Κεφάλαιο
Τριακοστό Πέμπτο
Ο
Μιχάλης άνοιξε τα μάτια του και κοίταξε το ρολόι στο κομοδίνο δίπλα του. Είχε
κοιμηθεί βαθιά και ένιωθε απόλυτα ξεκούραστος. Ήταν νωρίς, ακόμα αχάραγα, αλλά
δεν θα ξανακοιμόταν, και χωρίς την Κλερ το κρεβάτι έμοιαζε πολύ άδειο. Παρά τις
λίγες μέρες που την είχε στη ζωή του, είχε γίνει ένα απόλυτα απαραίτητο κομμάτι
της.
Χαμογέλασε,
ευτυχώς που δεν θα αργούσε να επιστρέψει.
Σηκώθηκε
από το κρεβάτι και κάθισε στον υπολογιστή, τον άνοιξε και αφοσιώθηκε στο
καινούριο του έργο, κάτι που αφορούσε το αντικείμενο των σκέψεων του εκείνη τη
στιγμή. Κάτι που ήθελε να είναι έτοιμο ως την επιστροφή της Κλερ.
Ο
Ρωμανός ξύπνησε με μια αίσθηση πληρότητας που είχε πια μάθει να συνδυάζει με
την Ελπίδα. Και πώς να μην νιώθει έτσι αφού η κοπέλα κοιμόταν στην αγκαλιά του,
ακριβώς όπως είχε αποκοιμηθεί το βράδυ. Το σώμα της ήταν ζεστό και ένιωθε την
αναπνοή της να χαϊδεύει το μάγουλό του όπως κοιμόταν.
Έγειρε
και την φίλησε απαλά στα χείλη. Η Ελπίδα τρεμόπαιξε τα μάτια και ξύπνησε. Τον
κοίταξε νυσταγμένα και χαμογέλασε.
-Καλημέρα,
είπε.
-Καλημέρα,
αγάπη μου.
-Ήταν
ωραίο ξύπνημα, Ρωμανέ, γιατί το σταμάτησες;
Ο
Ρωμανός χαμογέλασε και έσκυψε και τη φίλησε ξανά. Η Ελπίδα τον αγκάλιασε και το
φιλί έγινε πιο βαθύ καθώς η γλώσσα της άγγιζε τη δική του. Ο Ρωμανός την
τράβηξε πιο κοντά του, την έγειρε στο μαξιλάρι της και συνέχισε να τη φιλάει.
Τραβήχτηκε
και την κοίταξε. Εκείνη του χαμογέλασε πάλι και έτσι την φίλησε ξανά, αυτή τη
φορά όμως δεν περιορίστηκε στα χείλη της αλλά κατέβηκε φιλώντας τον λαιμό της
και ύστερα τον γυμνό της ώμο και το στέρνο προχωρώντας προς το στήθος της ως
που συνάντησε το ύφασμα του νυχτικού της Ελπίδας.
Ταυτόχρονα
την χάιδευε, το χέρι του κατέβηκε το πλευρό της ως που έφτασε στο γοφό της όπου
ήταν μαζεμένο το νυχτικό της, και άγγιξε το γυμνό δέρμα της, ζεστό από τον
ύπνο. Τη χάιδεψε και άγγιξε το εσώρουχό της. Τα δικά της χέρια χάιδευαν την
πλάτη του απαλά όσο και κτητικά.
Ο
Ρωμανός τη φίλησε πάλι στα χείλη ενώ το χέρι του περνούσε κάτω από το νυχτικό
της αγαπημένης του και την χάιδευε στην πλάτη. Μετά όταν το νυχτικό τον
εμπόδιζε να πάει πιο πάνω την χάιδεψε και πάλι κατεβαίνοντας ως που έφτασε στο
εσώρουχό της. Έφερε το χέρι του μπροστά χαϊδεύοντας την σφιχτή κοιλιά της και
κατηφόρισε ως το εσώρουχό της.
-Ναι,
ψιθύρισε απαλά η Ελπίδα.
Ο
Ρωμανός μετακίνησε το χέρι του μέσα από το εσώρουχο και για πρώτη φορά χάιδεψε
την ήβη της στέλνοντας κύματα απόλαυσης στο κορμί της. Η Ελπίδα τον έσφιξε στην
αγκαλιά της προσπαθώντας να δώσει διέξοδο στην ένταση που γέμιζε τώρα το είναι
της. Ο Ρωμανός συνέχισε να τη φιλάει ενώ το χέρι του γλιστρούσε πιο χαμηλά
χαϊδεύοντας το ήδη υγρό κέντρο της γυναικείας ύπαρξής της.
Η
διέγερση που ένιωσε η κοπέλα ήταν τέτοια που έσφιξε τα πόδια της κρατώντας πάνω
της το χέρι του αγαπημένου της. Εκείνος άφησε τα χείλη της και κατέβηκε
φιλώντας ως το στήθος της, ανέβηκε τη γυμνή καμπύλη ως το σημείο που βρήκε το
νυχτικό της και πάλι. Το παραμέρισε και συνέχισε να τη φιλάει μέχρι τη θηλή. Το
ελαφρύ βογγητό που ξέφυγε από τα χείλη της Ελπίδας έγινε πιο παρατεταμένο καθώς
ο Ρωμανός έδινε ένα ρουφηχτό φιλί στο στήθος της και η γλώσσα του έπαιζε με την
θηλή της τη στιγμή που με τα δάχτυλά του άγγιζε το πιο κρυφό της σημείο έτσι
που κρατούσε το χέρι του ανάμεσα στους μηρούς της.
Η
Ελπίδα έφερε τα χέρια της μέσα από το νυχτικό και τα πέρασε από τις τιράντες. Ο
Ρωμανός το κατέβασε αποκαλύπτοντας και το άλλο της στήθος στο οποίο επεφύλαξε
την ίδια ερωτική περιποίηση ενώ συνέχιζε να χαϊδεύει ερεθιστικά την αγαπημένη
του στο πιο ερωτογενές της σημείο.
Ένα
νέο ρίγος ευχαρίστησης την διέτρεξε και η Ελπίδα έπαψε να σφίγγει τα πόδια της
επιτρέποντάς του πλήρη πρόσβαση. Ο Ρωμανός επέστρεψε στα χείλη της φιλώντας την
με πάθος, ενώ τα δάκτυλά του έπαιζαν με την απαλή, υγρή της σάρκα. Η αναπνοή
της έγινε πιο γρήγορη και ένιωσε το σώμα της να συντονίζεται με το χάδι του.
Ένιωσε την ένταση να συσσωρεύεται μέσα της όλο και πιο δυνατή.
-Ρωμανέ…
ψιθύρισε χωρίς και η ίδια να ξέρει τι ακριβώς ήθελε να πει.
Την
επόμενη στιγμή, μια άγρια κραυγή μαινάδας ξέφυγε από τα χείλη της καθώς βίωνε
για πρώτη φορά ένα οργασμό. Έμεινε ξέπνοη στην αγκαλιά του βαριανασαίνοντας.
-Ήταν
πολύ όμορφο…
Ο
Ρωμανός την φίλησε απαλά στα χείλη. Η Ελπίδα του το ανταπέδωσε και κόλλησε το
σώμα της στο δικό του. Εκείνος την αγκάλιασε και χάιδεψε το σχεδόν ολόγυμνο
σώμα της.
-Σε
αγαπώ πολύ, Ελπίδα, πάρα πολύ.
Η
κοπέλα ένιωθε όμορφα, στην αγκαλιά του μόνου άνδρα που είχε ποτέ αγαπήσει, του
μόνου που την έκανε να νιώθει ασφαλής, να της δίνει δύναμη ακόμα και όταν ήξερε
ότι το μέλλον της μπορεί να ήταν πολύ σύντομο. Εκείνου με τον οποίο θα ήθελε να
μπορούσε να κάνει οικογένεια.
Ήξερε
τι ήθελε να γίνει, ήταν έτοιμη γι’ αυτό.
-Κάνε
μου έρωτα, αγαπημένε μου. Κάνε με δική σου.
-Ελπίδα…
έκανε ο Ρωμανός, είσαι…
Η
κοπέλα τον φίλησε στα χείλη και πίεσε το σώμα της στο δικό του. Ένιωσε τον
ανδρισμό του ήδη ερεθισμένο από το ως εδώ ερωτικό τους παιχνίδι. Ένιωσε μια
διαφορετική αίσθηση ικανοποίησης από τη συνειδητοποίηση ότι την ήθελε ως γυναίκα.
Τραβήχτηκε
όσο χρειαζόταν για να απαλλαγεί τελείως από το νυχτικό της και αφέθηκε στον
αγαπημένο της που με απαλές κινήσεις την απάλλαξε και από το εσώρουχό της.
Ύστερα
βρέθηκε και πάλι στην αγκαλιά του και τον φίλησε με πάθος. Η γλώσσα της βρήκε
τη δική του και έπαιξε μαζί της ένα διεγερτικό ερωτικό παιχνίδι. Ένα παιχνίδι
που είχε αρχίσει να της γίνεται οικείο όπως έμπαινε στην σεξουαλική ζωή.
Αποφάσισε να φανεί τολμηρή και άπλωσε τα χέρια της να απαλλάξει τον αγαπημένο
της από το μοναδικό του ρούχο. Μετά τον αγκάλιασε με το ένα χέρι ενώ το άλλο
περιπλανήθηκε στο σφιχτό στομάχι του, στην ήβη του και, μετά από έναν στιγμιαίο
δισταγμό, στον ανδρισμό του. Τον βρήκε ερεθισμένο ήδη και το χάδι της έφερε ένα
ρίγος ηδονής στον αγαπημένο της. Η Ελπίδα το κατάλαβε και συνέχισε το χάδι της.
Ο
Ρωμανός την έγειρε με την πλάτη και συνέχισε να την φιλάει. Έφερε το σώμα του
πάνω από το δικό της και η Ελπίδα τύλιξε τα χέρια της στον λαιμό του. Ένιωσε
τον ανδρισμό του βαρύ πάνω στην ήβη της να επιτείνει την ανάγκη που διέτρεχε
όλο το σώμα της. Λύγισε τα πόδια της και τα έσφιξε στα πλευρά του αγαπημένου
της δίνοντάς του ταυτόχρονα τον χώρο που χρειαζόταν. Ο Ρωμανός συνέχισε να την
φιλάει και να την χαϊδεύει.
Την
επόμενη στιγμή την έκανε δική του. Η Ελπίδα ένιωσε μια αίσθηση δυσφορίας και
έναν κοφτό απότομο πόνο, καθώς περνούσε το κατώφλι της γυναικείας ερωτικής ζωής
αλλά πέρασε και αφέθηκε στα χέρια του αγαπημένου της. Το σώμα της ακολούθησε τον
ρυθμό του, έναν ρυθμό που γεννούσε ηδονή και την προσμονή για περισσότερη ακόμα
ευχαρίστηση.
Ο
Ρωμανός δεν ήταν πρωτάρης πια στην ερωτική πράξη, είχε ολοκληρώσει αναρίθμητές
φορές με την Κόρβου, και όμως ένιωθε σαν να ήταν η πρώτη του φορά. Γιατί τώρα
δεν έκανε σεξ σε ένα γυναίκειο κορμί με σκοπό να αντλήσει ηδονή, ούτε απλά για
να προσφέρει. Έκανε έρωτα στην κοπέλα που αγαπούσε, στην πρώτη της φορά. Ήθελε
να την κάνει να νιώσει ωραία, να νιώσει ποθητή, να φτάσει στην ολοκλήρωση και
τη βαθιά ικανοποίηση που η κορύφωση φέρνει.
Και
το κατάφερνε, η Ελπίδα ένιωθε την ηδονή να ξεδιψάει το σώμα της και ταυτόχρονα
να το φλογίζει για την κορύφωση που περίμενε και δεν θα αργούσε να έρθει. Η
αίσθηση αυτή της αναμονή μεγάλωσε ως που αντικαταστάθηκε από μια άλλη πιο
έντονη αλλά και αρχέγονη. Ο ρυθμός του Ρωμανού έγινε πιο γρήγορος και έντονος
και εκείνη τύλιξε τα πόδια της στη μέση του ενώ τα χέρια της έσφιγγαν τους
ώμους του. Η Ελπίδα ένιωσε τους χυμούς της να αναβλύζουν, κάθε κίνηση του
Ρωμανού να την κάνει να νιώθει όλο και μεγαλύτερη ευφορία και την ανάγκη να τον
νιώσει ακόμα πιο πλήρως μέσα της, να ενωθούν απόλυτα.
Το
σώμα της ήταν γεμάτο ένταση, ένιωθε τα στήθη της σαν να είχαν μεγαλώσει, πιο
βαριά, πιο γεμάτα και πιο ερεθισμένα, κάτι που έκανε εμφανές το βογγητό που
ξέφυγε από τα χείλη της όταν ο Ρωμανός έκλεισε τα χείλη του πάνω στο στήθος της
και η γλώσσα του χάιδεψε την θηλή. Ανασήκωσε τη λεκάνη της και ο Ρωμανός έβαλε
το χέρι του στη μέση της στηρίζοντάς την.
Ο
Ρωμανός ένιωθε την ανάγκη του για την ολοκλήρωση να αυξάνει, να τον γεμίζει με
ένταση. Φίλησε την Ελπίδα στο στόμα με ένα παθιασμένο σχεδόν άγριο φιλί και την
κράτησε σφιχτά καθώς με μια τελευταία ώθηση ελευθερωνόταν μέσα της. Τη φίλησε
στον λαιμό με ένα ρουφηχτό φιλί ενώ έφταναν στην κορύφωση.
-Ναι…
ναι… Ρωμανέ… ψιθύρισε η Ελπίδα και μετά φώναξε το όνομά του καθώς έφταναν στην
κορύφωση. Ρωμανέ!
Έμειναν
έτσι σφιχταγκαλιασμένοι να βαριανασαίνουν απολαμβάνοντας την παρουσία ο ένας
του άλλου καθώς ησύχαζαν από την ένταση του πάθους τους. Ο Ρωμανός έγειρε στο
πλάι και κράτησε την Ελπίδα στην αγκαλιά του. Εκείνη τράβηξε το σκέπασμα και
κάλυψε τα γυμνά σώματά τους καθώς ήταν τώρα κάθιδροι από το ερωτικό τους
σμίξιμο.
-Σε
αγαπώ, της ψιθύρισε, τώρα και για πάντα.
-Και’
γω, είπε η κοπέλα. Μη με αφήσεις, σε παρακαλώ.
-Ποτέ,
αγάπη μου.
Η
Φωτεινή βγήκε από το μπάνιο και πέρασε στο δωμάτιό που μοιραζόταν με τον αδερφό
της, ολόγυμνη με μια πετσέτα μόνο με την οποία σκούπιζε το νερό από το σώμα
της. Δεν χρειαζόταν να προσέχει μην την δει κανείς γυμνή μιας και εκείνος
έλειπε.
Μπαίνοντας
στο δωμάτιο όμως διαπίστωσε ότι είχε πέσει έξω. Στο κρεβάτι της ήταν καθισμένο
το τελευταίο άτομο που θα ήθελε να δει, η γιαγιά της. Εκείνη κοίταξε το γυμνό
της σώμα χωρίς να δείξει ίχνος αμηχανίας.
-Ελπίζω
ότι θα σε δει ο Δελμάρ έτσι απόψε, είπε, και ότι θα του προσφέρεις αυτό που
πρέπει για να γίνει η δουλειά.
Η
Φωτεινή ένιωσε τα μάγουλά της να φλογίζονται αλλά αποφάσισε ότι έπρεπε να
ορθώσει το ανάστημά της απέναντι στην δεσποτική της πρόγονο.
-Και
που ξέρεις ότι δεν το έκανα ήδη; Ότι δεν μου έκανε έρωτα κάτω από τον ήλιο στην
αμμουδιά; Ποιος είπε ότι περιμένω απόψε για να του δοθώ;
-Ακόμα
καλύτερα, ο αδερφός σου πού είναι;
-Με
την Ελπίδα, λείπουν οι δικοί της.
-Και
είπε να τον τυλίξει η σκροφίτσα, ε;
-Την
αγαπάει, πάρε το απόφαση, θα την κάνει γυναίκα του, είπε απότομα η Φωτεινή, και
θα κάνουν μια ευτυχισμένη οικογένεια.
-Όχι
αν προλάβει ο χάρος, είπε ψυχρά η Δέσποινα, πόσο θα μπορούν να ξοδεύουν οι
δικοί της για να την κρατάνε στη ζωή;
Σηκώθηκε
από το κρεβάτι.
-Και
πάλι το κακό το έκανε. Ο Αχλιόπτας άκουσε για το περιστατικό στο σχολείο και
έβγαλε τα συμπεράσματά του. Δεν θέλει να τον κάνει γαμπρό του.
-Ακόμα
καλύτερα, η κόρη του είναι τσουλάκι.
-Ναι,
αλλά πλούσιο τσουλάκι, είπε η Δέσποινα και βγήκε.
Όχι
πολύ μακριά από τη Φωτεινή, η μητέρα της ήταν ξαπλωμένη στο δικό της κρεβάτι.
Σαν την κόρη της είχε κάνει μπάνιο και είχε ξαπλώσει για λίγο ολόγυμνη ανάμεσα
στα σατέν σεντόνια. Την επόμενη φορά που θα έπεφτε στο κρεβάτι δεν θα ήταν
μόνη.
Με
τη σκέψη αυτή χαμογέλασε ενώ ένιωθε διεγερμένη.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου