλά θα είσαι εσύ σύντομα!

Ο Ζαγκάρθους έκανε μια κίνηση με το ραβδί του και μια φωτεινή σφαίρα κύλισε προς τον Άλασταρ που την κοίταξε ατάραχος. Ύστερα πρόφερε κάτι και πέρασε μέσα από αυτή που έσβησε πίσω του σε χιλιάδες σπίθες. Ο Ζαγκάρθους έβγαλε μια κραυγή γεμάτη οργή και πρόφερε ένα ξόρκι που υλοποίησε μπροστά του ένα τεράστιο ον με καμπυλωτά κέρατα στο κεφάλι και τεράστια νύχια σε κάθε ένα από τα τέσσερα άκρα του.

-Αυτό άσε το σε’ μενα, φώναξε ο Νέφλιν και όρμησε να αντιμετωπίσει το θηρίο ενώ η σπάθα του ερχόταν πίσω στο χέρι του.

Ο Ζαγκάρθους στράφηκε στο μάγο και ύψωσε το ραβδί του αλλά ο Άλασταρ έκανε κάτι που τον αιφνιδίασε. Έκανε γρήγορα δύο βήματα μπροστά και άρπαξε το ραβδί του αντιπάλου του.

-Η δύναμη δίνεται για να κάνει καλό και όχι κακό και υπάρχουν πράξεις που είναι ανίερες ακόμα και για έναν σκοτεινό μάγο. Γι’ αυτό και τώρα αυτή η δύναμη θα χαθεί.

Την ίδια στιγμή ο Φένορ άκουγε το μάγο στο μυαλό του.

«Τώρα! Κατέστρεψε το!»

Ο Φένορ κοίταξε μέσα στο παρεκκλήσιο, το καταραμένο βιβλίο δεν έδειχνε διαφορετικό πάνω στο αναλόγιο που ήταν τοποθετημένο αλλά ήξερε τι έκανε ο Άλασταρ. Είχε παρεμβάλλει τη δύναμή του ανάμεσα στον Ζαγκάρθους και το βιβλίο παύοντας για λίγο το δεσμό τους. Τώρα μπορούσε να το καταστρέψει.

Άρπαξε το βιβλίο και έσπευσε στην αυλή. Έσπευσε σε έναν από τους πυρσούς που φώτιζαν περιμετρικά το χώρο και τον έβγαλε από την θήκη του. Έβαλε το βιβλίο στο έδαφος και μετά το άγγιξε με τον δαυλό. Οι αρχαίες περγαμηνές λαμπάδιασαν αμέσως.

-Ας χαθεί έτσι και ο κύριός σου, είπε ο Φένορ.

Η κραυγή του Ζαγκάρθους ακούστηκε πάνω από τον ορυμαγδό της μάχης. Δευτερόλεπτα αργότερα ο Άλασταρ τον έστελνε για πάντα στην Άβυσσο.

 

Ο Ράουμας συνάντησε τον Νέφλιν στο σημείο που είχε πέσει ο σκοτεινός μάγος.

-Από καιρό ήθελε ο Ζαγκάρθους να αιχμαλωτίσει μια ψυχή, ειδικά μια που θα παραδινόταν οικειοθελώς και θα τον έκανε πανίσχυρο, θα την έκλεινε στο Μεγάλο Γριμόριο κάνοντάς το άτρωτο και εκείνον αθάνατο. Το θέμα ήταν να μπορέσουμε να τον βρούμε. Ο Άλασταρ ήξερε για τα σχέδιά του και ότι ερχόταν για το Γριμόριο. Έμενε να μαζέψουμε στρατό και να σπεύσουμε, ήξερα ότι θα σε αναζητούσε.

-Με αυτό το σκοπό με καταράστηκε τόσα χρόνια πριν;

-Όχι, τότε απλά ήθελε να εκδικηθεί για την ματαίωση των σχεδίων του στη συνωμοσία του Χάρκους. Η σκέψη να σε χρησιμοποιήσει δεν θα του πέρασε από το μυαλό πριν εσύ προσφερθείς για να σωθεί η Έλανεθ. Άντε πήγαινε πίσω, ως που να φτάσεις θα έχει συνέλθει.

-Θα σε καλέσουμε στο γάμο.

-Θα το περιμένω, είπε ο Ράουμας με ένα χαμόγελο και στράφηκε να ανασυγκροτήσει τους άνδρες του που καταδίωκαν τους τελευταίους μαχητές του εχθρού. Είχε μερικά ακόμα θέματα να διευθετήσει.

 

-Χαίρομαι που σε βλέπω σώο και αβλαβή αδερφέ, είπε ο Ίριαν μπαίνοντας στο παρεκκλήσιο.

Ο Φένορ στράφηκε και τον κοίταξε. Είχε πράγματι βγει από τη μάχη σώος και αβλαβής αν εξαιρούσε κανείς μερικές αμυχές.

-Και εγώ εσένα, και μάλιστα θριαμβευτή.

-Οι ενισχύσεις έφτασαν την κατάλληλη στιγμή, είπε ο Ιππότης, λίγο ακόμη και θα ήταν αργά πια. Ελάχιστοι πολεμιστές του εχθρού κατάφεραν να διαφύγουν.

Ήταν αλήθεια, η συντριβή του εχθρού ήταν απόλυτη. Την είχαν πληρώσει με αρκετές απώλειες, εκτός από τη φρουρά του κάστρου είχε χάσει και ο στρατός πολλούς αξιωματικούς και στρατιώτες. Είχαν ακόμα χάσει την αρχόντισσα Έρεσετ, που είχε υποκύψει στο τραύμα της. Μόνο τον Αράνους δεν θα βρισκόταν κάποιος να κλάψει.

-Και απαλλαγήκαμε και από τον Ζαγκάρθους επιτέλους. Τι θα κάνεις τώρα;

-Ο Ράουμας μου ζήτησε να αναλάβω εγώ την επαρχία και να γίνει διοικητής του Φαιού Κάστρου ο Λάτιρ.

-Πολύ καλές επιλογές, επιδοκίμασε ο Φένορ και πρόσθεσε με ένα χαμόγελο, και δεν θα χρειαστεί να ψάξεις μακριά για αρχόντισσα.

Ο Ίριαν ακολούθησε το βλέμμα του μοναχού στην αυλή όπου η Αλένια είχε βγει με τα παιδιά στον καθαρό αέρα του πρωινού, και χαμογέλασε.

-Εσύ; Τι θα κάνεις τώρα που ο Ζαγκάρθους χάθηκε;

-Δυστυχώς ο Ζαγκάρθους δεν ήταν η μόνη πηγή του κακού στην Εσπέρια, αν ήταν έτσι θα μας ξημέρωνε μια ευτυχισμένη μέρα. Ήταν βέβαια ένα μεγάλο κακό και χαίρομαι που δεν υπάρχει πια αλλά σίγουρα θα χρειαστεί να αντιμετωπίσουμε και άλλα.

-Τότε ίσως πρέπει να γυρίσεις στο Γνοφώδες Όρος, είπε ο Ίριαν, να εκπαιδεύσεις νέους Ιππότες για να είμαστε έτοιμοι.

-Ίσως και να το κάνω, εσύ μη σκοτίζεσαι γι’ αυτό. Έχεις κάτι πιο ευχάριστο να σε περιμένει.

Ο Ίριαν κοίταξε την Αλένια και κατένευσε.

-Θα σε δω στο γάμο του Νέφλιν, είπε και προχώρησε προς το μέρος της.

 

Τέλος

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου