Voyage Of The Moonstone

Author: Νυχτερινή Πένα /

In the twenty-first book of the Lone Wolf series, a new era begins. The reader, who as always is the hero, is no longer Lone Wolf but one of the Kai. Lone Wolf has reestablished the Kai Lords that the Darklords once destroyed, and the hero is one of the first Grand Masters of the New Order. The reader can choose their name and even their gender; a female reader can create a female character if she wishes.

The rules remain the same, with some differences, the most significant being the limitation on the damage that the hero can heal, making them more dependent on potions and healing items and perhaps more cautious about the risks they take. More disciplines are available, and the hero starts with four of them. One could say they are in the same position as Lone Wolf in the thirteenth book.

The hero’s mission? At the end of the twentieth book, Lone Wolf returns to Sommerlund with the mythical Moonstone of the Shianti. He wishes to keep it safe in the Monastery, but this quickly proves impossible; its power is so great that it even distorts the natural order. It must be returned to its creators, who live in isolation on the distant island of Lorn. The hero takes on the task of transporting it there via Elzian, the capital of Dessi. In this book, the goal is to reach that city.

The journey will take him through Vassagonia, whose capital Lone Wolf saw in the fifth book, and we will explore the land of sand much further. We will also encounter the land of the Dessi magicians, which, although friendly to the Kai, is still filled with dangerous enemies.

Το Ταξίδι Της Φεγγαρόπετρας

Author: Νυχτερινή Πένα /

Στο εικοστό πρώτο βιβλίο της σειράς του Μοναχικού Λύκου ξεκινάει μια νέα εποχή. Ο αναγνώστης, που όπως πάντα είναι ο ήρωας, δεν είναι πλέον ο Μοναχικός Λύκος αλλά ένας από τους πολεμιστές του Κάι. Ο Μοναχικός Λύκος έχει ξαναοργανώσει την αδελφότητα που κάποτε εξόντωσαν οι Άρχοντες του Σκότους και ο ήρωας είναι ένας από τους πρώτους που ολοκλήρωσαν τις σπουδές τους στο κάστρο. Ο αναγνώστης μπορεί να διαλέξει το όνομά του ακόμα και το φύλο του, μια κοπέλα μπορεί να δημιουργήσει έναν γυναικείο χαρακτήρα αν το επιθυμεί.

Οι κανόνες παραμένουν οι ίδιοι με κάποιες διαφορές, με κυριότερη τον περιορισμό της ζημιάς που μπορεί να αποκαταστήσει με τη θεραπεία ο ήρωας κάνοντάς τον πιο εξαρτώμενο από φίλτρα και θεραπευτικά αντικείμενα και ίσως αναγκαστικά πιο προσεκτικό στα ρίσκα που παίρνει. Οι τεχνικές είναι περισσότερες και ο ήρωας ξεκινάει με τέσσερεις. Θα μπορούσε να πει κανείς να πει ότι είναι στην ίδια θέση με τον Μοναχικό Λύκο του δέκατου τρίτου βιβλίου.

Η αποστολή του ήρωα; Στο τέλος του εικοστού βιβλίου ο Μοναχικός Λύκος επιστρέφει στην Σάμμερλαντ με την μυθική Φεγγαρόπετρα των Σιάντι. Σκοπός του είναι να την κρατήσει προστατευμένη στο κάστρο αλλά γρήγορα αποδεικνύεται αδύνατον, η δύναμή της είναι τέτοια που αλλοιώνει ακόμα και την φυσική τάξη. Πρέπει να επιστραφεί στους δημιουργούς της που ζουν απομονωμένοι στο μακρινό νησί Λορν. Ο ήρωας αναλαμβάνει να την μεταφέρει εκεί μέσω του Ελζιάν, της πρωτεύουσας του Ντεσσί. Στο βιβλίο αυτό στόχος είναι να φτάσει στην πόλη αυτή.

Το ταξίδι θα τον φέρει στη Βασαγονία της οποίας την πρωτεύουσα είχε δει ο Μοναχικός Λύκος στο πέμπτο βιβλίο, και θα γνωρίσουμε τη χώρα της άμμου πολύ περισσότερο. Ακόμα θα γνωρίσουμε την χώρα των μάγων του Ντεσσί που παρότι είναι φιλική για τους Κάι δεν παύει να είναι γεμάτη με επικίνδυνους αντιπάλους.

Μέρες Του Φθινοπώρου 38 Φινάλε

Author: Νυχτερινή Πένα /

Κεφάλαιο Τριακοστό Όγδοο

 

Ο Μιχάλης προχώρησε στην άμμο και κάθισε σε έναν σωρό από δίχτυα μπήγοντας το μπαστούνι του στην άμμο. Κοίταξε τον ήλιο που έδυε στο βάθος και μετά τα νερά που έμοιαζαν από το φως με λιωμένο χρυσό. Λίγοι λουόμενοι είχαν τολμήσει να μπουν στην κρύα θάλασσα εκεί μπροστά του και ήξερε πολλούς από αυτούς.

-Μιχάλη μου!

Μια λεπτή φιγούρα έπεσε στην αγκαλιά του με φόρα που παραλίγο να τον ανατρέψει. Ο Μιχάλης την κράτησε και της έδωσε ένα τρυφερό φιλί στα ανάκατα μαλλιά της. Στον ένα χρόνο που είχε περάσει, η Θάλεια είχε ψηλώσει ένα κεφάλι. Τώρα που δεν υποσιτιζόταν, το κοριτσάκι είχε αρχίσει να ψηλώνει και να παίρνει τα πάνω του.

-Έλα να κολυμπήσουμε!

-Δεν έχω βάλει μαγιό.

-Μα γιατί;

-Να σου πω την αλήθεια; Αλλά να μείνει μυστικό. Εντάξει;

-Ναι, πες μου, είπε ψιθυρίζοντας συνωμοτικά το κοριτσάκι.

-Κρυώνω!

Η Θάλεια γέλασε και έτρεξε στο νερό. Ο Μιχάλης είχε κανονίσει να έρθουν με την οικογένειά της για διακοπές. Κοίταξε το κοριτσάκι που βούταγε στη θάλασσα. Πάντα τον αποκαλούσε με το όνομά του και την κτητική αντωνυμία, μια ένδειξη οικειότητας και αγάπης.

Η μεγάλη της αδερφή μιλούσε με τη Φωτεινή, είχαν γίνει φίλες και αυτό ήταν σημαντικό όχι μόνο για την Αθηναία κοπέλα που δεν είχε φίλες ως τώρα αλλά και για την ντόπια που σε λίγο θα έφευγε για την Αθήνα για να σπουδάσει. Είχε επιτύχει στις εξετάσεις και είχε περάσει στην σχολή της Ιατρικής στην Αθήνα. Δεν θα ήταν χωρίς παρέα βέβαια μιας και ο Αλέξης θα πήγαινε επίσης στην Αθήνα και στην ίδια σχολή μάλιστα.

Μια ακόμα κοπέλα προστέθηκε στην παρέα και ο Μιχάλης χαμογέλασε. Την επόμενη στιγμή δύο απαλά χέρια κάλυψαν τα μάτια του.

-Ποιος; τον ρώτησε μια οικεία και αγαπημένη φωνή.

-Η πιο όμορφη γυναίκα στον κόσμο, απάντησε ο Μιχάλης και τα μάτια του ελευθερώθηκαν καθώς η Κλερ τον άφηνε γελώντας.

Κάθισε δίπλα του και ο Μιχάλης πέρασε το χέρι του γύρω από τους ώμους της. Εκείνη έγειρε το κεφάλι της στον ώμο του. Είδε την Θάλεια που έκανε άλλο ένα μακροβούτι. Επιστρέφοντας από το Λονδίνο το προηγούμενο φθινόπωρο, είχε μάθει τι είχε συμβεί κατά την απουσία της και λίγο μετά είχε γνωρίσει το κοριτσάκι και την οικογένειά του.

-Δελφίνι έχει γίνει, σχολίασε.

Ο Μιχάλης κοίταξε τη μικρή του φίλη αλλά το βλέμμα του τράβηξε μια κοπέλα που είχε πλησιάσει την Φωτεινή. Δεν είχε καταφέρει ακόμα να την συνηθίσει με την καινούρια της εμφάνιση με τα μακριά μαλλιά της. Η Ελπίδα είχε παλέψει σκληρά για τη ζωή της αλλά είχε βγει νικήτρια.

Την ίδια μέρα που είχε καταρρεύσει στο σχολείο, είχε μεταφερθεί στην Αθήνα και από εκεί στη Βοστώνη. Ο Μιχάλης είχε ζητήσει από έναν γιατρό εκεί, τον Άλφρεντ Κένερ, βοήθεια. Εκείνος ήταν ειδικός στην κατάσταση της Ελπίδας και ο Μιχάλης τον είχε γνωρίσει όταν είχε σώσει το νοσοκομείο του από τη χρεωκοπία ανακαλύπτοντας μια μεγάλη απάτη.

Ο Άλφρεντ είχε αναλάβει πρόθυμα την περίπτωση της Ελπίδας. Είχε βρεθεί δότης για μεταμόσχευση νωτιαίου μυελού και η κοπέλα είχε τελικά νικήσει τη λευχαιμία. Τώρα ανυπομονούσε να περάσει το διάστημα ασφαλείας από τις θεραπείες για να μην έχει φόβο παρενεργειών και να χαρίσει στον αγαπημένο της Ρωμανό ένα παιδί.

Ο Ρωμανός την είχε ακολουθήσει στην Αθήνα και στη Βοστώνη αδιαφορώντας για το αν θα έχανε τη χρονιά του λόγω απουσιών. Η Δέσποινα είχε εκνευριστεί τόσο πολύ που όχι μόνο τον είχε καταραστεί αλλά έκανε ό,τι μπορούσε για να δυσκολέψει την Δωροθέα που έτσι δεν μπορούσε να τον βοηθήσει οικονομικά.

Ο νεαρός ερωτευμένος όμως βρήκε έναν απρόσμενο σύμμαχο. Η Κλερ που βρισκόταν στην ίδια θέση με την Ελπίδα, είχε συγκινηθεί από την αυτοθυσία του και είχε καλύψει τα έξοδά του ενώ ο Αθάνατος είχε κανονίσει να κάνει εκεί μαθήματα για να μην χάσει τη χρονιά.

Είχε δώσει πανελλήνιες και είχε επιτύχει οπότε σύντομα θα έφευγε και εκείνος για την Αθήνα. Η Ελπίδα θα τον ακολουθούσε, εκείνη είχε μπει στη σχολή της χωρίς εξετάσεις εξαιτίας της κατάστασης της υγείας της.

-Τι σκέφτεσαι; ρώτησε απαλά η Κλερ τον αγαπημένο της.

-Πώς ήταν τα πράγματα, πόσο καλά κατέληξαν τελικώς.

-Βάλαμε και εμείς το χέρι μας, κάναμε κάποιο καλό εδώ.

Ο Μιχάλης έγνευσε.

Είχαν βοηθήσει τον Ρωμανό με την Ελπίδα όσο ήταν στην Βοστώνη όπου πήγαιναν συχνά μιας και ο Ράινχαρντ, όσο ανάρρωνε, είχε ζητήσει τη βοήθεια του Μιχάλη στην διδασκαλία. Το ζευγάρι τούς είχε ζητήσει να τους παντρέψουν και είχαν δεχθεί, κάτι που είχε κάνει την Δέσποινα να πάθει κρίση. Αυτή τη φορά ήταν κυριολεκτική. Είχε πάθει εγκεφαλικό που την είχε αφήσει παραπληγική στέλνοντάς την σε ειδικό κέντρο αποκατάστασης.

-Το πιο μεγάλο καλό το έκανες σε μένα, είπε η Κλερ, και όσο σκέφτομαι ότι κινδύνευσα να σε χάσω από την κακία της ηλίθιας σκύλας.

-Πάει πέρασε, όχι ότι θα έπιανε ποτέ το σχέδιό της, ο Ντάνιελ ερχόταν να με σώσει με ενισχύσεις.

-Ευτυχώς δεν χρειάστηκε, πού βρίσκεται τώρα;

-Στην θάλασσα των Σαργασσών, ψάχνει μια Ισπανική καραβέλα από την εποχή της ανακάλυψης του νέου κόσμου. Πλέει σε πελάγη ευτυχίας, από τη μια πλευρά καινούρια έρευνα, από την άλλη η Φοίβη.

-Χαίρομαι που έγινε αυτό μεταξύ τους, της αξίζει μια σωστή σχέση, είπε η Κλερ, η πρόστυχη μάνα της;

-Στην Αθήνα, έχει περιοριστεί πολύ τώρα που δεν έχει τόσα λεφτά αλλά εξακολουθεί να είναι ακόρεστη σεξουαλικά.

-Σίγουρα είχε καλό γούστο αφού ήθελε εσένα, τον πείραξε η Κλερ.

-Εμένα δεν θα με είχε ακόμα και αν δεν είχα εσένα, αγάπη μου, της είπε.

-Τι έγινε, πιτσουνάκια μου; Εσείς δεν θα μπείτε στη θάλασσα;

Ο Γιώργος είχε σταθεί δίπλα τους. Ο Μιχάλης τού έριξε ένα πλάγιο βλέμμα που τον έκανε να γελάσει.

-Καλά, καλά ξέρω.

-Η Δωροθέα;

-Τώρα έρχεται, είπε ο Γιώργος, όσο πλησιάζει η μεγάλη μέρα έχει ετοιμασίες να κάνει.

Ο Μιχάλης έγνευσε. Ο Γιώργος και η Δωροθέα επρόκειτο να παντρευτούν, εξάλλου αυτός ήταν ο λόγος που βρισκόταν και ο ίδιος στο νησί. Η Κλερ φίλησε τον Μιχάλη και είπε:

-Εγώ λέω να βουτήξω.

-Φυσικά, αγάπη μου.

Προχώρησε προς τη θάλασσα και ο Μιχάλης την κοίταξε. Πήρε μια βαθιά ανάσα από το δροσερό θαλασσινό αεράκι. Είχε τη  γυναίκα που αγαπούσε και βρισκόταν ανάμεσα σε φίλους, τι άλλο να ζητούσε;

Χαμογέλασε.

Όλα ήταν καλά.

 

Τέλος

Μέρες Του Φθινοπώρου 37

Author: Νυχτερινή Πένα /

Κεφάλαιο Τριακοστό Έβδομο

 

Ο Ρωμανός ήταν από τους πρώτους που κατέφτασαν στο σχολείο το πρώτο πρωινό της δεύτερης σχολικής εβδομάδας. Υπήρχε ένας μόνο λόγος γι’ αυτό, ήθελε να δει την Ελπίδα πριν χτυπήσει το κουδούνι.

Το βράδυ του Σαββάτου, μετά το δείπνο και την βόλτα στην ακρογιαλιά, είχαν επιστρέψει στο σπίτι της κοπέλας και είχαν περάσει τη νύχτα μαζί. Το πρωί, μετά το πρωινό είχαν περάσει την ώρα τους ασχολούμενοι με τα μαθήματά τους για να έχει το απόγευμα ελεύθερο να καθίσει με τους γονείς της που επέστρεφαν.

Τώρα ήθελε να τη δει γιατί του είχε λείψει αλλά και για ακόμα έναν λόγο. Ο μήνας είχε δεκαεπτά, ήταν η ονομαστική της εορτή. Έτσι είχε φροντίσει να έρθει νωρίς για να έχει χρόνο με την αγαπημένη του. Καθώς η Φωτεινή θα ερχόταν με τον Αλέξη δεν χρειαζόταν να περιμένει και είχε έρθει μόλις ήταν έτοιμος.

Η Ελπίδα ήταν καθισμένη στο συγκεκριμένο σημείο, κάτω από τον πλάτανο και κοιτούσε το προαύλιο του σχολείου. Την πλησίασε και εκείνη χαμογέλασε μόλις τον είδε.

-Καλημέρα, της είπε.

-Καλημέρα, Ρωμανέ.

Την αγκάλιασε και τη φίλησε απαλά στα χείλη. Εκείνη ακούμπησε το κεφάλι της στο στέρνο του.

-Ξέρεις τι μέρα είναι σήμερα;

-Δευτέρα.

-Ναι, αλλά ποια Δευτέρα; είπε με ένα χαμόγελο και η Ελπίδα κατάλαβε τι σκεφτόταν. Το πρόσωπό της φωτίστηκε.

-Το θυμήθηκες!

Ο Ρωμανός τη φίλησε και πήρε το χέρι της στα δικά του. Πέρασε στο δάχτυλό της ένα κομψό δακτυλίδι.

-Χρόνια πολλά, αγάπη μου!

Τη φίλησε στα χείλη και εκείνη του το ανταπέδωσε με πάθος.

-Δεν την πηδάς και δημοσίως; τίποτα δεν θα με έφτιαχνε καλύτερα από μια ζωντανή τσόντα πρωινιάτικα.

Ο Ρωμανός ήξερε ποιος ήταν πριν ακόμα γυρίσει. Δεν είχε άδικο, ο Δημήτρης τού γελούσε ειρωνικά.

-Τι λες; Θέλεις να πας για μια καινούρια αποβολή;

-Δεν είναι οι καθηγητές εδώ πέρα να σε σώσουν, είπε ο Δημήτρης, θα σε λιανίσω στο ξύλο και μετά θα σκίσω την πουτανίτσα σου.

Ο Ρωμανός έκανε να ορμήσει.

-Μη! Ρωμανέ, σε παρακαλώ! έκανε έντρομη η Ελπίδα φοβούμενη τι θα μπορούσε να συμβεί στον αγαπημένο της,

Ο Δημήτρης χαμογέλασε μοχθηρά και στο χέρι του εμφανίστηκε ένας σουγιάς.

-Τώρα θα μάθεις να με σέβεσαι, είπε με έναν μορφασμό που παραμόρφωνε το πρόσωπό του. Κάνε πίσω αν θες το καλό σου και άσε με να τη χαρακώσω.

-Γιατί; ψέλλισε η Ελπίδα. Τι σου έκανα;

-Γιατί θα το απολαύσω, γέλασε ο Δημήτρης αλλά το γέλιο του μετατράπηκε σε μια κραυγή πόνου καθώς ένα μακρύ ξύλο κατέβαινε στον καρπό του κάνοντάς τον να ουρλιάξει και να σωριαστεί στο τσιμέντο της αυλής.

Δεν ήταν ξύλο, ήταν ένα μπαστούνι, διαπίστωσε και τον είχε χτυπήσει ο Μιχάλης.

-Τι θες και ανακατεύεσαι, σακάτη; μούγκρισε. Καθώς έλειπε με αποβολή δεν είχε παραστεί στο μάθημα του Μιχάλη και δεν είχε ιδέα ποιος είναι.

-Δεν μου αρέσουν οι νταήδες. Προχώρα τώρα, ο Ιερεμίας θα έχει τη χαρά να σε αποβάλει ξανά.

Ο Δημήτρης σηκώθηκε όρθιος και τον κοίταξε με μίσος.

-Γιατί όλοι φροντίζετε την αρρωστιάρα; Παίρνει καλά τσιμπούκια;

-Αυτό απλά ανεβάζει τις μέρες που θα σου ρίξει ο Ιερεμίας.

-Θα σε τακτοποιήσω, ρε σακάτη… Θα σε σκίσω… Μου έσπασες το χέρι.

-Με μπαστούνι, τίμια αυτοάμυνα. Αλλά αν θες πάμε στην αστυνομία. Ο Ραξής δεν έχει φύγει ακόμα. Θα χαρεί να σε ανακρίνει.

-Δεν έκανα τίποτα που να αφορά την αστυνομία… είπε ο Δημήτρης αλλά είχε χλομιάσει και αναρωτιόταν πόσα ήξερε ο άνδρας απέναντί του. Ηττημένος πήρε τον δρόμο για το γραφείο.

Ο Μιχάλης χαμογέλασε. Έγνευσε στον Ρωμανό και την Ελπίδα και προχώρησε και εκείνος προς το κτίριο του σχολείου.

-Μιχάλη, είπε ο Ρωμανός, ευχαριστώ. Αλλά φοβάμαι ότι έμπλεξες για χάρη μας.

-Καθόλου, όπως είπα είναι αυτοάμυνα. Τράβηξε μαχαίρι άρα είχα δικαίωμα να υπερασπιστώ τον εαυτό μου με ένα αμυντικό μέσον που να μην είναι ανώτερο της απειλής. Είχε μαχαίρι, είχα μπαστούνι. Επίσης δεν του το έσπασα, αν το είχα σπάσει δεν θα έβγαζε τόση γλώσσα, δεν θα είχε καν σηκωθεί από κάτω. Μάλλον ραγισμένο είναι.

-Ευχαριστώ, είπε ο Ρωμανός.

-Δεν χρειάζεται, ευχαρίστησή μου! είπε ο Μιχάλης και προχώρησε προς το σχολείο.

 

Ο Αλέξης πάρκαρε το αυτοκίνητο σε ένα στενό και μετά γύρισε στην Φωτεινή που καθόταν στην θέση του συνοδηγού.

-Πάμε; είπε εκείνη.

-Ναι, είπε ο Αλέξης, αλλά πρώτα έγειρε και την φίλησε στα χείλη.

Η Φωτεινή ανταποκρίθηκε με πάθος, ο Αλέξης σήκωσε το χέρι του για να χαϊδέψει το μάγουλό της και χτύπησε το χειρόφρενο. Καταπνίγοντας ένα βογκητό πόνου ο Αλέξης το τράβηξε πίσω και έκανε και πάλι την κίνηση αποφεύγοντας το λεβιέ αλλά ξεχνώντας το πλούσιο μπούστο της αγαπημένης του στο οποίο κατέληξε αυτή τη φορά! Ασυναίσθητα τη χάιδεψε και ένιωσε τη θηλή της να σκληραίνει κάτω από το άγγιγμά του. Συνέχισε να χαϊδεύει και ένας αναστεναγμός ευχαρίστησης ξέφυγε από τα χείλη της. Μετά, συνειδητοποίησε τι έκανε και σταμάτησε.

-Φωτεινή…

-Συνέχισε να χαϊδεύεις, είπε ξέπνοα η κοπέλα.

 

Ο Ντάνιελ ήταν σκυμμένος πάνω από έναν χάρτη του βορειοανατολικού Αιγαίου και τον μελετούσε με προσοχή. Ο χάρτης δεν ήταν ένας συνηθισμένος χάρτης, ήταν ναυτικός χάρτης με σημειωμένο το βάθος της θάλασσας σε κάθε σημείο μαζί με τυχόν υφάλους ή άλλα εμπόδια.

Η Φοίβη τον πλησίασε και τον καλημέρισε. Ο Ντάνιελ της ανταπέδωσε το χαιρετισμό με ένα χαμόγελο.

-Θα φύγετε; ρώτησε η κοπέλα κοιτώντας τον χάρτη που μελετούσε ο Βρετανός.

Η φωνή της δεν έκρυβε την αγωνία που συνόδευε την ερώτησή της.

-Όχι ακριβώς, είπε ο Ντάνιελ. Όπως διάβασες στα έγγραφα που βρήκαμε, ο πλοίαρχος προσπαθώντας να ελαφρώσει το πλοίο είχε ρίξει κάποια βαρέλια και σεντούκια από το φορτίο που είχαν στο αμπάρι στη θάλασσα. Θα προσπαθήσουμε να τα βρούμε.

-Είναι δυνατόν; Δεν μιλάμε για καμιά λίμνη αλλά για το Αιγαίο!

-Ξέρουμε ποια πορεία περίπου πήρε το πλοίο, οπότε θα κάνουμε μια προσπάθεια και όπως βλέπω τα νερά δεν είναι ιδιαίτερα βαθιά.

-Ενδιαφέρον, είπε η κοπέλα. Θα μου άρεσε να βοηθήσω.

-Είσαι ευπρόσδεκτη να έρθεις μαζί μας, είπε ο Ντάνιελ κοιτώντας τη στα μάτια.

 

Ο Ρωμανός παρακολουθούσε το μάθημα αλλά πιο πολύ κοιτούσε την Ελπίδα. Η αγαπημένη του δεν ήταν καλά. Ένιωθε να κρυώνει και είχε χρειαστεί τη βοήθειά του για να ανέβει ως την τάξη τους. Αναρωτιόταν αν το περιστατικό με τον Δημήτρη την είχε ταράξει ή ήταν η ασθένειά της που ξαφνικά έδειχνε τα δόντια της.

Αν έφταιγε ο ηλίθιος, ο Ρωμανός δεν μπορούσε να του κάνει τίποτα, είχε ήδη αποβληθεί πάλι και τώρα αντιμετώπιζε την αποβολή οριστικά από το εν λόγω σχολείο. Αλλά αν δεν ήταν αυτό και επρόκειτο για την ασθένεια, ο Ρωμανός έτρεμε τη συνέχεια.

Δυστυχώς δεν άργησε να βεβαιωθεί για το τι συνέβαινε. Η Ελπίδα απαντούσε σε μια ερώτηση του Θεοδώρου όταν σταμάτησε ξαφνικά να μιλάει. Μια πορφυρή σταγόνα αίματος είχε πέσει στο θρανίο της, ακολούθησε μια δεύτερη. Γύρισε και κοίταξε τον Ρωμανό έντρομη.

-Δεν είναι τίποτα, Στεφάνου, είπε ο καθηγητής, άνοιξε η μύτη σου.

-Όχι, είπε η κοπέλα, είναι…

Σταμάτησε να μιλάει, τα μάτια της γύρισαν και σωριάστηκε στο θρανίο. Ο Ρωμανός έτρεξε κοντά της φωνάζοντας:

-Καλέστε ένα ασθενοφόρο.

Την σήκωσε στην αγκαλιά του και προχώρησε για την πόρτα.

-Κουράγιο, αγάπη μου, ψιθύριζε στην Ελπίδα, θα τα καταφέρεις. Είμαι κοντά σου.

Το ασθενοφόρο δεν άργησε να έρθει και να βάλουν την Ελπίδα σε ένα φορείο. Ο Ρωμανός έκανε να ανέβει στο ασθενοφόρο μαζί της αλλά η Ράλλη είπε:

-Δεν είσαι συγγενής, είναι κοπάνα το να πας μαζί της.

Ο Μιχάλης παρενέβη:

-Ο Ιερεμίας θα καταλάβει, πήγαινε, παλικάρι μου.

Η Φωτεινή έβαλε στο χέρι του αδερφού της κάτι και εκείνος είδε ότι ήταν χρήματα.

-Μπορεί να χρειαστείς κάτι, είπε απλά η κοπέλα. Μην ανησυχείς για τα πράγματα θα τα μαζέψω εγώ και θα πω και σπίτι τι έγινε.

Ο Ρωμανός έγνευσε και ανέβηκε στο ασθενοφόρο. Οι νοσοκόμοι έκλεισαν την πόρτα και το όχημα ξεκίνησε με τη σειρήνα του να ουρλιάζει.

Μέρες Του Φθινοπώρου 36

Author: Νυχτερινή Πένα /

Κεφάλαιο Τριακοστό Έκτο

 

Με τον καιρό να είναι γλυκός, είχαν αποφασίσει να κάνουν το δείπνο στον κήπο όπου υπήρχε αρκετός χώρος για ένα μεγάλο τραπέζι με καθίσματα αλλά και για όλα τα χρειαζούμενα. Οι ετοιμασίες είχαν ολοκληρωθεί από νωρίς και μαζεύτηκαν για το δείπνο όπως άρχιζε να νυχτώνει.

-Την βάτεψε τελικά, εμ τι; Θα την άφηνε; Τόσες μέρες να είναι μόνοι τους στο σπίτι της.

Τα σκληρά λόγια της Δέσποινας είχαν σαν αποδέκτη την Δωροθέα, το μόνο άτομο που βρισκόταν κοντά της τη στιγμή που ο Ρωμανός έμπαινε στον κήπο κρατώντας την Ελπίδα από το χέρι. Η Δωροθέα τους κοίταξε, φαίνονταν και οι δύο ευτυχισμένοι. Πρέπει η μητέρα της να είχε δίκιο αλλά εκείνη δεν είχε πρόβλημα. Η Ελπίδα ήταν ένα καλό κορίτσι και έδειχνε ότι έκανε τον γιο της ευτυχισμένο.

-Ξέρεις κάτι; γύρισε και της είπε. Δεν είναι ζώο για να την βατέψει, είναι άνθρωπος! Είναι η γυναίκα που αγαπάει. Της έκανε έρωτα και καλά έκανε, σ’ αρέσει, δεν σου αρέσει, είναι η γυναίκα που αγαπάει και δεν θα κοιτάξει άλλη. Μακάρι να του χαρίσει και ένα παιδί και να κάνουν μια ευτυχισμένη οικογένεια. Μακάρι να με είχε αγαπήσει και εμένα έτσι ο άντρας μου.

-Δεν βλέπω να μαθαίνεις από τα λάθη σου, ειρωνεύτηκε η Δέσποινα.

-Ο γάμος μου ήταν λάθος; Παντρεύτηκα ένα κάθαρμα που το ενέκρινες. Έναν άνθρωπο που με χρησιμοποίησε. Αλλά έχω και τέσσερα υπέροχα παιδιά. Ένα γιο που είναι τόσο μεγαλόκαρδος ώστε να αγαπάει μια κοπέλα που μπορεί να πεθάνει και μια κόρη που είναι τόσο γενναία ώστε να στέκεται δίπλα στον αδερφό της σε κάθε δυσκολία, όποιος και αν είναι ο εχθρός.

-Ρομαντισμοί. Αυτά θα πεις και στον σακάτη όταν θα τον προσκαλέσεις ανάμεσα στα πόδια σου;

-Τον Μιχάλη;

-Αυτόν! Θα τον καλέσεις να σε πηδήξει, αυτό δεν θες;

Η Δωροθέα πήγε να πει ένα ηχηρό ναι αλλά σταμάτησε. Ο Μιχάλης την έλκυε ερωτικά, σίγουρα θα ήταν καυτές οι νύχτες μαζί του, και θα εκνεύριζε την μητέρα της. Αλλά δεν ήταν τα σωστά κριτήρια αυτά για να επιλέξει τον άνδρα που θα δεχόταν στη ζωή της.

Στο μυαλό της ήρθε ο Γιώργος και πόσο ζεστά της είχε μιλήσει όταν του είχε τηλεφωνήσει για να τον καλέσει στο αποψινό δείπνο. Συνειδητοποίησε ότι πάντα της μιλούσε με αυτόν τον ζεστό τρόπο και ήταν πάντα πρόθυμος να τη βοηθήσει και να τη στηρίξει πέρα από το καθήκον του ως δικηγόρος.

-Φυσικά, απάντησε απλά για να νευριάσει τη Δέσποινα, μέχρι να ξημερώσει θα έχουμε ζήσει πολλαπλούς οργασμούς.

Αλλά η Δέσποινα δεν την άκουγε. Την προσοχή της είχε τραβήξει η Φωτεινή που υποδεχόταν τον Δελμάρ και τον χαιρετούσε με μια αγκαλιά και ένα ζεστό φιλί.

Η Δέσποινα χαμογέλασε, αυτό τουλάχιστον την ευχαριστούσε, αλλά το χαμόγελό της δεν κράτησε για πολύ καθώς κατέφτασε ο Μιχάλης συνοδευόμενος από τον Γιώργο.

Η Δωροθέα είχε καλέσει τον δικηγόρο μιας και είχαν και σε εκείνον μια μεγάλη υποχρέωση. Ο Γιώργος είχε έρθει από νωρίς στο χωριό και είχε περάσει με τον Μιχάλη κάποιες ώρες, είχαν πάρει μαζί έναν καφέ συζητώντας για τα παλιά αλλά και μερικές από τις πρόσφατες εξελίξεις.

 

-Έκλεισε η υπόθεση; ρώτησε ο Μιχάλης καθώς πήγαιναν να καθίσουν στο τραπέζι.

-Ναι, ήδη ασκήθηκε δίωξη για απάτη και αν βρουν τον Στασινό θα πάει μέσα κατ’ ευθείαν.

-Πολύ ωραία.

-Η Δωροθέα επίσης κατέθεσε αίτηση διαζυγίου μιας και ο Στασινός έχει εξαφανιστεί τόσα χρόνια.

-Επίσης πολύ ωραία. Θα βγει γρήγορα.

-Ναι, θα βγει.

-Και θα μπορεί να ξαναφτιάξει τη ζωή της.

-Το πιστεύεις αυτό; ρώτησε ο Γιώργος.

-Επειδή έχει τα παιδιά; Τα δύο θα ανοίξουν γρήγορα τα φτερά τους. Και δεν είναι μεγάλη…

Ο Μιχάλης σταμάτησε κοιτάζοντας το φίλο του.

-Ενδιαφέρεσαι, είπε έκπληκτος.

-Πράγματι, είπε ο Γιώργος. Από την αρχή σχεδόν. Εκτός του ότι μου άρεσε ως γυναίκα, με εντυπωσίαζε και το πόση αξιοπρέπεια είχε παλεύοντας με τόσα προβλήματα και δεν είχε απελπιστεί παρά την τυραννία της μάνας της. Δεν ξέρεις πόσο το ευχαριστήθηκε βλέποντάς σε να την βάζεις στη θέση της την γριά καρακάξα.

-Σου εύχομαι να πάνε όλα καλά τότε.

 

Το δείπνο εξελίχθηκε ήσυχα με συζητήσεις και απλή κουβεντούλα όπως γίνεται σε τέτοιες περιπτώσεις. Ο Μιχάλης άφηνε τον Γιώργο να κατευθύνει τη συζήτηση μιλώντας με την Δωροθέα και ο ίδιος συμμετείχε λίγο παρατηρώντας κυρίως τους συνδαιτημόνες του. Ο Ρωμανός, η Ελπίδα, ο Αλέξης και η Φωτεινή, κάθονταν ανά δυο αντικριστά και συζητούσαν. Τελειώνοντας το φαγητό, ο Ρωμανός πρότεινε:

-Πάμε μια βόλτα στη θάλασσα;

-Ωραία ιδέα, είπε ο Αλέξης. Τι λέτε, κυρίες μου;

-Πολύ ωραία ιδέα, είπε η Ελπίδα, μόνο θα ήθελα να φρεσκαριστώ λίγο.

-Εντάξει, έλα να πάμε πάνω, είπε η Φωτεινή. Αγόρια, θα σας βρούμε στον δρόμο.

 

Ο Μιχάλης είχε απολαύσει την παρέα του Γιώργου και τον καφέ τους, και τώρα απολάμβανε το φαγητό αλλά άφηνε τον δικηγόρο να μιλάει περισσότερο με την Δωροθέα ενώ εκείνος παρατηρούσε τους γύρω του. Είδε την Δέσποινα να σηκώνεται και να φεύγει.

-Θα σας αφήσω για λίγο, είπε και σηκώθηκε από τη θέση του.

 

-Λοιπόν; Πώς τα πάτε με τον αδερφό μου; ρώτησε η Φωτεινή ενώ με την Ελπίδα άφηναν το σπίτι της.

-Τον αγαπώ πολύ, είπε η Ελπίδα και το πρόσωπό της φωτίστηκε καθώς μιλούσε για τον αγαπημένο της.

-Να ράψω φόρεμα δηλαδή, αστειεύτηκε η Φωτεινή.

Η Ελπίδα κοντοστάθηκε.

-Μακάρι να ήταν τόσο απλό, ξέρεις όμως ποια κατάρα κουβαλάω. Είμαι δική του όσο θα ζω, αλλά να τον κρατήσω όταν μπορεί να έχει μια υγιή γυναίκα και οικογένεια;

-Σ’ αγαπάει, Ελπίδα, καμία άλλη γυναίκα δεν θα τον κάνει ευτυχισμένο ή θα μπορέσει έστω να τον κερδίσει.

-Τότε πρέπει να το ράψεις… Ίσως και να γίνεις και θεία!

-Εννοείς ότι…

-Ναι, είπε η Ελπίδα λάμποντας από ευτυχία, κάναμε έρωτα. Είμαι δική του από κάθε άποψη.

Το χαμόγελο της Ελπίδας έσβησε καθώς έβγαιναν στην αυλή γιατί εκεί τους περίμενε η Δέσποινα.

-Από μιας απόψεως καλύτερα που σε πήδηξε, είπε η Δέσποινα, γιατί θα του φύγει η κάψα και θα μπορεί να σκεφτεί λογικά και να σε αφήσει. Θα τον βοηθήσεις και εσύ σε αυτό.

-Εγώ;

-Ναι, εσύ θα φύγεις και θα τον αφήσεις.

-Ποτέ! Ακόμα και αν είναι να πεθάνω.

-Πράγμα που δεν θα αργήσει σωστά; Πόσο θα πληρώνουν οι γονείς σου για να κρατιέσαι στη ζωή;

-Γιαγιά! φώναξε η Φωτεινή αλλά η Δέσποινα συνέχισε απτόητη:

-Θα σου δώσω τριάντα χιλιάδες ευρώ για να χαθείς από τη ζωή του εγγονού μου.

-Όχι, είπε η Ελπίδα.

-Σαράντα χιλιάδες, πάρτα και φύγε αλλιώς θα σε καταστρέψω.

Δάκρυα φάνηκαν στα μάτια της Ελπίδας.

-Θα πεθάνω αν χρειαστεί αλλά δεν θα τον πληγώσω.

-Σου δίνω σαράντα χιλιάδες.

-Και εγώ σου δίνω εκατό χιλιάδες, για να μην τον αφήσεις.

Από το σκοτάδι της νύχτας ξεπρόβαλλε ο Μιχάλης. Το πρόσωπό του φανέρωνε τέτοια οργή που η Δέσποινα έκανε πίσω σαν να αντίκριζε όχι έναν άνθρωπο αλλά τον αρχάγγελο του οποίου έφερε το όνομα.

-Γιατί ανακατεύεσαι; του είπε.

-Εσύ γιατί είσαι παλιάνθρωπος;

-Έχεις εκατό χιλιάδες και θα τις χαραμίσεις έτσι;

-Έχω περισσότερα, και δεν είναι χαραμισμένα αν τα διαθέσω για να κάνω δύο ανθρώπους ευτυχισμένους.

Ο Μιχάλης κοίταξε την Ελπίδα.

-Μην κλαις, κανένας δεν θα σε αναγκάσει να τον αφήσεις.

-Ευχαριστώ, είπε η κοπέλα και αυθόρμητα τον αγκάλιασε. Ευχαριστώ, ξανάπε.

-Δεν χρειάζεται, είπε ο Μιχάλης, και θα μιλήσουμε και για την κατάστασή σου. Έχω έναν γιατρό που μπορεί ίσως να βοηθήσει.

Η Φωτεινή πήρε την Ελπίδα και έφυγαν και ο Μιχάλης γύρισε και κοίταξε την Δέσποινα.

-Τι λες; Το κάνω και αυτό για να κοιμηθώ με την κόρη σου;

-Ή με τη Φωτεινή, αλλά άργησες. Βρήκε έναν νέο υγιή άνδρα για να πέσει στο κρεβάτι μαζί του, είπε η Δέσποινα προσπαθώντας να πλήξει μια υπερηφάνεια που ο Μιχάλης δεν είχε.

-Είναι και καλό παιδί, είπε, ελπίζω ότι θα κάνει την εγγονή σου ευτυχισμένη.

-Άρα θες την κόρη μου.

-Όχι, είπε ο Μιχάλης, νομίζω ότι ο Γιώργος ενδιαφέρεται. Εγώ κάνω απλά αυτό που πρέπει.

Προχώρησε προς τον δρόμο. Εκεί κοντοστάθηκε.

-Είναι ικανοποιητικό να βοηθάς τους άλλους. Ίσως πρέπει να το δοκιμάσεις.

Η απάντηση της Δέσποινας ήταν μια βλαστήμια στην οποία πρόσθεσε και μια κατάρα:

-Όσο μόνος και στο σκοτάδι είσαι τώρα, τόσο να είσαι σε όλη σου τη ζωή.

-Εκείνος που βοηθάει τους άλλους δεν είναι ποτέ μόνος και ειδικά στο σκοτάδι, απάντησε.

Απομακρύνθηκε περπατώντας αργά και πηγαίνοντας προς τη θάλασσα. Εκεί στάθηκε και αγνάντευσε λίγο την ήσυχη θάλασσα και τα μακρινά φώτα του Μόλυβου πριν πάρει τον δρόμο για το σπίτι του.

Χαμογέλασε βλέποντας τα δύο ζευγαράκια που χωριστά στην άμμο κοιτούσαν τον έναστρο ουρανό αγκαλιασμένα και τους ευχήθηκε το καλύτερο.

Μέρες Του Φθινοπώρου 35

Author: Νυχτερινή Πένα /

Κεφάλαιο Τριακοστό Πέμπτο

 

Ο Μιχάλης άνοιξε τα μάτια του και κοίταξε το ρολόι στο κομοδίνο δίπλα του. Είχε κοιμηθεί βαθιά και ένιωθε απόλυτα ξεκούραστος. Ήταν νωρίς, ακόμα αχάραγα, αλλά δεν θα ξανακοιμόταν, και χωρίς την Κλερ το κρεβάτι έμοιαζε πολύ άδειο. Παρά τις λίγες μέρες που την είχε στη ζωή του, είχε γίνει ένα απόλυτα απαραίτητο κομμάτι της.

Χαμογέλασε, ευτυχώς που δεν θα αργούσε να επιστρέψει.

Σηκώθηκε από το κρεβάτι και κάθισε στον υπολογιστή, τον άνοιξε και αφοσιώθηκε στο καινούριο του έργο, κάτι που αφορούσε το αντικείμενο των σκέψεων του εκείνη τη στιγμή. Κάτι που ήθελε να είναι έτοιμο ως την επιστροφή της Κλερ.

 

Ο Ρωμανός ξύπνησε με μια αίσθηση πληρότητας που είχε πια μάθει να συνδυάζει με την Ελπίδα. Και πώς να μην νιώθει έτσι αφού η κοπέλα κοιμόταν στην αγκαλιά του, ακριβώς όπως είχε αποκοιμηθεί το βράδυ. Το σώμα της ήταν ζεστό και ένιωθε την αναπνοή της να χαϊδεύει το μάγουλό του όπως κοιμόταν.

Έγειρε και την φίλησε απαλά στα χείλη. Η Ελπίδα τρεμόπαιξε τα μάτια και ξύπνησε. Τον κοίταξε νυσταγμένα και χαμογέλασε.

-Καλημέρα, είπε.

-Καλημέρα, αγάπη μου.

-Ήταν ωραίο ξύπνημα, Ρωμανέ, γιατί το σταμάτησες;

Ο Ρωμανός χαμογέλασε και έσκυψε και τη φίλησε ξανά. Η Ελπίδα τον αγκάλιασε και το φιλί έγινε πιο βαθύ καθώς η γλώσσα της άγγιζε τη δική του. Ο Ρωμανός την τράβηξε πιο κοντά του, την έγειρε στο μαξιλάρι της και συνέχισε να τη φιλάει.

Τραβήχτηκε και την κοίταξε. Εκείνη του χαμογέλασε πάλι και έτσι την φίλησε ξανά, αυτή τη φορά όμως δεν περιορίστηκε στα χείλη της αλλά κατέβηκε φιλώντας τον λαιμό της και ύστερα τον γυμνό της ώμο και το στέρνο προχωρώντας προς το στήθος της ως που συνάντησε το ύφασμα του νυχτικού της Ελπίδας.

Ταυτόχρονα την χάιδευε, το χέρι του κατέβηκε το πλευρό της ως που έφτασε στο γοφό της όπου ήταν μαζεμένο το νυχτικό της, και άγγιξε το γυμνό δέρμα της, ζεστό από τον ύπνο. Τη χάιδεψε και άγγιξε το εσώρουχό της. Τα δικά της χέρια χάιδευαν την πλάτη του απαλά όσο και κτητικά.

Ο Ρωμανός τη φίλησε πάλι στα χείλη ενώ το χέρι του περνούσε κάτω από το νυχτικό της αγαπημένης του και την χάιδευε στην πλάτη. Μετά όταν το νυχτικό τον εμπόδιζε να πάει πιο πάνω την χάιδεψε και πάλι κατεβαίνοντας ως που έφτασε στο εσώρουχό της. Έφερε το χέρι του μπροστά χαϊδεύοντας την σφιχτή κοιλιά της και κατηφόρισε ως το εσώρουχό της.

-Ναι, ψιθύρισε απαλά η Ελπίδα.

Ο Ρωμανός μετακίνησε το χέρι του μέσα από το εσώρουχο και για πρώτη φορά χάιδεψε την ήβη της στέλνοντας κύματα απόλαυσης στο κορμί της. Η Ελπίδα τον έσφιξε στην αγκαλιά της προσπαθώντας να δώσει διέξοδο στην ένταση που γέμιζε τώρα το είναι της. Ο Ρωμανός συνέχισε να τη φιλάει ενώ το χέρι του γλιστρούσε πιο χαμηλά χαϊδεύοντας το ήδη υγρό κέντρο της γυναικείας ύπαρξής της.

Η διέγερση που ένιωσε η κοπέλα ήταν τέτοια που έσφιξε τα πόδια της κρατώντας πάνω της το χέρι του αγαπημένου της. Εκείνος άφησε τα χείλη της και κατέβηκε φιλώντας ως το στήθος της, ανέβηκε τη γυμνή καμπύλη ως το σημείο που βρήκε το νυχτικό της και πάλι. Το παραμέρισε και συνέχισε να τη φιλάει μέχρι τη θηλή. Το ελαφρύ βογγητό που ξέφυγε από τα χείλη της Ελπίδας έγινε πιο παρατεταμένο καθώς ο Ρωμανός έδινε ένα ρουφηχτό φιλί στο στήθος της και η γλώσσα του έπαιζε με την θηλή της τη στιγμή που με τα δάχτυλά του άγγιζε το πιο κρυφό της σημείο έτσι που κρατούσε το χέρι του ανάμεσα στους μηρούς της.

Η Ελπίδα έφερε τα χέρια της μέσα από το νυχτικό και τα πέρασε από τις τιράντες. Ο Ρωμανός το κατέβασε αποκαλύπτοντας και το άλλο της στήθος στο οποίο επεφύλαξε την ίδια ερωτική περιποίηση ενώ συνέχιζε να χαϊδεύει ερεθιστικά την αγαπημένη του στο πιο ερωτογενές της σημείο.

Ένα νέο ρίγος ευχαρίστησης την διέτρεξε και η Ελπίδα έπαψε να σφίγγει τα πόδια της επιτρέποντάς του πλήρη πρόσβαση. Ο Ρωμανός επέστρεψε στα χείλη της φιλώντας την με πάθος, ενώ τα δάκτυλά του έπαιζαν με την απαλή, υγρή της σάρκα. Η αναπνοή της έγινε πιο γρήγορη και ένιωσε το σώμα της να συντονίζεται με το χάδι του. Ένιωσε την ένταση να συσσωρεύεται μέσα της όλο και πιο δυνατή.

-Ρωμανέ… ψιθύρισε χωρίς και η ίδια να ξέρει τι ακριβώς ήθελε να πει.

Την επόμενη στιγμή, μια άγρια κραυγή μαινάδας ξέφυγε από τα χείλη της καθώς βίωνε για πρώτη φορά ένα οργασμό. Έμεινε ξέπνοη στην αγκαλιά του βαριανασαίνοντας.

-Ήταν πολύ όμορφο…

Ο Ρωμανός την φίλησε απαλά στα χείλη. Η Ελπίδα του το ανταπέδωσε και κόλλησε το σώμα της στο δικό του. Εκείνος την αγκάλιασε και χάιδεψε το σχεδόν ολόγυμνο σώμα της.

-Σε αγαπώ πολύ, Ελπίδα, πάρα πολύ.

Η κοπέλα ένιωθε όμορφα, στην αγκαλιά του μόνου άνδρα που είχε ποτέ αγαπήσει, του μόνου που την έκανε να νιώθει ασφαλής, να της δίνει δύναμη ακόμα και όταν ήξερε ότι το μέλλον της μπορεί να ήταν πολύ σύντομο. Εκείνου με τον οποίο θα ήθελε να μπορούσε να κάνει οικογένεια.

Ήξερε τι ήθελε να γίνει, ήταν έτοιμη γι’ αυτό.

-Κάνε μου έρωτα, αγαπημένε μου. Κάνε με δική σου.

-Ελπίδα… έκανε ο Ρωμανός, είσαι…

Η κοπέλα τον φίλησε στα χείλη και πίεσε το σώμα της στο δικό του. Ένιωσε τον ανδρισμό του ήδη ερεθισμένο από το ως εδώ ερωτικό τους παιχνίδι. Ένιωσε μια διαφορετική αίσθηση ικανοποίησης από τη συνειδητοποίηση ότι την ήθελε ως γυναίκα.

Τραβήχτηκε όσο χρειαζόταν για να απαλλαγεί τελείως από το νυχτικό της και αφέθηκε στον αγαπημένο της που με απαλές κινήσεις την απάλλαξε και από το εσώρουχό της.

Ύστερα βρέθηκε και πάλι στην αγκαλιά του και τον φίλησε με πάθος. Η γλώσσα της βρήκε τη δική του και έπαιξε μαζί της ένα διεγερτικό ερωτικό παιχνίδι. Ένα παιχνίδι που είχε αρχίσει να της γίνεται οικείο όπως έμπαινε στην σεξουαλική ζωή. Αποφάσισε να φανεί τολμηρή και άπλωσε τα χέρια της να απαλλάξει τον αγαπημένο της από το μοναδικό του ρούχο. Μετά τον αγκάλιασε με το ένα χέρι ενώ το άλλο περιπλανήθηκε στο σφιχτό στομάχι του, στην ήβη του και, μετά από έναν στιγμιαίο δισταγμό, στον ανδρισμό του. Τον βρήκε ερεθισμένο ήδη και το χάδι της έφερε ένα ρίγος ηδονής στον αγαπημένο της. Η Ελπίδα το κατάλαβε και συνέχισε το χάδι της.

Ο Ρωμανός την έγειρε με την πλάτη και συνέχισε να την φιλάει. Έφερε το σώμα του πάνω από το δικό της και η Ελπίδα τύλιξε τα χέρια της στον λαιμό του. Ένιωσε τον ανδρισμό του βαρύ πάνω στην ήβη της να επιτείνει την ανάγκη που διέτρεχε όλο το σώμα της. Λύγισε τα πόδια της και τα έσφιξε στα πλευρά του αγαπημένου της δίνοντάς του ταυτόχρονα τον χώρο που χρειαζόταν. Ο Ρωμανός συνέχισε να την φιλάει και να την χαϊδεύει.

Την επόμενη στιγμή την έκανε δική του. Η Ελπίδα ένιωσε μια αίσθηση δυσφορίας και έναν κοφτό απότομο πόνο, καθώς περνούσε το κατώφλι της γυναικείας ερωτικής ζωής αλλά πέρασε και αφέθηκε στα χέρια του αγαπημένου της. Το σώμα της ακολούθησε τον ρυθμό του, έναν ρυθμό που γεννούσε ηδονή και την προσμονή για περισσότερη ακόμα ευχαρίστηση.

Ο Ρωμανός δεν ήταν πρωτάρης πια στην ερωτική πράξη, είχε ολοκληρώσει αναρίθμητές φορές με την Κόρβου, και όμως ένιωθε σαν να ήταν η πρώτη του φορά. Γιατί τώρα δεν έκανε σεξ σε ένα γυναίκειο κορμί με σκοπό να αντλήσει ηδονή, ούτε απλά για να προσφέρει. Έκανε έρωτα στην κοπέλα που αγαπούσε, στην πρώτη της φορά. Ήθελε να την κάνει να νιώσει ωραία, να νιώσει ποθητή, να φτάσει στην ολοκλήρωση και τη βαθιά ικανοποίηση που η κορύφωση φέρνει.

Και το κατάφερνε, η Ελπίδα ένιωθε την ηδονή να ξεδιψάει το σώμα της και ταυτόχρονα να το φλογίζει για την κορύφωση που περίμενε και δεν θα αργούσε να έρθει. Η αίσθηση αυτή της αναμονή μεγάλωσε ως που αντικαταστάθηκε από μια άλλη πιο έντονη αλλά και αρχέγονη. Ο ρυθμός του Ρωμανού έγινε πιο γρήγορος και έντονος και εκείνη τύλιξε τα πόδια της στη μέση του ενώ τα χέρια της έσφιγγαν τους ώμους του. Η Ελπίδα ένιωσε τους χυμούς της να αναβλύζουν, κάθε κίνηση του Ρωμανού να την κάνει να νιώθει όλο και μεγαλύτερη ευφορία και την ανάγκη να τον νιώσει ακόμα πιο πλήρως μέσα της, να ενωθούν απόλυτα.

Το σώμα της ήταν γεμάτο ένταση, ένιωθε τα στήθη της σαν να είχαν μεγαλώσει, πιο βαριά, πιο γεμάτα και πιο ερεθισμένα, κάτι που έκανε εμφανές το βογγητό που ξέφυγε από τα χείλη της όταν ο Ρωμανός έκλεισε τα χείλη του πάνω στο στήθος της και η γλώσσα του χάιδεψε την θηλή. Ανασήκωσε τη λεκάνη της και ο Ρωμανός έβαλε το χέρι του στη μέση της στηρίζοντάς την.

Ο Ρωμανός ένιωθε την ανάγκη του για την ολοκλήρωση να αυξάνει, να τον γεμίζει με ένταση. Φίλησε την Ελπίδα στο στόμα με ένα παθιασμένο σχεδόν άγριο φιλί και την κράτησε σφιχτά καθώς με μια τελευταία ώθηση ελευθερωνόταν μέσα της. Τη φίλησε στον λαιμό με ένα ρουφηχτό φιλί ενώ έφταναν στην κορύφωση.

-Ναι… ναι… Ρωμανέ… ψιθύρισε η Ελπίδα και μετά φώναξε το όνομά του καθώς έφταναν στην κορύφωση. Ρωμανέ!

Έμειναν έτσι σφιχταγκαλιασμένοι να βαριανασαίνουν απολαμβάνοντας την παρουσία ο ένας του άλλου καθώς ησύχαζαν από την ένταση του πάθους τους. Ο Ρωμανός έγειρε στο πλάι και κράτησε την Ελπίδα στην αγκαλιά του. Εκείνη τράβηξε το σκέπασμα και κάλυψε τα γυμνά σώματά τους καθώς ήταν τώρα κάθιδροι από το ερωτικό τους σμίξιμο.

-Σε αγαπώ, της ψιθύρισε, τώρα και για πάντα.

-Και’ γω, είπε η κοπέλα. Μη με αφήσεις, σε παρακαλώ.

-Ποτέ, αγάπη μου.

 

Η Φωτεινή βγήκε από το μπάνιο και πέρασε στο δωμάτιό που μοιραζόταν με τον αδερφό της, ολόγυμνη με μια πετσέτα μόνο με την οποία σκούπιζε το νερό από το σώμα της. Δεν χρειαζόταν να προσέχει μην την δει κανείς γυμνή μιας και εκείνος έλειπε.

Μπαίνοντας στο δωμάτιο όμως διαπίστωσε ότι είχε πέσει έξω. Στο κρεβάτι της ήταν καθισμένο το τελευταίο άτομο που θα ήθελε να δει, η γιαγιά της. Εκείνη κοίταξε το γυμνό της σώμα χωρίς να δείξει ίχνος αμηχανίας.

-Ελπίζω ότι θα σε δει ο Δελμάρ έτσι απόψε, είπε, και ότι θα του προσφέρεις αυτό που πρέπει για να γίνει η δουλειά.

Η Φωτεινή ένιωσε τα μάγουλά της να φλογίζονται αλλά αποφάσισε ότι έπρεπε να ορθώσει το ανάστημά της απέναντι στην δεσποτική της πρόγονο.

-Και που ξέρεις ότι δεν το έκανα ήδη; Ότι δεν μου έκανε έρωτα κάτω από τον ήλιο στην αμμουδιά; Ποιος είπε ότι περιμένω απόψε για να του δοθώ;

-Ακόμα καλύτερα, ο αδερφός σου πού είναι;

-Με την Ελπίδα, λείπουν οι δικοί της.

-Και είπε να τον τυλίξει η σκροφίτσα, ε;

-Την αγαπάει, πάρε το απόφαση, θα την κάνει γυναίκα του, είπε απότομα η Φωτεινή, και θα κάνουν μια ευτυχισμένη οικογένεια.

-Όχι αν προλάβει ο χάρος, είπε ψυχρά η Δέσποινα, πόσο θα μπορούν να ξοδεύουν οι δικοί της για να την κρατάνε στη ζωή;

Σηκώθηκε από το κρεβάτι.

-Και πάλι το κακό το έκανε. Ο Αχλιόπτας άκουσε για το περιστατικό στο σχολείο και έβγαλε τα συμπεράσματά του. Δεν θέλει να τον κάνει γαμπρό του.

-Ακόμα καλύτερα, η κόρη του είναι τσουλάκι.

-Ναι, αλλά πλούσιο τσουλάκι, είπε η Δέσποινα και βγήκε.

 

Όχι πολύ μακριά από τη Φωτεινή, η μητέρα της ήταν ξαπλωμένη στο δικό της κρεβάτι. Σαν την κόρη της είχε κάνει μπάνιο και είχε ξαπλώσει για λίγο ολόγυμνη ανάμεσα στα σατέν σεντόνια. Την επόμενη φορά που θα έπεφτε στο κρεβάτι δεν θα ήταν μόνη.

Με τη σκέψη αυτή χαμογέλασε ενώ ένιωθε διεγερμένη.