Κεφάλαιο
Τριακοστό Έβδομο
Ο
Ρωμανός ήταν από τους πρώτους που κατέφτασαν στο σχολείο το πρώτο πρωινό της
δεύτερης σχολικής εβδομάδας. Υπήρχε ένας μόνο λόγος γι’ αυτό, ήθελε να δει την
Ελπίδα πριν χτυπήσει το κουδούνι.
Το
βράδυ του Σαββάτου, μετά το δείπνο και την βόλτα στην ακρογιαλιά, είχαν
επιστρέψει στο σπίτι της κοπέλας και είχαν περάσει τη νύχτα μαζί. Το πρωί, μετά
το πρωινό είχαν περάσει την ώρα τους ασχολούμενοι με τα μαθήματά τους για να
έχει το απόγευμα ελεύθερο να καθίσει με τους γονείς της που επέστρεφαν.
Τώρα
ήθελε να τη δει γιατί του είχε λείψει αλλά και για ακόμα έναν λόγο. Ο μήνας
είχε δεκαεπτά, ήταν η ονομαστική της εορτή. Έτσι είχε φροντίσει να έρθει νωρίς
για να έχει χρόνο με την αγαπημένη του. Καθώς η Φωτεινή θα ερχόταν με τον Αλέξη
δεν χρειαζόταν να περιμένει και είχε έρθει μόλις ήταν έτοιμος.
Η
Ελπίδα ήταν καθισμένη στο συγκεκριμένο σημείο, κάτω από τον πλάτανο και
κοιτούσε το προαύλιο του σχολείου. Την πλησίασε και εκείνη χαμογέλασε μόλις τον
είδε.
-Καλημέρα,
της είπε.
-Καλημέρα,
Ρωμανέ.
Την
αγκάλιασε και τη φίλησε απαλά στα χείλη. Εκείνη ακούμπησε το κεφάλι της στο
στέρνο του.
-Ξέρεις
τι μέρα είναι σήμερα;
-Δευτέρα.
-Ναι,
αλλά ποια Δευτέρα; είπε με ένα χαμόγελο και η Ελπίδα κατάλαβε τι σκεφτόταν. Το
πρόσωπό της φωτίστηκε.
-Το
θυμήθηκες!
Ο
Ρωμανός τη φίλησε και πήρε το χέρι της στα δικά του. Πέρασε στο δάχτυλό της ένα
κομψό δακτυλίδι.
-Χρόνια
πολλά, αγάπη μου!
Τη
φίλησε στα χείλη και εκείνη του το ανταπέδωσε με πάθος.
-Δεν
την πηδάς και δημοσίως; τίποτα δεν θα με έφτιαχνε καλύτερα από μια ζωντανή
τσόντα πρωινιάτικα.
Ο
Ρωμανός ήξερε ποιος ήταν πριν ακόμα γυρίσει. Δεν είχε άδικο, ο Δημήτρης τού
γελούσε ειρωνικά.
-Τι
λες; Θέλεις να πας για μια καινούρια αποβολή;
-Δεν
είναι οι καθηγητές εδώ πέρα να σε σώσουν, είπε ο Δημήτρης, θα σε λιανίσω στο
ξύλο και μετά θα σκίσω την πουτανίτσα σου.
Ο
Ρωμανός έκανε να ορμήσει.
-Μη!
Ρωμανέ, σε παρακαλώ! έκανε έντρομη η Ελπίδα φοβούμενη τι θα μπορούσε να συμβεί
στον αγαπημένο της,
Ο
Δημήτρης χαμογέλασε μοχθηρά και στο χέρι του εμφανίστηκε ένας σουγιάς.
-Τώρα
θα μάθεις να με σέβεσαι, είπε με έναν μορφασμό που παραμόρφωνε το πρόσωπό του.
Κάνε πίσω αν θες το καλό σου και άσε με να τη χαρακώσω.
-Γιατί;
ψέλλισε η Ελπίδα. Τι σου έκανα;
-Γιατί
θα το απολαύσω, γέλασε ο Δημήτρης αλλά το γέλιο του μετατράπηκε σε μια κραυγή
πόνου καθώς ένα μακρύ ξύλο κατέβαινε στον καρπό του κάνοντάς τον να ουρλιάξει και
να σωριαστεί στο τσιμέντο της αυλής.
Δεν
ήταν ξύλο, ήταν ένα μπαστούνι, διαπίστωσε και τον είχε χτυπήσει ο Μιχάλης.
-Τι
θες και ανακατεύεσαι, σακάτη; μούγκρισε. Καθώς έλειπε με αποβολή δεν είχε
παραστεί στο μάθημα του Μιχάλη και δεν είχε ιδέα ποιος είναι.
-Δεν
μου αρέσουν οι νταήδες. Προχώρα τώρα, ο Ιερεμίας θα έχει τη χαρά να σε αποβάλει
ξανά.
Ο
Δημήτρης σηκώθηκε όρθιος και τον κοίταξε με μίσος.
-Γιατί
όλοι φροντίζετε την αρρωστιάρα; Παίρνει καλά τσιμπούκια;
-Αυτό
απλά ανεβάζει τις μέρες που θα σου ρίξει ο Ιερεμίας.
-Θα
σε τακτοποιήσω, ρε σακάτη… Θα σε σκίσω… Μου έσπασες το χέρι.
-Με
μπαστούνι, τίμια αυτοάμυνα. Αλλά αν θες πάμε στην αστυνομία. Ο Ραξής δεν έχει
φύγει ακόμα. Θα χαρεί να σε ανακρίνει.
-Δεν
έκανα τίποτα που να αφορά την αστυνομία… είπε ο Δημήτρης αλλά είχε χλομιάσει
και αναρωτιόταν πόσα ήξερε ο άνδρας απέναντί του. Ηττημένος πήρε τον δρόμο για
το γραφείο.
Ο
Μιχάλης χαμογέλασε. Έγνευσε στον Ρωμανό και την Ελπίδα και προχώρησε και
εκείνος προς το κτίριο του σχολείου.
-Μιχάλη,
είπε ο Ρωμανός, ευχαριστώ. Αλλά φοβάμαι ότι έμπλεξες για χάρη μας.
-Καθόλου,
όπως είπα είναι αυτοάμυνα. Τράβηξε μαχαίρι άρα είχα δικαίωμα να υπερασπιστώ τον
εαυτό μου με ένα αμυντικό μέσον που να μην είναι ανώτερο της απειλής. Είχε
μαχαίρι, είχα μπαστούνι. Επίσης δεν του το έσπασα, αν το είχα σπάσει δεν θα
έβγαζε τόση γλώσσα, δεν θα είχε καν σηκωθεί από κάτω. Μάλλον ραγισμένο είναι.
-Ευχαριστώ,
είπε ο Ρωμανός.
-Δεν
χρειάζεται, ευχαρίστησή μου! είπε ο Μιχάλης και προχώρησε προς το σχολείο.
Ο
Αλέξης πάρκαρε το αυτοκίνητο σε ένα στενό και μετά γύρισε στην Φωτεινή που
καθόταν στην θέση του συνοδηγού.
-Πάμε;
είπε εκείνη.
-Ναι,
είπε ο Αλέξης, αλλά πρώτα έγειρε και την φίλησε στα χείλη.
Η
Φωτεινή ανταποκρίθηκε με πάθος, ο Αλέξης σήκωσε το χέρι του για να χαϊδέψει το
μάγουλό της και χτύπησε το χειρόφρενο. Καταπνίγοντας ένα βογκητό πόνου ο Αλέξης
το τράβηξε πίσω και έκανε και πάλι την κίνηση αποφεύγοντας το λεβιέ αλλά
ξεχνώντας το πλούσιο μπούστο της αγαπημένης του στο οποίο κατέληξε αυτή τη φορά!
Ασυναίσθητα τη χάιδεψε και ένιωσε τη θηλή της να σκληραίνει κάτω από το άγγιγμά
του. Συνέχισε να χαϊδεύει και ένας αναστεναγμός ευχαρίστησης ξέφυγε από τα
χείλη της. Μετά, συνειδητοποίησε τι έκανε και σταμάτησε.
-Φωτεινή…
-Συνέχισε
να χαϊδεύεις, είπε ξέπνοα η κοπέλα.
Ο
Ντάνιελ ήταν σκυμμένος πάνω από έναν χάρτη του βορειοανατολικού Αιγαίου και τον
μελετούσε με προσοχή. Ο χάρτης δεν ήταν ένας συνηθισμένος χάρτης, ήταν ναυτικός
χάρτης με σημειωμένο το βάθος της θάλασσας σε κάθε σημείο μαζί με τυχόν υφάλους
ή άλλα εμπόδια.
Η
Φοίβη τον πλησίασε και τον καλημέρισε. Ο Ντάνιελ της ανταπέδωσε το χαιρετισμό
με ένα χαμόγελο.
-Θα
φύγετε; ρώτησε η κοπέλα κοιτώντας τον χάρτη που μελετούσε ο Βρετανός.
Η
φωνή της δεν έκρυβε την αγωνία που συνόδευε την ερώτησή της.
-Όχι
ακριβώς, είπε ο Ντάνιελ. Όπως διάβασες στα έγγραφα που βρήκαμε, ο πλοίαρχος
προσπαθώντας να ελαφρώσει το πλοίο είχε ρίξει κάποια βαρέλια και σεντούκια από
το φορτίο που είχαν στο αμπάρι στη θάλασσα. Θα προσπαθήσουμε να τα βρούμε.
-Είναι
δυνατόν; Δεν μιλάμε για καμιά λίμνη αλλά για το Αιγαίο!
-Ξέρουμε
ποια πορεία περίπου πήρε το πλοίο, οπότε θα κάνουμε μια προσπάθεια και όπως
βλέπω τα νερά δεν είναι ιδιαίτερα βαθιά.
-Ενδιαφέρον,
είπε η κοπέλα. Θα μου άρεσε να βοηθήσω.
-Είσαι
ευπρόσδεκτη να έρθεις μαζί μας, είπε ο Ντάνιελ κοιτώντας τη στα μάτια.
Ο
Ρωμανός παρακολουθούσε το μάθημα αλλά πιο πολύ κοιτούσε την Ελπίδα. Η αγαπημένη
του δεν ήταν καλά. Ένιωθε να κρυώνει και είχε χρειαστεί τη βοήθειά του για να ανέβει
ως την τάξη τους. Αναρωτιόταν αν το περιστατικό με τον Δημήτρη την είχε ταράξει
ή ήταν η ασθένειά της που ξαφνικά έδειχνε τα δόντια της.
Αν
έφταιγε ο ηλίθιος, ο Ρωμανός δεν μπορούσε να του κάνει τίποτα, είχε ήδη
αποβληθεί πάλι και τώρα αντιμετώπιζε την αποβολή οριστικά από το εν λόγω
σχολείο. Αλλά αν δεν ήταν αυτό και επρόκειτο για την ασθένεια, ο Ρωμανός έτρεμε
τη συνέχεια.
Δυστυχώς
δεν άργησε να βεβαιωθεί για το τι συνέβαινε. Η Ελπίδα απαντούσε σε μια ερώτηση
του Θεοδώρου όταν σταμάτησε ξαφνικά να μιλάει. Μια πορφυρή σταγόνα αίματος είχε
πέσει στο θρανίο της, ακολούθησε μια δεύτερη. Γύρισε και κοίταξε τον Ρωμανό
έντρομη.
-Δεν
είναι τίποτα, Στεφάνου, είπε ο καθηγητής, άνοιξε η μύτη σου.
-Όχι,
είπε η κοπέλα, είναι…
Σταμάτησε
να μιλάει, τα μάτια της γύρισαν και σωριάστηκε στο θρανίο. Ο Ρωμανός έτρεξε
κοντά της φωνάζοντας:
-Καλέστε
ένα ασθενοφόρο.
Την
σήκωσε στην αγκαλιά του και προχώρησε για την πόρτα.
-Κουράγιο,
αγάπη μου, ψιθύριζε στην Ελπίδα, θα τα καταφέρεις. Είμαι κοντά σου.
Το
ασθενοφόρο δεν άργησε να έρθει και να βάλουν την Ελπίδα σε ένα φορείο. Ο
Ρωμανός έκανε να ανέβει στο ασθενοφόρο μαζί της αλλά η Ράλλη είπε:
-Δεν
είσαι συγγενής, είναι κοπάνα το να πας μαζί της.
Ο
Μιχάλης παρενέβη:
-Ο
Ιερεμίας θα καταλάβει, πήγαινε, παλικάρι μου.
Η
Φωτεινή έβαλε στο χέρι του αδερφού της κάτι και εκείνος είδε ότι ήταν χρήματα.
-Μπορεί
να χρειαστείς κάτι, είπε απλά η κοπέλα. Μην ανησυχείς για τα πράγματα θα τα
μαζέψω εγώ και θα πω και σπίτι τι έγινε.
Ο Ρωμανός έγνευσε και ανέβηκε στο ασθενοφόρο. Οι νοσοκόμοι έκλεισαν την πόρτα και το όχημα ξεκίνησε με τη σειρήνα του να ουρλιάζει.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου